Γιαννούλης Χαλεπάς: Καλλιτεχνική ιδιοφυία και ψυχασθένεια
22/08/2020Ο καλλιτέχνης που «αποκρυστάλλωσε στο μάρμαρο το Πάθος και τον Έρωτα και έδωκε στην πέτρα ζωή, δύναμη και κίνηση», σύμφωνα με τον Τηνιακό δικηγόρο Νικόλαο Αρμακόλα, αγωνίστηκε σ’ όλη του τη ζωή για επιβίωση και δημιουργία, έχοντας πάντα τους δαίμονες της ψυχής του να τον κυνηγούν. Παρ’ όλα αυτά, ο Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938) άφησε ανεξίτηλο το ίχνος του στην ελληνική τέχνη.
Λογικά, ένας τέτοιος άνθρωπος θα περνούσε απαραίτητος ή θα χλευάζονταν στο πλαίσιο μιας κλειστής επαρχιακής κοινωνίας του τέλους του 19ου αιώνα, όπως ήταν η κοινωνία της Τήνου. Ο Χαλεπάς, όμως, πάλεψε τόσο με τον ίδιο του τον εαυτό, όσο και με το περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε, μετατρέποντας τα μειονεκτήματα της ζωής του σε πλεονεκτήματα.
Πρώτα από όλα, ο Πύργος, το χωριό που έζησε ορισμένα χρόνια της ζωής του ο Γιαννούλης Χαλεπάς, δεν είναι μια εύφορη περιοχή. Αποτελεί κλασική ψηφίδα του κυκλαδίτικου τοπίου, πετρώδες και απαλλαγμένο από κάθε είδους φυσικά στολίδια. Πρόκειται, για ένα περιβάλλον άγονο για την ανθρώπινη επιβίωση, γόνιμο, όμως, για την τηνιακή τέχνη, η οποία και άνθισε.
Πάνω στις πέτρες αυτές, θα εκτονωνόταν ο καλλιτεχνικός οίστρος μιας πολυβασανισμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Τα μάρμαρα αυτά, θα γίνονταν όχημα δημιουργικότητας και θα μετατρέπονταν στα πιο θαυμαστά έργα της νεοελληνικής γλυπτικής. Γι’ αυτό, κιόλας, ο Χαλεπάς ξεχώρισε. Εκεί που οι άλλοι δεν έβλεπαν παρά μόνο ακανόνιστους λίθινους όγκους, αυτός έβλεπε εν δυνάμει καλλιτεχνήματα.
Χαλεπάς: Το νήμα της ζωής
Το χρονικό διάστημα 1888-1902 βρέθηκε έγκλειστος στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας, ένεκα προβλημάτων ψυχικής υγείας. Όταν πέρασε την πόρτα του ασύλου ήταν 37 ετών, έχοντας διαγράψει μέχρι τότε μια αξιοζήλευτη καλλιτεχνική πορεία. Βγήκε από το ίδρυμα το 1902, σε ηλικία 51 ετών. Είχε χάσει από τη ζωή του δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, καθώς ήταν αποκομμένος από κάθε δημιουργικότητα.
Και όμως, βγαίνοντας από το Φρενοκομείο, βρήκε τη δύναμη να πιάσει το νήμα της ζωής του, από εκεί που το είχε αφήσει. Η φλόγα του καλλιτεχνικού του ταλέντου δεν είχε σβήσει, σιγόκαιγε, παρόλο που το μυαλό του είχε χαθεί στα μπερδεμένα μονοπάτια της ψυχικής αρρώστιας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, η ψυχική ασθένεια έβρισκε τον τρόπο να κάνει αισθητή την παρουσία της. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδιζε τον Χαλεπά να παραμένει δημιουργικός. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το καλλιτεχνικό του ταλέντο και οι κρίσεις της ψυχικής του υγείας ήταν δυο συγκοινωνούντα δοχεία.
Το ένα τροφοδοτούσε το άλλο και ορισμένες φορές, όπως το 1888, που εισήλθε στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας, χάθηκε η μεταξύ τους ισορροπία. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η ψυχική ασθένεια αποτελεί βασική και αναπόσπαστη προϋπόθεση κάθε μεγάλου καλλιτέχνη. Απλά, στην περίπτωση του Χαλεπά το δίπολο ψυχασθένεια-δημιουργικότητα είχε αξιοθαύμαστα αποτελέσματα για την τέχνη της γλυπτικής.
Όταν στις 15 Σεπτεμβρίου 1938 έκλεισε τα μάτια του, στο σπίτι της οδού Δαφνομήλης 35 στον Λυκαβητό, δεν άφησε πίσω του μόνο την “Κοιμωμένη”, τον “Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα”, τη “Μήδεια” και τους “Αρχαγγέλους”. Άφησε πίσω του και μια μεγάλη καλλιτεχνική κληρονομιά, με την οποία εκ των πραγμάτων αναμετρούνται οι επόμενοι γλύπτες, συνεχιστές του ή όχι.