ΓΝΩΜΗ

Γιατί η “Art Αθήνα 2025” μας αφήνει πικρή γεύση…

Γιατί η "Art Αθήνα 2025" μας αφήνει πικρή γεύση...
Γιώργος Ιωάννου και Σακαγιάν

Η Art Αθήνα, που πρωτολειτούργησε το 1993, είναι ασφαλώς η κορυφαία εικαστική εκδήλωση της χώρας, η οποία αντικατέστησε επιτυχώς τον παλαιότερο θεσμό των Πανελληνίων και πολύ ορθά προσελκύει πλήθος επισκεπτών, επειδή λειτουργεί ως βιτρίνα, αλλά και στάθμη της σύγχρονης τέχνης μας. Είναι μάλιστα ωραία η συγκυρία που έφερε την δημοφιλή Αρτ Αθήνα πάλι στο Ζάππειο, εκεί δηλαδή που διεξάγονταν τόσο προπολεμικά, όσο και μεταπολεμικά οι περίφημες “Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις”.

Έχω λόγο που αναφέρω την “Πανελλήνιον”, γιατί θέλω λίγο να συγκρίνω το τώρα με το τότε, μήπως και εξαχθούν κάποια διαφωτιστικά συμπεράσματα. Σας καλώ, λοιπόν, να μεταφερθούμε νοερά μισόν αιώνα πίσω και να δούμε πώς ήταν η ελληνική τέχνη το 1975. Τότε που διοργανώθηκε στο Ζάππειο η τελευταία, η ΙΓ Πανελλήνιος, υπό την αιγίδα πλέον του νεοσύστατου υπουργείου Πολιτισμού και όχι από το υπουργείο Παιδείας, όπως συνέβαινε από την έναρξη της, στα 1938.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, ένα χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας, δηλαδή στην πιο εύφορη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Είναι τότε που πολλοί και σημαντικοί αυτοεξόριστοι καλλιτέχνες επιστρέφουν στην Ελλάδα, όπως ο Βλάσης Κανιάρης ή ο Νίκος Κεσσανλής, αλλά και ο Γιάννης Τσαρούχης με τον Αλέξη Ακριθάκη, ο Μέμος Μακρής με την σύζυγο του Ζιζή, ο Δημήτρης Περδικίδης, ενώ άλλοι διαπρέπουν στο εξωτερικό, όπως ο Κουνέλλης, ο Σκλάβος, ο Μάριος Πράσινος, ο Τζων Κριστοφόρου, ο Στάμος ή ο Τάκις. Αλλά και στην ημεδαπή ξεχωρίζουν ακόμη με τη λάμψη τους τα μεγάλα ονόματα της γενιάς του ’30, δηλαδή ο Γκίκας, ο Ν. Εγγονόπουλος, ο Γ. Ζογγολόπουλος, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Διαμαντόπουλος, η Βάσω Κατράκη, ο Α. Τάσσος, ο Χρήστος Καπράλος, ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο Απάρτης, ο Γιάννης Παππάς κ.α.

Δηλαδή μυθικά ονόματα, τα οποία πάντως αντιπαρατίθενται προς τους μοντερνιστές της γενιάς του ’60, όπως είναι ο Μίμης Κοντός, ο Π. Ξαγοράρης, η Μπία Ντάβου, ο Δανιήλ, ο Β. Σκυλλάκος, ο Γιάννης Μίχας, η Όπυ Ζούνη, Κώστας Τσόκλης κ.α. Ενδιάμεσα ξεχωρίζουν κάποιοι σπουδαίοι ζωγράφοι του τελάρου, που ισορροπούν ανάμεσα στις δύο μεγάλες ομάδες που προανέφερα: Αυτοί είναι ο Δεκουλάκος, ο Κοκκινίδης, ο Χρίστος Καράς, ο Φασιανός, ο Μυταράς, ο Κανακάκις, ο Γιώργος Μήλιος, ο Καραβούζης, ο Θεοφυλακτόπουλος, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Σταύρος Ιωάννου, ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο Παύλος Σάμιος, ο Μιχάλης Μακρουλάκης, ο Θανάσης Στεφόπουλος και αρκετοί άλλοι.

