Γεώργιος Βιζυηνός: Ο υμνητής της θρακιώτικης παράδοσης
02/09/2022Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1849 σε μια πάμπτωχη οικογένεια στο χωριό Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, στο σημερινό Βιζέ της Τουρκίας. Η Βιζύη ήταν τότε μια μικρή κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης πάνω στο δρόμο που περνούσε από τις Σαράντα Εκκλησιές και ένωνε την Αδριανούπολη με την Πόλη.
Το φτωχό και άγνωστο χωριό, η Βιζύη, γίνεται σε όλους γνωστό χάρη στο διηγηματογράφο Γ. Βιζυηνό, που χρησιμοποίησε το τοπωνυμικό επίθετο της καταγωγής του για φιλολογικό ψευδώνυμο και επώνυμο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σύρμας. Στα πρώτα του χρόνια υπέγραφε ως “Μιχαηλίδης”, πλάθοντας το επώνυμο του από το όνομα του πατέρα του που λεγόταν Μιχαήλος.
Ο Μιχαήλος Σύρμας καταγόταν από το κοντινό χωριό Κρυόνερο και ήταν πραματευτής, γυρολόγος. Γρήγορα, όμως, ο νεαρός Γεώργιος Σύρμας ή Μιχαηλίδης άφησε και το δεύτερο όνομα και πήρε το “Βιζυηνός”, για να παρουσιάσει στο πανελλήνιο το αρχαίο χωριό του, τη Βιζύη. Η Βίζα ή Βιζύη ήταν κεφαλοχώρι, κωμόπολη. Δεν υπήρξε ιδιαίτερα ευτυχής ο βίος του. Ορφανός από πατέρα στα πέντε του χρόνια, κατάφερε προστατευόμενος από οικογενειακούς φίλους, να σπουδάσει, αρχικά σε θρησκευτικές σχολές και κυρίως στο εξωτερικό.
Ο Βιζυηνός ήταν από τους λίγους συγγραφείς του 19ου αιώνα, στο πρόσωπο του οποίου συνδυάζονταν συστηματικές σπουδές, επιστημονικό έργο, ποιητική και έγκυρη αφηγηματική δημιουργία. Ήταν επίσης από τους πλέον ταξιδεμένους συγγραφείς, αφού, με μικρά διαλείμματα, από το 1875 ίσαμε το 1884, εξακολουθώντας να ενισχύεται οικονομικά από τον Γ. Ζαρίφη, έζησε στις κυριότερες πόλεις της Γερμανίας, Γοττίγγη (Γκέτινγκεν), Λειψία, Βερολίνο και επίσης στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου συνέγραψε διατριβή με τίτλο “Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω”.
Ας σημειωθεί ότι το πρώτο του διήγημα “Το αμάρτημα της μητρός μου” δημοσιεύτηκε σε παρισινό περιοδικό και στη συνέχεια σε αθηναϊκό. Όμως, το 1884 πέθανε ο Γεώργιος Ζαρίφης ο οποίος τον ενίσχυε οικονομικά και ο Βιζυηνός άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα.
Το ποιητικό έργο του Βιζυηνού αποτελείται από τα έργα: “Ποιητικά πρωτόλεια”, “Ο Κόδρος”, “Βοσπορίδες Αύραι” (ή “Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις”), “Ατθίδες Αύραι”, καθώς και το χειρόγραφο “Λυρικά”. Ένα σημαντικό μέρος του ποιητικού έργου του Βιζυηνού αποτελούν τα παιδικά ποιήματα όπου κατορθώνει να δείξει την τρυφερότητα που έτρεφε για το παιδί, συνδυασμένη με τη γνώση που είχε για τον ψυχικό του κόσμο.
