Γ’ Γυμνάσιον Πατρών-Πρακτικόν Λύκειον – In memoriam
01/12/2024Στα δύο τελευταία χρόνια των γυμνασιακών μου σπουδών, πήγα στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων-Πρακτικόν Λύκειον, στο Βουδ, στα Ψηλαλώνια της Πάτρας. Τόσο λόγω του χαμηλού επιπέδου των διδασκόντων, όσο και του γενικότερου προγράμματος της …Παιδείας μας, ελάχιστα πράγματα μπορώ να θυμηθώ ότι με ωφέλησαν και με τροφοδότησαν στη ζωή μου! Τα μαθηματικά τα μάθαινα μόνος μου, βοηθούμενος στο φροντιστήριο των Καρμίρη-Πέρπερα. Οι καθηγητές της φυσικής και της χημείας με έκαναν να αντιπαθήσω αυτά τα μαθήματα και τελικά να περάσω στο Πολυτεχνείο «μόνο» με τα μαθηματικά και την έκθεση!
Το ενδιαφέρον των συμμαθητών μου για γενικότερη “παιδεία” ήταν ανύπαρκτο! Δεν μπορούσα να μιλήσω (ούτε με έναν…) γι’ αυτά που διάβαζα κρυφά στα Λαϊκά Αναγνωστήρια, δηλαδή Καζαντζάκη, Ροΐδη, Λασκαράτο κ.ά. Μάλιστα, ο Λασκαράτος, λόγω της αθυρόστομης (αλλά αληθούς!) σάτιρας εναντίον κάποιων ιερέων, αφορίστηκε από την Εκκλησία! Ήδη στο Γυμνάσιο ήμουν …κανονικότατος άθεος, γιατί δεν πίστευα ούτε λέξη, από όσα άκουγα για τη θρησκεία, στο σχολείο και στην οικογένεια.
Χάρηκα ιδιαίτερα, όταν διάβασα ότι ο Λασκαράτος, αντέδρασε, στον αφορισμό του, με σαρκαστικό τρόπο. Λοιπόν! Από τα πολλά μυθεύματα που διέδιδε τότε η Εκκλησία και που απευθύνονταν κυρίως σε αφελείς, ήταν και αυτό που έλεγε ότι «οι αφορισμένοι δε θα λιώσουν όταν πεθάνουν!» Ο Λασκαράτος, λοιπόν, παρακάλεσε την Εκκλησία, να αφορίσει και τις σόλες των παπουτσιών του, ώστε να μη λιώνουν, να μην τις αλλάζει και να μην ξοδεύεται!
Όχι, όχι, το Πρακτικόν Λύκειον, ελάχιστα βοήθησε τη ζωή μου. Μου έμαθε όμως κάτι σημαντικό! Να αντιληφθώ, δηλαδή, το “ποιόν” της γραβατωμένης υποκριτικής κοινωνίας, στην οποία θα ζούσα το υπόλοιπον του βίου μου! Το καλοκαίρι του 1994, ο συμμαθητής μας, Θανάσης Παρπαρούσης, μάς μάζεψε στο οινοποιείο-σπίτι του, στα Μποζαΐτικα, με αφορμή τα 33 χρόνια της αποφοίτησής μας. Ήμασταν κάποιοι συμμαθητές, που φοιτούσαμε (για την ακρίβεια… φυτούσαμε) στο Πρακτικόν Λύκειον.