Παράλληλα, στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών δεσπόζουν ακόμη μεγέθη όπως εκείνα του Παντελή Πρεβελάκη, του Νίκου Νικολάου, του Γιάννη Μόραλη, του Γιώργου Μαυροΐδη, αλλά και του Παναγιώτη Τέτση ή των γλυπτών Γιώργου Νικολαΐδη και Δημήτρη Καλαμάρα. Να μην ξεχάσω την Ρένα Παπασπύρου, πρώτη γυναίκα καθηγήτρια της Σχολής (Επίσης στην Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε πολύ αργότερα, την δεκαετία του ’90, υπηρέτησαν οι αείμνηστοι Ιάσων Μολφέσης, Βαγγέλης Δημητρέας, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Γιώργος Γκολφίνος, Κυριάκος Κατζουράκης ενώ έχουν αφυπηρετήσει η Τέτα Μακρή, ο γλύπτης Φώτης, οι ζωγράφοι Γιάννης Φωκάς και Κυριάκος Μορταράκος, ο φωτογράφος Γιώργος Κατσάγγελος).

Χρειάζεται να συνεχίσω; Δίπλα σ’ όλα αυτά τα λαμπρά ονόματα πορεύονται και σπουδαίοι τεχνοκριτικοί ή ιστορικοί της τέχνης, όπως είναι ο Τώνης Σπητέρης, ο Άγγελος Προκοπίου, η Ελένη Βακαλό, ο Γιώργος Μουρέλος, η Έφη Φερεντίνου, ο Αλέξανδρος Ξύδης, ο Γιώργος Πετρής, ο Δημήτρης Παπαστάμος, ο Νίκος Αλεξίου, ο Κώστας Σταυρόπουλος, η Μαρία Κοτζαμάνη, ο Χρύσανθος Χρήστου, ο Άγγελος Δεληβορριάς, ο Νίκος Ζίας κ.α. Νεότεροι όλων οι πρόωρα χαμένοι Βεατρίκη Σπηλιάδη, Έφη Στρούζα και Χάρης Καμπουρίδης. Δεν ξεχνώ βέβαια τους Στέλιο Λυδάκη, Εμμανουήλ Μαυρομμάτη και Νίκο Χατζηνικολάου οι οποίοι παραμένουν μάχιμοι. Επίσης την ίδια περίοδο δεσπόζουν στο χώρο οι ιστορικές γκαλερί Ζυγός του Φραντζή Φραντζεσκάκη, η Ώρα του Ασαντούρ Μπαχαριάν, οι Νέες Μορφές της Τζούλιας Δημακοπούλου – εμπνεύστριας της Αρτ Αθήνα – η Αίθουσα Τέχνης Αθηνών (πρώην Hilton) της Μαριλένας Λιακοπούλου και βέβαια ο πρωτοπόρος Δεσμός του Μάνου Παυλίδη και της Έπης Πρωτονοταρίου.

Είναι ενδεικτικό ότι ο Ζυγός εξέδιδε το εξαιρετικό, ομώνυμο περιοδικό, ενώ η αντιστασιακή Ώρα το περίφημο ετήσιο “Χρονικό” της. Μια δεκαετία αργότερα ο δημοσιογράφος της Καθημερινής, Αντώνης Μπουλούντζας, τόλμησε να στήσει ένα νεανικό περιοδικό, που άφησε εποχή, τα “Εικαστικά”. Στα δύο αυτά περιοδικά, τον Ζυγό και τα Εικαστικά, ντεμπουτάραμε όλοι μας, νεοσσοί τότε, και είμαστε υπόχρεοι για αυτό. Επίσης τότε, δεν υπήρχε σοβαρή εφημερίδα που να μην διέθετε στήλη τεχνοκριτικής. Ενδεικτικά, θυμίζω την Ντόρα Ρογκάν στην Καθημερινή, τον αείμνηστο Χάρη Καμπουρίδη στα Νέα, την Μαρία Μαραγκού στην Ελευθεροτυπία, την αφεντιά μου στο αντί κ.ο.κ.

Μήπως καταντά πλέον η τέχνη φορτική υποχρέωση;

Η σύγκριση με το σήμερα είναι απογοητευτική από κάθε πλευρά. Η τέχνη ενδιαφέρει όλο και λιγότερους – εκτός των “πυροβολημένων”, έτσι καθώς έχει εξοριστεί από τα σχολεία, από τα ΜΜΕ – εκτός κι αν κανένας παλαβός βανδαλίσει έργο – αλλά και από την τρέχουσα πολιτική και τους πολιτικούς. Εξαιρώ τους μεγαλοπαράγοντες του πλούτου, οι οποίοι συχνά χρησιμοποιούν την τέχνη σαν πλυντήριο. Με την κάθε έννοια.

