Η άγνωστη πτυχή της νεοελληνικής γλυπτικής
22/11/2020Το άρθρο για τις πολλές απεικονίσεις του Γεωργίου Καραϊσκάκη (1782-1827) στη νεότερη ελληνική γλυπτική δίνει λαβή για να ασχοληθούμε κάπως περισσότερο με την ανάπτυξη της αρχαίας τέχνης της χαλκοχυτικής στη νεότερη ελληνική γλυπτική. Στα μεταπολεμικά γλυπτά το απαιτητικό μάρμαρο το διαδέχονται ο πιο προσιτός χαλκοκασσίτερος (κρατέρωμα) ή ο πιο φθηνός ορείχαλκος (μπρούντζος).
Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, τα χάλκινα νεότερα ελληνικά έργα χυτεύονται στη Γαλλία ή στην Ιταλία. Ο γλύπτης Κώστας Κλουβάτος (1921-2007) είχε μάθει στη Φλωρεντία τη χαλκοχυτική και είχε δημιουργήσει χαλκοχυτήριο στο Μαρκόπουλο. Τότε προσπάθησαν να διαμορφώσουν χαλκοχυτήριο και δύο άλλοι γλύπτες, ο Νίκος Περαντινός (1910-1991) και ο Ιάσων Παπαδημητρίου (1911-1976).
Ο Κλουβάτος έδειξε την τεχνική του χαμένου κεριού στον Τηνιακό, από το χωριό Ισμαήλ, μαρμαρογλύπτη Νίκο Κερλή (1924-2006), ο οποίος δούλευε στο εργαστήριο του σπουδαίου γλύπτη Θανάση Απάρτη (1899-1972), στο Μετς, όπου σύχναζε ο Κλουβάτος, και τον έπεισε να τη μάθει.
Την προσπάθεια του Κερλή την εκτίμησε ο γλύπτης του Β’ Εργαστηρίου Γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Γιάννης Παππάς (1913-2005) και φρόντισε να πάνε, με υποτροφία του Ευγενιδείου Ιδρύματος, στο φλωρεντινό χυτήριο του Bearzi ο Κερλής και ο νεαρός μαθητής του Εργαστηρίου του Γιώργος Γεωργιάδης (γ.1934).
Τότε έφυγαν επίσης, με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, για μαθητεία στη χαλκοχυτική οι νέοι γλύπτες Δημήτρης Καλαμάρας (1924-1997), Χριστόφορος Σκλαβενίτης (1926-2015), Βαγγέλης Μουστάκας (γ. 1930), Γιώργος Πολυκράτης (γ. 1931), Σπύρος Καταπόδης (1933-1998) και Ολυμπία Φίκα (γ. 1933).
Το 1957, επί διευθύνσεως του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου (1889-1974) στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στήθηκε στο υπόγειο του χώρου της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στο Πολυτεχνείο χαλκοχυτήριο, ενταγμένο στο Φροντιστήριο Γυψοτεχνίας, Χαλκοχυτικής και Τορευτικής. Λειτούργησε με υπεύθυνο τον Ν. Κερλή. Εδώ προσέφεραν υπηρεσίες στην προετοιμασία των καλουπιών, εκτός από τον Καλαμάρα, οι γλύπτες Kαλαμάρας, Νικόλας Δογούλης (1937-2013) και Θόδωρος Βασιλόπουλος (1935-2019), από τον οποίον έμαθε τη χαλκοχυτική ο Δημήτρης Γαβαλάς (1940-1998), ιδρυτής από το 1962 καλλιτεχνικού χυτηρίου.
Τα καλούπια μεταφέρονταν στο χαλκοχυτήριο του Κερλή, στη Λυκόβρυση, όπου γινόταν η χύτευση. Ο εξοπλισμός του χαλκοχυτηρίου του φυλάσσεται σήμερα στο Εργαστήριο Γιάννη Παππά, στου Ζωγράφου, το οποίο αποτελεί παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη.