Τα βιώματα του συγγραφέα
Ας θυμηθούμε πως η διδακτορική διατριβή του στη Λειψία είχε ως θέμα το παιδικό παιχνίδι από παιδαγωγική και ψυχολογική άποψη, αλλά κυρίως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κι ο ίδιος ήταν ως την τελευταία στιγμή του ένα παιδί. Ίσως γι’ αυτό και τα παιδικά του ποιήματα θεωρούνται σαν τα πιο ωραία ανάμεσα στα νεοελληνικά ποιήματα για παιδιά, αλλά ίσως και σαν τα γοητευτικότερα από όλα του τα ποιήματα. «Πότε τελειώνει η παιδική ηλικία του Βιζυηνού; Τη στιγμή που πεθαίνει», είχε γράψει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος.
Κατά γενική αναγνώριση ο Βιζυηνός κατέχει τη θέση του στη νεοελληνική λογοτεχνία χάρη στα διηγήματά του και όχι στο ποιητικό έργο του. Την ποίησή του στο ξεκίνημά της τη σκιάζει το φαναριώτικο κλίμα. Ο Γιώργος Βιζυηνός αποτελεί ένα σπουδαίο κεφάλαιο της ελληνικής λογοτεχνίας με μεγάλες παρακαταθήκες τα έργα του, όπως “Το αμάρτημα της μητρός μου”, “Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου”, “Το μόνον της ζωής του ταξείδιον”, “Μοσκώβ Σελήμ” και ο “Τρομάρας”. Τα περισσότερα διηγήματά του είναι αυτοβιογραφικά και μαρτυρούν τα άσχημα βιώματα που είχε ο συγγραφέας, με δεδομένο ότι οι ιστορίες του είναι ως επί το πλείστον τραγικές.
Ορισμένοι ήρωές του είναι πρόσωπα της πραγματικής του οικογένειας, και με το πραγματικό τους όνομα. Ο ίδιος ο Βιζυηνός συμμετέχει ως αφηγητής και σε ορισμένα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου. Με μεγάλη παραστατική δύναμη ζωγραφίζει το τοπίο, πάντα σε σχέση με το ανθρώπινο δράμα και αποκαλύπτει την ευαισθησία του και τις ρομαντικές καταβολές της πεζογραφίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Αμάρτημα της μητρός μου”, στο οποίο περιγράφει την τραγωδία μιας μητέρας που πλάκωσε στον ύπνο της το παιδί της και το έπνιξε. Ο συγγραφέας μιλάει για τη μητέρα του και τον θάνατο της αδελφής του, Άννας.
Τα διηγήματα του είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα, μια εντελώς δική του καθαρεύουσα, ζωντανή, όπως του Παπαδιαμάντη. Είναι ένας πεζογράφος χυμώδης και αφηγητής συναρπαστικός. Οι περιγραφές του συχνά συναγωνίζονται την εικονική πληρότητα και την εσωτερικότητα των περιγραφών του Παπαδιαμάντη. Ο Κωστής Παλαμάς έγραψε: «Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής διαδραματίζει ουσιώδες μέρος· δια τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν. Το αρρήκτως ειλικρινές, προκαλεί ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, επιτείνον την συγκίνησιν».
Οι ήρωες του Βιζυηνού
Ο Γ. Βιζυηνός, οικοδομεί τη νέα μορφή του πεζού νεοελληνικού λόγου (το ηθογραφικό και ψυχογραφικό διήγημα) με μια απλή, ίσως απλοϊκή, καθημερινή, θρακιώτικη προπάντων, θεματογραφία. Οι ήρωες του είναι οι δικοί του. Η μητέρα του, ο παππούς του, οι στενοί του γνώριμοι, ο ίδιος του ο εαυτός. Υπάρχει πάντως κάτι το εσωτερικό που τραβά τον Βιζυηνό στις ρίζες του. Δεν λησμονεί τους ήρεμους, γλυκούς ανθρώπους της θρακικής γης. Τους περιγράφει με πλαστική δύναμη και τους τοποθετεί ακριβώς εκεί που παιδάκι τούς έβλεπε να κινούνται με τις καθημερινές ενασχολήσεις τους, σε ένα πλαίσιο χρωματισμένο από τα νήματα της θρακιώτικης παράδοσης. Πονά για τον τόπο του και προσπαθεί να τον απεικονίσει με τα έθιμα των Φώτων, με θρησκευτικές τελετές, προλήψεις και μύθους.