Έχετε ποτέ ακούσει να αναφέρονται όλοι, συλλήβδην, οι φορείς της εξουσίας στην τέχνη και στον πολιτισμό κατά τις εκάστοτε εξαγγελίες τους; (Έβλεπα στην Αρτ Αθήνα να περιφέρονται άγνωστες μεταξύ αγνώστων και να εκλιπαρούν για μία χειραψία ή μια φωτογραφία, αφενός η κυρία Μενδώνη με την κυρία Παναγιωταρέα – αρνητικές φιγούρες για τον σύγχρονο πολιτισμό – και αφετέρου η κυρία Κεραμέως, που ως υπουργός παιδείας μείωσε τα καλλιτεχνικά μαθήματα στην εκπαίδευση. Οι δολοφόνοι στον τόπο του εγκλήματος).

Πήγα λοιπόν στην Αρτ Αθήνα και φέτος – και μάλιστα δύο φορές – και χάρηκα όλο αυτό το πολύχρωμο πανηγύρι, αλλά και το γεγονός ότι συνάντησα παλιούς φίλους κι ανθρώπους, με τους οποίους έχουμε συνυπάρξει, εύκολα ή δύσκολα, επί δεκαετίες. (Δεν είναι ποτέ συμπαθής ο τεχνοκριτικός, ακόμη κι αν γράφει θετικά). Όπως θα έλεγε κι η Μαρία Μαραγκού είμαστε, θέλουμε δεν θέλουμε, μια οικογένεια, όλοι εμείς οι “πυροβολημένοι” με τα εικαστικά, δεν γίνεται αλλιώς. (Δεν είμαστε και πολλοί, άλλωστε).

Όμως διερωτώμαι ειλικρινά: Ποιά είναι τα ανάλογα ονόματα σήμερα σε σχέση με αυτά του παρελθόντος που μόλις προανέφερα; Ποιοί είναι εκείνοι οι δημιουργοί που θα αναλάβουν, για λογαριασμό και της εποχής και της γενιάς τους, την ευθύνη της ιστορίας του αύριο; Ακόμη περισσότερο, ποιοί είναι οι λόγοι αυτής της εξόφθαλμης υποχώρησης; Γιατί ελλείπουν τόσο δραματικά τα μεγάλα μεγέθη; Μα επειδή το ίδιο ισχύει – η λειψυδρία προσώπων – και σε κάθε άλλο τομέα και της τέχνης, αλλά και της επιστήμης, της οικονομίας ή της πολιτικής. Της κοινωνίας γενικότερα, θα έλεγα.

Αφού αυτή, εννοώ η κοινωνία, τοποθετεί τον πήχη ξεδιάντροπα, ούσα σε συνθήκη εντροπίας, όλο και πιο χαμηλά. Ώστε ο καθένας, ταμπουρωμένος στον ασήμαντο εαυτό του, να επιδιώκει ατομικιστικά το μείζον, ενώ διαθέτει το έλασσον. Από τον εκάστοτε πρωθυπουργό ως τον τελευταίο ψηφοφόρο. Δεν λέω “πολίτη” σκοπίμως, αφού αντί για πρόσωπα και ιδέες επιπλέουν ατομισμοί. Κι αφού το κυρίαρχο μοντέλο επιβίωσης έχει διαλύσει τις ζωοποιές “παρέες”, τις δυναμικές εκείνες ομάδες, που μέσα από συγκρούσεις, συγκρίσεις, αλλά και πνεύμα συναδελφικής αλληλεγγύης προχωρούν τα πράγματα εξ ονόματος όλων των υπολοίπων.

Γιατί συνηθίσαμε να βολευόμαστε στη μετριότητα, στην έκλειψη – έλλειψη του διαλόγου, δηλαδή των οδυνηρών πλην γόνιμων και νόμιμων αντιπαραθέσεων, και βέβαια επιτρέπουμε από δειλία ή καιροσκοπισμό στους ελάχιστους να εξευτελίζουν τους θεσμούς, λειτουργώντας με μικροκομματικά και φαβοριτικά κριτήρια. Όμως χωρίς έμπνευση και πίστη σε κάτι, χωρίς συλλογικό όραμα, δεν μπορεί να εκκολαφθεί η αληθινή δημιουργία, παρά μόνο το αυτιστικό δήθεν.