Υπήρξαν παράλληλα και ιδιωτικές πρωτοβουλίες για χαλκοχυτήρια, όπως του γλύπτη Χρήστου Καπράλου (1909-1993), το οποίο στήθηκε από τον Κ. Κλουβάτο και από τους συγγενείς του, χαλκοχύτες αδελφούς Καρκαδούλια το 1961 δίπλα στο εργαστήριο του Καπράλου στο Κουκάκι. Με τα πρώτα έργα του που χυτεύτηκαν εκεί, ο Καπράλος αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στην Μπιενάλε Βενετίας του 1962.
Η λειτουργία του χαλκοχυτηρίου της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών διακόπηκε το 1986 και επαναλειτούργησε το 2008 από τον μαθητή του Παππά, καθηγητή του Γ’ Εργαστηρίου Γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και διευθυντή του Τομέα Γλυπτικής της Γιώργο Χουλιαρά (γ. 1947), με υπεύθυνο τον επίκουρο καθηγητή Μάρκο Γεωργιλάκη (γ. 1957) και με τη συμβολή του χαλκοχύτη Βασίλη Καπαρού. Το 2010 οργανώθηκε στην Τεχνόπολι του Δήμου Αθηναίων, στο Γκάζι, έκθεση έργων από την επαναλειτουργία του Εργαστηρίου Χαλκοχυτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Το χαλκοχυτήριο του ΓΕΣ
Καλλιτεχνικό Τμήμα με δικό του χαλκοχυτήριο διέθετε και το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) από το 1959, αρχικά στη Διεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων, σε αίθουσα του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων, στη γωνία των οδών Μεσογείων και Κατεχάκη, και από το 1960 στο 301 Στρατιωτικό Εργοστάσιο Βάσεως, στη λεωφόρο Δημοκρατίας, στους Αγίους Αναργύρους. Το ΓΕΣ, ως υπαγόμενο στο υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ήταν υπεύθυνο για τη δημιουργία ανδριάντων και προτομών στρατιωτικών, σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο του Πολεμικού Μουσείου (Νομοθετικό Διάταγμα 132/1969) και με τη γενικότερη νομοθεσία που προέβλεπε τις διάφορες προμήθειες.
Προϊστάμενος του χαλκοχυτηρίου ανέλαβε ο διοικητής του 3188 Τάγματος Εθνοφυλακής-Αμύνης στη Σιάτιστα, Τηνιακός την καταγωγή, από το χωριό Πλατιά, Πέτρος Ν. Μωραΐτης (1913-2000), ο οποίος είχε μαθητεύσει από το 1925 δίπλα στον φίλο του πατέρα του Γιαν[ν]ούλη Χαλεπά (1851/3/4-1938) και από το 1927 κοντά στον θείο του Τηνιακό, από το χωριό Υστέρνια, μαρμαρογλύπτη Νικόλαο Π. Περάκη (1871-1946). Την τεχνική της χαλκοχυτικής ο Μωραΐτης την είχε διδαχθεί από τον Bearzi. Στα ύστερα χρόνια της ζωής του είχε χάσει πλέον το φως του.
Πληθώρα έργων του έχουν συντελεστεί στο χαλκοχυτήριο του ΓΕΣ, πολλά από τα οποία στήθηκαν σε διάφορες περιοχές ανά την Ελλάδα: τέσσερεις (4) ανδριάντες, εκατόν τρεις (103) προτομές, είκοσι επτά (27) ανάγλυφα, είκοσι πέντε (25) ηρώα, επτά (7) εκκλησιαστικά γλυπτά. Πρέπει όμως να λεχθεί ότι η εργασία του στηρίζεται σε προϋπάρχοντα φωτογραφικά πρότυπα, με συνέπεια να προκύπτει έντονα νατουραλιστικό ύφος στην απόδοση των μορφών, κάτι που συνιστά έως τις μέρες μας τη μάστιγα της γλυπτικής.