Εκεί, τους παρουσίασα την “Όπερα των συμμαθητών”, (με φωτογραφίες και ήχο), “κρεμώντας στα μανταλάκια” διδάσκοντες, συμμαθητές, αλλά και τον εαυτό μου! Τα “ζωάκια” (classmates) δεν κατάλαβαν τίποτα και φαλλοέπλεον, ήγουν, psolarmenizane… (Τυχεροί όμως, γιατί όπως το είπε κι ο Χριστούλης, «κακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι», άσχετα αν το ιερατείο, το ερμηνεύει αλλέως…) Σπάνια ενθυμούμαι το Πρακτικόν Λύκειον, αλλά δεν έχω κλείσει τις “υποχρεώσεις” μου, μαζί του. Το “κλείσιμο” γίνεται σήμερα με το παρόν κείμενο, που το αφιερώνω, In memoriam. “Προσδεθείτε”, το ταξίδι αρχίζει…
Και είπεν ο θεός…
Και είπεν ο θεός: «Γενηθήτω Πρακτικόν Λύκειον, εις Βουδ!». Και εγένετο, εις Βουδ, Πρακτικόν Λύκειον. Και άγγελος Κυρίου εβόησεν εις τα μήκη και πλάτη της πόλεως των Πατρέων: «Δεύρο, δείξω σοι την θύραν, την μεγάλην! Και εξέλθετε ο λαός μου και υπάγετε τα τέκνα αυτού εις Βουδ και συνταχθείτε εις σχολείον εν»! Και εγένετο νυξ και είτα εγένετο, πρωία εφηβική. Και συνηθροίσθησαν, εις Βουδ, εγκέφαλοι μαθηματικοί: Εκ του γυμνασίου Πρώτου (καλουμένου και Πυροσβεστικού), πέντε τον αριθμόν, με τας κεφαλάς προς τα άνω και τους πόδας προς τα κάτω. Εκ του γυμνασίου Δευτέρου (καλουμένου και Αγιαντριώτικου), εξ των αριθμόν, ομοίως με τας κεφαλάς προς τα άνω και τους πόδας προς τα κάτω, πλην ενός, όστις την (κάτω) αυτού κεφαλήν, είχεν πλαγίως…
Και εκ του Τετάρτου προσήλθον, αλλά και εκ των γυμνασίων Θηλέων, πέντε τον αριθμόν με τας κεφαλάς αυτών προς τα άνω, τους πόδας χιαστί, τα δε στήθη, σκοπεύοντα τον παρακείμενον λόφον, ένθα ο Ορφεύς με την λύραν αυτού, έψαλεν: «Στο λόφο, στην Ανατολή, στα ολόλευκα στητός, δεν ήτανε ο Μωυσής, μα ούτε κι ο Χριστός. Πως ο Ορφέας ήτανε, θωρώ σε μια στιγμή, δε μού δωσ’ ούτε μια ‘γκαλιά, μα ούτε και φιλί». Ήλθον και οι Διδάσκαλοι και έψαλλον οι άγγελοι! Και είδον άγγελον εστώτα εν τω ηλίω και έκραξεν φωνήν μεγάλην, λέγων: «Δεύτε συναχθείτε επί τετρατρόχου άρματος, ονομαζομένου πούλμαν και εκδράμητε ομού. Και εξέδραμον ομού και εφωτογραφίσθησαν ομού, μετά των διδασκόντων αυτών.
«Είμαστε δυο, είμαστε τρεις»… «Αρη ολέ, Άρη ολέ»
Είτα διεσκορπίσθησαν εις τα πέρατα της γης και κατακυρίευσαν αυτήν και τους αστέρας. Και μετά τριάκοντα έτη, επανευρέθησαν ομού, πλησίον Βουδ! Ο. Ελύτης: «Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε τι βλέπεις». Μεσήλιξ μαθητής: «Άσε, μεγάλε, να μην ομιλήσω τι βλέπω, γιατί θα κλάψουμε μανούλες, χήρες»! Φθινόπωρο ψυχή μου!
Έξω από το μπαλκόνι μου περνάει ο Μίκης με τις ξανθές του βροχές, που κρατούνε πράσινες ομπρέλες και φορούνε κίτρινα γυαλιά ηλίου, έχοντας κι ένα ροζ χτενάκι στα μαλλιά τους. Πρόκειται για τις πρώιμες βροχές του Σεπτεμβρίου, που παρακάμπτουν Κρόνο και Αφροδίτη και μετά εισέρχονται στην τροχιά της γης: Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Στοκχόλμη, Κοπεγχάγη, το λιμάνι στο Αμβούργο, τα τουρκουάζ της Χαλκιδικής, ο σοσιαλισμός των απατεώνων, ο κύριος Γκάλης, η θεϊκή Μελίνα, η νότια Καρολίνα με τους υγρούς δράκους της, η μοναδική Ναυσικά και ο Νίκος Δανιήλ που η ψυχή του πέταξε μέσα απ’ το αυτοκίνητό του! «He blew his mind out in a car! He didn’t notice that the lights had changed» Η Δόμνα μόνη της, αλλά και το Παρίσι, με τον Αμένοφι και την …Κάρμινα Μπουράνα, με την οποία ένας «τύπος», μαστούρωνε το πλήθος. Όμως δεν είχε ιδέα, τι έλεγαν τα στιχάκια: «Dorsum nudum fero tui sceleris. Sors salutis et virtutis. Michi nunc contraria. Est affectus et defectus. Semper in angaria!»