Νομίζω ότι αυτή η ψηλαφητή παρακμή αγγίζει όλους και όλα. Το 1975 υπήρχε ατμόσφαιρα ελπίδας και ανάτασης. Σήμερα ισχύει το εντελώς αντίθετο. Δεν περιμένει κανείς τίποτα κι από κανένα. Και η τέχνη καταντά πλέον φορτική υποχρέωση. Για κοσμικές φωτογραφίες. Αυτή είναι η πιο ουσιαστική ερμηνεία της αμπώτιδας που βιώνουμε εδώ και χρόνια.

Η φετινή Art Athina

Πιο συγκεκριμένα τώρα, η φετινή Art Athina υπήρξε μια από τα ίδια, χωρίς εκπλήξεις, απολύτως προβλέψιμη – οι γνωστές αίθουσες στα γνωστά από πέρσι και πρόπερσι σημεία, με τους ίδιους πάνω κάτω εκθέτες – μικρότερη σε μέγεθος, δηλαδή φτωχότερη, χωρίς παράλληλες εκδηλώσεις – παρεμβάσεις, που θα εμπλούτιζαν θεματικά το κεντρικό γεγονός, ενώ οι ξένες γκαλερί – το βασικό ζητούμενο της όποιας επιτυχίας – ήταν πολύ λίγες. Κι ασήμαντες. Πράγμα που υπογραμμίζει θλιβερά την περιφερειακότητα μας. Κι αυτό είναι ευθύνη της κεντρικής πολιτικής περί τον πολιτισμό. Που ασχολείται αποκλειστικά με… την επιστροφή των μαρμάρων. Δίνοντας ένα ακόμη άλλοθι στην Βρετανία να μας εμπαίζει.

Όπως και πέρσι λοιπόν, πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν οι πολλοί και καλοστημένοι, εναλλακτικοί χώροι με τα έπιπλα, το design ή τα επικοινωνιακά – εικαστικά projects. Ας δούμε όμως την σημερινή εικόνα των εικαστικών μας πραγμάτων, όπως την εμφανίζει η πιο σημαντική Foire της χώρας. Κι αυτό θα μας το πουν τα μεγάλα, σύγχρονα ονόματα που συμμετείχαν (για να επιχειρήσουμε μια σύγκριση με το παρελθόν). Η γκαλερί της Έρσης τιμά τη μνήμη του Γιάννη Τσαρούχη και του Βαγγέλη Δημητρέα, ενώ η Citronne του Γιώργου Λάππα. Η γκαλερί Art Tower τους βετεράνους* Αριστείδη Πατσόγλου και Πασχάλη Αγγελίδη. Η γκαλερί Καλφαγιάν εκθέτει ευφυώς τον Εδουάρδο Σακαγιάν, ασφαλώς κορυφαίο της γενιάς του, δίπλα στον αλησμόνητο Γιώργο Ιωάννου.

Μπίνγκο. Στη γκαλερί Σκουφά ένα έργο του Τάσου Μαντζαβίνου κι άλλο ένα του Θανάση Μακρή δίνουν τον τόνο, όπως επίσης και στην γκαλερί άλμα εκτός του Ολλανδού Πατ Αντρέα, τα έργα του Μιχάλη Μανουσάκη και του Τάσου Μισούρα. Κι έπειτα; Έπειτα ο Μανώλης Χάρος στη γκαλερί Σιαντή, δίπλα στον επίσης βετεράνο Δημήτρη Αληθεινό και τον νεότερο Παναγιώτη Σιάγκρη. Στη συνέχεια, ο βετεράνος Γιάννης Μπουτέας, οι Γιάννης Αδαμάκος, Παντελής Χανδρής και Πάνος Χαραλάμπους (με δύο ιστορικά έργα του ’80) πλάι στον νεότερο Δημήτρη Αναστασίου να γεφυρώνουν τρεις γενιές στην Citronne, ενώ στην Breeder διακρίθηκαν η ζωγραφική του διεθνούς Γιάννη Βαρελά και οι κατασκευές της Μαργαρίτας Μυρογιάννη.