Στις θρακικές ιστορίες του, όπως και οι ξένοι συγγραφείς, είχε ως βάση το αγροτικό και λαογραφικό στοιχείο. Στόχος του δεν είναι να πει μια ιστορία ή να διασκεδάσει τους αναγνώστες, αλλά να τους κάνει να σκεφτούν και να διεισδύσουν στο βαθύτερο νόημα των όσων συμβαίνουν. Ο Γ. Βιζυηνός, πάντα νοσταλγικός και ιδιόμορφος, κατέγραψε στα κείμενα του τις πιο λεπτές συγκινήσεις με τρόπο δυνατό και μοναδικό.
Κύρια χαρακτηριστικά του έργου του είναι η ανθρωπιά του και η τρυφερότητα η επώδυνη. Το πλαίσιο μένει συνήθως ηθογραφικό, δίνοντας στο συγγραφέα την ευκαιρία να παρουσιάζει παράλληλα με την κυρίως διήγηση και μια εικόνα της ζωής των χωριών της Θράκης, με τις δοξασίες, τις προλήψεις, τις θρησκευτικές παραδόσεις, τις ελληνοχριστιανικές αξίες και τα ήθη τους. Με επίκεντρο πάντα τον άνθρωπο που ψυχογραφείται με μια διεισδυτικότητα που σε ελάχιστες περιπτώσεις ξαναγνώρισε η πεζογραφία μας.
«Η γλώσσα του αποπνέει μια ζεστασιά ζωής», αναφέρει ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Η καθαρεύουσα του είναι προσωπική, σαν του Παπαδιαμάντη. Όντας άτομο προικισμένο με εσωτερικές δυνάμεις και έχοντας μέσα του μια αγάπη παθιασμένη για το θρακικό χώμα και τους ανθρώπους του, ο Βιζυηνός κατάφερε να διεισδύσει στο εσωτερικό της ψυχής τους, όπως της μάνας του, της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσας.
Το τραγικό τέλος στο Δρομοκαΐτειο
Μετά από πολλές δυσκολίες κατάφερε να γίνει υφηγητής φιλοσοφίας στην Αθήνα και καθηγητής δραματολογίας στο Ωδείο. Εκεί γνώρισε τη 14χρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία ερωτεύτηκε σφόδρα, γράφοντας συνεχώς ποιήματα αφιερωμένα σε εκείνη. Ο Βιζυηνός σύμφωνα με κάποιες πηγές επιχείρησε να απαγάγει την κοπέλα, ενώ η εφημερίδα “Ακρόπολη” είχε γράψει για δύο απόπειρες αυτοκτονίας του, λίγες ημέρες προτού κλειστεί στο Δρομοκαΐτειο στις 14 Απριλίου 1892. Θα παραμείνει έγκλειστος για περίπου τέσσερα χρόνια και λίγο μετά τον θάνατό του από προϊούσα παραλυσία το 1896, πέθανε και η νεαρή κοπέλα, τέσσερις μέρες μετά τον γάμο της!
Ο Γεώργιος Δροσίνης αναφέρει στα “Άπαντα”, ότι ήταν «τρελός ησυχώτατος» και γι’ αυτό τον άφηναν να περιφέρεται ελεύθερα με έναν φύλακα γύρω στα πεύκα. Ο Βιζυηνός δεν είχε συναίσθηση της κατάστασης πλέον και πίστευε ότι εκείνος επιτηρούσε τον φύλακα. Ο Βιζυηνός δεν σταμάτησε να γράφει ούτε μέσα στο φρενοκομείο και πιστός στη συνήθεια να εμπνέεται από τη ζωή του, έγραψε ποιήματα επηρεασμένος και από το πάθος για τη μικρή Μπετίνα. Σε τέτοιες στιγμές έγραψε το ποίημα που αρχίζει με το στίχο «Μέσ’ στα στήθια μου η συμφορά» και καταλήγει με το περίφημο δίστιχο «μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου…».