Και οι ψευδοπροφήτες, παρόντες, ποιώντας σημεία και τέρατα! Και πάλι οι ξανθές πρώιμες βροχές του Σεπτεμβρίου, καθώς και η Νίνα στο Αμβούργο. Από τη Stressemanstrasse, να την ψάχνω στην Glücksburger Straße και στο μυαλό μου, το γνωστό “tsoglani”. Και μετά, στη Θεσσαλονίκη, τα “όνειρα” να παίρνουν την εκδίκησή τους. Να οι δυο σκηνές που τα αποκαλύπτουν όλα, χύμα! Σκηνή πρώτη, στο πάρκο Gröna Lund, στη Στοκχόλμη, το 1973, υπαίθρια συναυλία του Μίκη – εδώ ακόμα Χούντα! Με υψωμένα χέρια διευθύνει, ο Μίκης και τραγουδάει με τους τραγουδιστές και το κοινό, «είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς». (Μίκη μου, καλέ, δεν ξέρω πόσοι ήσασταν, αλλά μου φαίνονται πολλοί αυτοί που λες…)
Σκηνή δεύτερη, όταν το τραγούδι εκδικήθηκε μετά 15(;) χρόνια, στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο Θεσσαλονίκης. Μεγαλειώδης αγώνας μπάσκετ, Άρης-Παρτιζάν. Παρτιζάν με Ντίβατς, Πάσπαλιε κι όλα τα καλά παιδιά… Ισότιμες οι ομάδες, αμφίρροπος ο αγώνας! Στα τελευταία δευτερόλεπτα, με ισόπαλο ματς, ο Γιαννάκης, μετά από ασίστ του “Θεού” (που “μάζεψε” πάνω του τους αμυντικούς…), πετυχαίνει νικητήριο τρίποντο, με τα χεράκια του ψηλά, σαν ιεροφάντης ή καλύτερα σαν τον Μίκη κι όλος ο κόσμος, στο Αλεξάνδρειο, να τραγουδάει το ίδιο τραγούδι (όπως στο Gröna Lund), αλλά με διαφορετικά στιχάκια: «Άρη ολέ, Άρη ολέ, Άρη ολέ ολέ ολέ». Συγκλονιστική στιγμή, ήμουνα στο Αλεξάνδρειο και καθόμουν δίπλα στον Άκη Μιχαηλίδη (πρόεδρο).
Τσαφ, Κουρνόγαλος, Γκλίτσας, Μπεμπέκας…
Και έκλεισαν τις ομπρέλες τους, έβγαλαν τα γυαλιά ηλίου και μάζεψαν τα χτενάκια τους, οι ξανθές πρώιμες βροχές του Σεπτεμβρίου και ανεχώρησαν, καθ’ ό χειμών εν όψει, ψυχή μου. «Που να βρω την ψυχή μου;». (Ελύτης). Και ανήλθεν εις πόδιον, εξέβαλεν τον χιτώνα αυτού, είτα δε ανέσυρεν εκ του θύλακός του κατάλογον μέλανα και ήρχισεν καλών τα μέλη της κοινότητος, εν προς εν! Να σηκωθούν δηλαδή και να “πούνε μάθημα”. Σχεδόν όλοι οι διδάσκοντες, είχαν παρατσούκλια, όπως: Τσαφ, Κουρνόγαλος, Παπαούας, Γκλίτσας, Φασίολος, Μπεμπέκας, Λουκουμάδας…
Και πώς μεταμορφώθηκαν, όλοι αυτοί, στους σημερινούς “διδιδάσκοντας”; Τους πεπολιτικοποιημένους, τρομάρα και λαχτάρα τους, αφού ανήκουν και σε κοπάδια! (Όλ’ αυτά, κατά τη γνώμη μου και παρατήρησή μου…) Και ενώ από την μητέρα μου, από τον πατέρα της και από την γιαγιά της, έμαθα ένα σωρό διδακτικές-χρήσιμες σοφίες, πράγματα τα οποία θυμάμαι ακόμα και τα θεωρώ διαμάντια, δεν έχω να θυμηθώ κάτι ανάλογο, από το Πρακτικόν Λύκειον, εκτός από μερικά καλαμπούρια, αλλά κι αυτά στραβοχυμένα…