Στην γκαλερί Αντωνοπούλου ξεχώρισα τον πάντα ανανεωμένο Αλέξανδρο Ψυχούλη και τη Λήδα Παπακωνσταντίνου, στην γκαλερί Καψιώτη από τον Πειραιά τη Λίλα Παπούλα και την Αφροδίτη Σεζένια, τον Αλέξανδρο Γεωργίου στην Ρεβέκκα Καμχή, τον Γιώργο Χαρβαλιά με έργο του ’80 και την Ελεάννα Μαρτίνου στην Μπαταγιάννη, τον ηρωικό για πολλούς λόγους Αντώνιο Παναγόπουλο, την Βάλυ Νομίδου και τον Μανούσο Μανουσάκη στην Έκφραση.

Επίσης, ο Ναυρίδης και η στροφή του στο τελάρο (;) στην Ζήνα Αθανασιάδου, ο Γιάννης Αντωνόπουλος, πάντα έντιμος ζωγραφικά, στην Ματαρόα και ο ανανεωμένος Κωστής Δαμουλάκης στην Λόλα Νικολάου. Μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση οι δύο αφηρημένες συνθέσεις της νεαρής Ελένης Τωμαδάκη – με σπουδές στο Λονδίνο – στο χωμένο σε μια γωνιά booth της πρωτοεμφανιζόμενης Cypher από την Κυψέλη. Χειρονομιακότητα και δραματικό αίσθημα, που παρέπεμπε στον Σταύρο Ιωάννου ή τον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο. Λαμπερό χρώμα. Υπογραμμίζω πως μίλησα με τρεις ζωγράφους, οι οποίοι συμφώνησαν απολύτως με τα παραπάνω. Η γκαλερί Marginalia από την Κύπρο είχε, όπως και πέρσι, μια πολύ σοβαρή εκπροσώπηση. Μπράβο στον Μιχάλη Αναστασιάδη.

Στη γκαλερί Αγκάθι, τέλος, ξεχώρισε η πολυκατασκευή ενός ιδιαίτερου της υπομονής, του Φιλίππου Φωτιάδη, όπως και στην Αrtworx το χιούμορ κι η ευαισθησία του Κωνσταντίνου Πάτσιου. Μην ξεχάσω τον εντυπωσιακό Οιδίποδα (;) του Γιάννη Τζερμιά από το Κέντρο Τέχνης Μετς. Μουσειακό έργο. Αλλά και το πολύ επιτυχές θεματικό – ιστορικό περίπτερο της γκαλερί της Έρσης όπως προείπα, με τους Γιάννη Τσαρούχη, Βαγγέλη Δημητρέα, Σπύρο Βερύκιο και Δημήτρη Παρλαμά. Στο booth της γκαλερί CΑΝ – Ανδρουλιδάκη μου άρεσε το μικρό, πλην εμβληματικό έργο του Μανόλη Μπιτσάκη και μία φωτογραφία με θαλασσινό τοπίο, που παρέπεμπε στην πνευματική ατμόσφαιρα και την σχηματοποίηση των ελαιογραφιών του Κωνσταντίνου Παρθένη.

Βλέπετε; Παντού, με άλλα λόγια, παραμονεύει η ιστορία κι αλίμονο αν την αγνοήσουμε. Θα καταλήξουμε σε έργα δήθεν και σε βαρετές, όσο κι αν φωνασκούν οι κοσμικοί και οι έμποροι, δημιουργίες που θα προσθέτουν περισσότερο αδιέξοδο στο ήδη υπάρχον. Άσχετο – σχετικό: Ονειρεύομαι μια κοινωνία που δεν θα φυλάνε σεκιουριτάδες τους τραπεζίτες ή τους εφοπλιστές, αλλά τους ποιητές…

Όταν οι ελίτ κάνουν παιχνίδι

ΥΓ. Στον εμπεριστατωμένο κατάλογο, που είχε την καλοσύνη χτες το βράδυ η κ. Γιάννα Γραμματόπουλου, επιτυχημένη πρόεδρος του ΠΣΑΤ (πανελλήνιος σύλλογος αιθουσών τέχνης) να μου προσφέρει, είδα ότι είχαν οργανωθεί κάποιες performances, τις οποίες πάντως δεν εντόπισα και βέβαια λυπήθηκα που έχασα την δίωρη περφόμανς της παλιάς μου φίλης, Κατερίνας Ζαχαροπούλου, αλλά και μία συζήτηση στην Αίγλη του Ζαππείου (Art Athina Art Tomorrow Talks οργανωμένη από το TATOΪ club) μεταξύ διεθνών προσωπικοτήτων, που αφορούσε στο το μέλλον της σύγχρονης τέχνης. Χάρηκα ειλικρινά που την Ελλάδα εκπροσώπησαν αφενός η κυρία Μαρέβα Γκραμπόφσκι – Μητσοτάκη και η κυρία Αφροδίτη Παναγιωτάκου του Ωνασείου αφετέρου. Δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν καλύτερες επιλογές.