Εκεί στο Δρομοκαΐτειο άφησε την τελευταία του πνοή, «συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως», ενώ αναφέρεται και μια σύφιλη, που είχε κολλήσει στη Γερμανία. Ιδού πώς περιγράφει τις τελευταίες του ημέρες ο Γεώργιος Δροσίνης: «Τον θάψαμε οι φίλοι του σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων κοντά στο μεσημβρινό μαντρότοιχο του Νεκροταφείου. Η Ιφιγένεια Συγγρού, που τον συμπαθούσε πολύ, μας έδωσεν όσα χρειάστηκαν για να εξασφαλίσωμε τον τάφο με μια μαρμάρινη πλάκα κ’ ένα μαρμάρινο περίζωμα. Θέλαμε να χαράξωμε και κάτι από τους δικούς του στίχους κι’ ο Παλαμάς έκανε την επιλογή: “Κι’ αντηχούνε στη μαύρη σιγή / τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια”».
Ως επίλογο θα παραθέσω ένα αυτοβιογραφικό ποίημα, με τίτλο “Επί του τάφου του πατρός μου” του Γεωργίου Βιζυηνού, αφιερωμένο στον πατέρα του, το οποίο αγγίζει όσους έχουν χάσει τον πατέρα τους ή ευρύτερα προσφιλή τους πρόσωπα:
Ξύπνα πατέρα! Χαραυγή
τον ουρανό χρυσώνει,
κι όλη ξυπνά η μαύρη γη.
Ξύπνα και συ με την Αυγή, ν’ ακούσουμε τ’ αηδόνι.
Με τη μητέρα μια ψυχή,
σε κάθε τέτοιαν ώρα
πετούσατε στην προσευχή.
Το σήμαντρό μας αντηχεί. Γιατί κοιμάσαι τώρα;
Είναι το όνειρο μακρό
που βλέπεις αυτού πέρα;
Κοιμήθηκες, κι ήμουν μικρό,
κι ως να τελειώσει το πικρό, ετράνεψα, πατέρα!
Ξύπνα να ιδείς. Χλωμή, γρηά,
η δόλια μας μητέρα!
Και τη φτωχή μας τη γιαγιά
κει κάτου, στη χλωρή βαϊά… την θάψαμε μια μέρα!
Πες μου, πατέρα, το χωριό
που πάν’ οι πεθαμένοι
μπορώ να πάγω να το διω;
δυο λουλουδάκια μόνο, δυο, να πάρω στην καϋμένη!
Με είπαν. – Είναι ζοφερή
η νύχτα πώχουν σκέπη.-
Μα γω της έβαλα κερί
στην δεξιά την κρυερή. Τ’ ανάφτει και με βλέπει.
Πες μου, πατέρα, την αυγή,
που καίει το λιβάνι
η μάνα και μοιρολογεί,
η μυρωδιά περνά τη γη; Μπορεί να σε ζεστάνει;
Το βράδυ πώρχομαι γοργό
κι ανάφτω το κανδήλι
το ξέρεις που τ’ ανάφτω ‘γώ;
Ξύπνα, πατέρα! Θα καγώ, σε λυχναριού φυτίλι!
Με φώναζες να κοιμηθώ
στο σπλαχνικό πλευρό σου.
-Έλα, μικρό, να ζεσταθώ.-
Κι εγώ πετούσα να χωθώ στον κόρφο το γλυκό σου.
Τώρα, πατέρα, στην πικρή
τη γη τη χιονισμένη,
στην κρύα κλίνη τη μικρή,
σ’ αυτή τη νύχτα τη μακρή, πες μου ποιος σε ζεσταίνει;
Θέλεις εγώ ν’ αποκριθώ;
Κανείς, καμμιάν ημέρα!
Μα ήρθα εγώ πια να χωθώ
στον κόρφο σου να κοιμηθώ, νάσαι ζεστός, πατέρα!