Δεν έχω να αναζητήσω κάτι στην Πάτρα, γι’ αυτό και δεν πηγαίνω συχνά… Όταν έφτανα σε μία πόλη για πρώτη φορά, εδώ ή στο εξωτερικό, μόλις άναβαν τα φώτα, άναβαν και οι βαθύτερές μου αισθήσεις. Γύριζα κι “έψαχνα”, μάλλον αναζητούσα, τους παλιούς, ίσως τους αιώνιους και ανώνυμους καημούς! Και “χτυπούσα” δειλά, την πόρτα της πόλης (π.χ. Orange, Ν. Γαλλία) και ρωτούσα με θέρμη «Εδώ μένει η Γκιουλμπαχάρ;» Και η απάντηση ήταν πάντα ίδια, μονότονη, τυραννική, απογοητευτική; «Η Γκιουλμπαχάρ δε μένει πια εδώ». Πιο καλά όμως το λέει, ο φίλος μου Στάθης Παχίδης: «Η Γκιουλμπαχάρ δε μένει πια εδώ, γι’ αλλού έχει φύγει… (Γιατί) εδώ ήρθαν άλλες μουσικές, χωρίς φωνές, χωρίς χαρές κι αυτήν καημός την πνίγει. Στου έρωτα τους ουρανούς, ζητούσε σκλάβους ταπεινούς να αποκοιμίζει, μα εδώ, δεν ονειρεύεται κανείς κι αυτή ραγίζει…»
Οι “άγιοι” δάσκαλοί μου στο Γ’ Γυμνάσιο
Όχι, όχι, δεν έμαθα τίποτε (από αυτά που σας γράφω τώρα) στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων Πατρών, στο Βουδ, στο Πρακτικόν Λύκειον! Έκαναν πολλές προσπάθειες να με “τυφλώσουν”, όπως άλλωστε και στο Α’ Γυμνάσιον. Κάποιοι “άγιοι” καθηγητές που είναι στην ψυχή μου, φρόντισαν να αποκτήσω “ανοσία” και “αντιστάσεις” και πάντα τούς ανάβω ένα “κεράκι μνήμης”! Στον συγκινητικό και “άνθρωπο” Μίνω Φιλιππάτο και στον αξιοπρεπέστατο (πτωχό), Ιωάννη Πουρναρά (είναι τυχαίο που παντρεύτηκαν αδελφές;).
Από αυτούς, καθώς και από τον παππού μου τον Γιώργο (από τη Μαμά μου) έμαθα να μην υπακούω σα ζώον, κάτι που ακολουθώ μέχρι σήμερα και που σ’ ένα βαθμό το “πληρώνω”! Δε με ενοχλεί όμως, γιατί χαίρομαι με τέτοια “έξοδα”… Είναι μεγάλη ευτυχία, ότι τα χρήματά μου δεν τα τρώγανε ποτέ “πουτάνες” και δεν εννοώ (φυσικά) αυτά τα άγια κορίτσια που προσφέρουν σοβαρό κοινωνικό έργο! Με τη λέξη “πουτάνες”, εννοώ “όλους” τους πνευματικούς και υλικούς “εμπόρους”, τους οποίους σιχαίνομαι, πολλές φορές περισσότερο από τις…αμαρτίες μου!
Ανταμοιβή σ’ όλα αυτά, είναι το χαμόγελο που διαθέτω και που δεν το βλέπω συχνά έξω που βγαίνω… Από τους παλιούς συμμαθητές μου, κάποιοι έχουν πεθάνει και το πλείστον από τους υπόλοιπους, ζουν σαν νεκροί, γιατί δε χειρίζονται τη σύγχρονη τεχνολογία… Μαθαίνω νέα τους, κάθε 2-3 χρόνια, από κάποιο πρόσωπο που “ξέρει” και μου τα λέει, για να …αυτοτιμωρηθεί, επειδή μία ζωή ήταν εθελούσιος… δούλος!
Όταν ξαναγυρίσουμε στο Βουδ, θα είμαστε με το όνομα και τα ρούχα κάποιου άλλου! Κανένας δε θα μας περιμένει. Κι αν δε γνωριστούμε, θα δώσουμε σημάδια, για πιστοποίηση. Όπως έκανε παλιά, η γυναίκα του ξενιτεμένου, δηλαδή σημάδια της αυλής, του σπιτιού και του κορμιού. Σημάδια της παραλλαγμένης Πάτρας, του κομπλεξικού σχολείου, αλλά και του κορμιού, γεμάτο ρυτίδες, κούραση, πλήξη από επανάληψη, αλλά και μια σταγόνα σοφία. Και τα γραφτά μου δε θα τα διαβάζετε, γιατί θα θέλετε φακούς μπροστά στα μάτια σας! Και η ζωή μας θα είναι όλη, μία ανθρώπινη περιπέτεια, μία περιπέτεια που δεν τελειώνει! “Καληνύχτα” σε εισαγωγικά κι όποιος κατάλαβε…