Τη διεύθυνση της συζήτησης είχε η Farah Nayevi, αρθρογράφος πολιτισμού των New York Times. Ουάου! Πάντως δεν συμμετείχαν στο πάνελ, έστω, κάποιες από τις διευθύντριες των μουσείων σύγχρονης τέχνης και των πινακοθηκών της χώρας (όλες επιλογές του διδύμου Μενδώνη – Μαρέβας) και διερωτώμαι γιατί. Όπως δεν συμμετείχε και η πρόεδρος ή τα μέλη της καλλιτεχνικής επιτροπής που απέμεινε το βραβείο της Αρτ Αθήνα για τον νέο καλλιτέχνη. Όπως και κανένας γνωστός ιστορικός τέχνης της χώρας. Ελιτισμός, σνομπισμός ή κάτι χειρότερο;

Συμπεράσματα: Η τέχνη και ο πολιτισμός μας, σε θεσμικό τουλάχιστον επίπεδο, γυναικοκρατούνται. Τουλάχιστον ας συμμετέχουν και οι άρρενες με ποσόστωση. Η σύγχρονη τέχνη μας και η δυναμική της δεν εκπροσωπούνται, όπως θα τους άξιζε, στην φετινή, τουλάχιστον, Αρτ Αθήνα. Οι ελίτ του τόπου κάνουν παιχνίδι, σχεδόν αποκλειστικά, μπερδεύοντας την τέχνη με το επιχειρείν και την διαφήμιση, όπως και την επικοινωνία, με το κοσμικό φαίνεσθαι. Και βέβαια, με παντελή παραμερισμό της ιστορίας, από την οποία η τέχνη μας εξαρτάται διαχρονικά. Την τιμή των όπλων διασώζουν εκείνοι οι δημιουργοί, που δεν αποδέχονται αυτό το παρακμιακό κλίμα και δεν συμβιβάζονται με το κυρίαρχο μέτριο, εκείνοι οι ιστορικοί τέχνης και οι επιμελητές, που παίρνουν απόσταση από την φαντασμαγορία του θεάματος κι εκείνοι οι γκαλερίστες ή οι επιμελητές, που δεν τσιμπάνε στις επιλογές και την αισθητική των αστείων, στην σοβαροφάνεια τους, ελίτ. Κάτι είναι κι αυτό!

* Γράφω από μνήμης, χωρίς σημειώσεις, για αυτό ας μου συγχωρεθούν οι τυχόν παραλείψεις. Επίσης, ονομάζω συμβολικά βετεράνους όσους ή όσες ηλικιακά κινούνται γύρω στα ογδόντα έτη και προφανώς είναι οι σύνδεσμοι ανάμεσα στο σήμερα και στο “ηρωικό” παρελθόν, που εδώ μνημονεύω. Όπως η “ηρωίδα” της κεραμικής κ. Βούλα Γουνελά. Ή, ο Steve Gianakos, 87 ετών σήμερα, σύνδεσμος με την μεγάλη μας καλλιτεχνική διασπορά. Όπως εξάλλου και ο φίλος μου στο τένις, Νάκης Παναγιωτίδης, από τη Βέρνη (γκαλερί Ιλεάνα Τούντα). Ο επίσης βετεράνος Σταύρος Μιχαλαριάς είναι, το έχω ξαναπεί, μια κατηγορία από μόνος του.

Φωτογραφίες: στην πρώτη Γιώργος Ιωάννου και Σακαγιάν. Στη δεύτερη η Ελένη Τωμαδάκη, στην τρίτη η Αφροδίτη Σεζένια. Ενώ στην τελευταία ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα και ανατρεπτικά projects του θεσμού.

Αφροδίτη Σεζένια

Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα και ανατρεπτικά projects του θεσμού

Ελένη Τωμαδάκη

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx