ΘΕΜΑ

Η αξία της διαλεκτικής ποίησης στο έργο του Nικόλα Γεωργιάδη (Κιόλαλη)

Η αξία της διαλεκτικής ποίησης στο έργο του Nικόλα Γεωργιάδη (Κιόλαλη)

Στην λαϊκή ποίηση του Νίκου Γεωργιάδη, ο οποίος προέρχεται από τα τελευταία μεταναστευτικά ρεύματα της ΕΣΣΔ, ο Πόντος υπόρρητα ταυτίζεται με την αληθινή χαμένη πατρίδα, την πραγματική μητρόπολη των Ποντίων. Εξιδανικεύεται και μετατρέπεται σε τόπο ισότητας και ελεύθερης έκφρασης: «Και ντο ίνεται ο λαός/ εκείνος που έν’ εφτωχος; / Σον Πόντον έπρεπε να ζω. / Για το λαό μ’/ να τραγωδώ,/ και τα ποιήματα μ’ να λέγω Ίσως έπρεπε να έρχουμνε‘ς σον κόσμον/ όταν ο Πόντος έτον δυνατός./ Ίσως τότε ένουμνε ποιητής καλός…».

Η Ελλάδα όμως, στη ποίηση του Γεωργιάδη, δεν παύει στιγμή να θεωρείται, με απόλυτη ειλικρίνεια, η πατρίδα, παρόλες τις κοινωνικές διακρίσεις, τα προφανή λάθη, την προβληματική διαχείριση των κοινών, την άδικη κατανομή του πλούτου: «Αχάρεσσα η Μαρία./ Έζησεν ς’ σην εξορίαν,/ εδούλεψεν και ς’ σο κολχόζ/…. Πάντα ονέρ’τα εποίνεν/ το κολχόζ ατέ ν’ αφήνεν./ Ενούνιζεν ντο να ευτάει/ ς’ σην Ελλάδαν για να πάει…»

«Ατώρα κάθουμαι νουνίζω/ την καρδία μ’ τυραννίζω/ πεείτε πότε, πού και πώς/ εκαταρέθεν μας ο θεός./ Σην πατρίδαν σην Ελλάδαν/ κάποιοι έχνε μέλ’ και γάλαν/ και ο Ρωμαίος εφτωχόν/ σ’ όλια κι εσ’ πρέπ’ να πλερών’.»

Οι Πόντιοι πρόσφυγες από την ΕΣΣΔ, παρόλες τις πικρίες από την πατρίδα, την Ελλάδα, το ρατσισμό και την αμφισβήτηση της ελληνικότητάς τους από τους γηγενείς, παραμένουν οι αδιαμφισβήτητοι Έλληνες :

«Ρωσοπόντιος και Ρώσος. Όπως και να λέν’ ατόν,/ ‘Κ ’ίνετε νερόν το αίμαν./ Όλ πρέπ/ να εξέρν’ ατό.»

Παρότι η μνήμη του Πόντου αλλά και του Καρς ενυπάρχει απολύτως ζωντανά στην ιστορική του θεώρηση μαζί με τη διαπίστωση ότι η τωρινή πατρίδα είναι η Ελλάδα, ο Γεωργιάδης στο ερώτημα «τι τελικά είναι πατρίδα», δίνει την παρακάτω απάντηση:

«Πατρίδα είναι’ τη μάνας-ισ’ τα’ ομάτια/ και το γλυκύν χαμόγελο τη παιδί σ’. /… Πατρίδα είν’ τα πουλία,/ κάθαν πρωί σ’ ορμάνια απές ντο κελαϊδούν/… Πατρίδα είναι τα ραχία,/ που τη ζωήν ατουν αιώνια μαρτυρούν/… Πατρίδα εν’ τη θάλασσας το κύμαν,/ που όντες τρανύν κοφτ’ την αναπνοή σ’.»

Και αυτήν ακριβώς την κληρονομημένη γνώση έρχεται να μεταδώσει ο ποιητής στις επόμενες γενιές, αποδεικνύοντας την αδιάκοπη συνέχεια της Μνήμης για τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τη μοίρα αυτού του πληθυσμού:

«Τη πατρίδας ιστορία. / Έχ’ ατο απέσ’ ς σην ψη μ’. / Όλια ντ’ είπε με ο πάππο μ’ / ιστορίζω ‘ς σο παιδί μ’.»

Σημαντικό τμήμα της δημιουργίας του Νικόλα Γεωργιάδη βασίζεται στη Μνήμη των σταλινικών διώξεων, αλλά και της ελληνικής σοβιετικής ανάπτυξης και ευτυχισμένης ζωής του Μεσοπολέμου, που προηγήθηκε των διώξεων:

«Θέατρα ατότες είδαν,/ σκολεία ελλενικά./ Ετελέθανε τα τιάρτια/ και ντο είχαν τα κακά…»

Όμως, στη συνέχεια ακολουθεί ο θρήνος για την τραγική περίοδο που σφραγίστηκε με τις διώξεις του 1937-΄38, κατά τη διάρκεια των οποίων εξοντώθηκε όλη η πολιτική και πνευματική ηγεσία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ και πραγματοποιήθηκε μια πραγματική πολιτιστική γενοκτονία υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης του «εχθρού του λαού» (βραγκ ναρότνα):

«Εδέβαν κάμποσα χρόνια/ ους το τριάντα εφτά,/ ‘βραγκ ναρότνα’ λέει ο Στάλιντς/
Δύο λόγια και καυτά /… Ντ’ έπαθαν και που εχάθαν/ ακόμαν ‘κ’ εξέρ’ κανείς,/ ο θεός να συχωρά τους,/ που ‘κ’ εκλώστανε οπίσ’.»

«Τα Ρωμαίικα τα χωρία / κλαίνε, μοιρολογούνε/ ακόμαν το τριάντα εφτά / ατά αναστορούνε./… Ση Σιβηρίας τα ορμάνια / εχάθαν τα παιδία ‘τουν / και ακόμαν κανείς ‘κ’ εξέρ’/ που έν τα ταφία ‘τουν»

Οι περιγραφές της εκτόπισης του λαού από το σταλινισμό και της εγκατάστασης στους τόπους της εξορίας, είναι ακριβείς και ρεαλιστικές. Καμιά διάθεση για αστεϊσμούς και σαρκασμό δεν χωρεί:

«Με τα’ ομάτια διακρομένα/ τα’ οσπιτόπα ‘τουν τερούν’ / εσέγκαν ατ’ ς σα βαγόνια/ πρόγατα να κουβαλούν’/…. Τυραννίεται η μάνα, / πεινασμένα τα μωρά./ Πόσοι εχάθαν ς’ σην στράταν/ εκείντζ’ κανείς ‘κι μετρά.»

Σάτιρα και σαρκασμός στην ποίηση του Γεωργιάδη

Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία στο έργο του Νικόλα Γεωργιάδη είναι το χιούμορ, η σάτιρα και ο σαρκασμός. Το χιούμορ του είναι καυστικό και κατά καιρούς γίνεται και μαύρο. Προβάλλονται οι αδυναμίες του συστήματος με στόχο τον εμπαιγμό. Με τη σάτιρά του ασκεί άμεση κριτική στη νεοελληνική πολιτεία. Κάποια ποιήματα θυμίζουν εκείνον το μακρινό αθηναϊκό ρομαντισμό του 19ου αιώνα, όταν η σατιρική ποίηση υποκαθιστούσε τη δημοσιογραφική αρθρογραφία, σχολιάζοντας και κρίνοντας την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Η μελαγχολία και η απαισιόδοξη διάθεση συνοδεύουν τα σατιρικά ποιήματα, υπόγεια όμως ενυπάρχει η προσδοκία της βελτίωσης μέσω της καταγγελίας:

«Σον κόσμον όλια εταράγαν/ και ση ζωήν εμούν πολλά ελλάγαν./
Οι αρχηγοί εμάς ντο κυβερνούνε/ νουνίζ’νε την Ελλάδα μ’ να πουλούνε/…
Το ‘Ράιχ το τέταρτον’ αδά θα φέρ’νε/ τα ονέρ’τα μ’, τα ελπίδας-ι-μ’ θα παίρ’νε./
Θα παίρ’νε και το τελευταίον το βρακί μ’. /Υπομονήν να ‘υτάγω όλον τη ζωή μ’;…»

Ο Γεωργιάδης παίρνει ξεκάθαρη θέση στο κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο θεωρεί ότι ενισχύεται και υποθάλπεται από το κράτος και το υπάρχον σύστημα:

«Εσερεύταν οι τριακόσιοι/ για να γδέρ’νε τον λαόν./ Τον πλούσιον ‘κι πειράζνε,/
παίρνε ασ’ σον εφτωχόν.»
«…Και τη σύνταξην ντο παίρω/ είπανε πως εν’ τρανόν,/ έκοψαν και ξανακόφ’νε/ επέμ’νε με το ημ’σόν.»

Με την πένα του σατιρίζει το πολιτικό σύστημα, τη Βουλή, το βίο και την πολιτεία των κομμάτων εξουσίας, τις αντιφάσεις και τις υπερβολές των αντιπολιτευόμενων:

«…Σην Βουλήν ‘κι θα πεινούνε,/ σην πόρταν πα ‘κι χωρούνε!/ Τρων γομών’νε την κοιλίαν./ Έχνε και την ασυλίαν./ Οι κλεφτάντ’ ‘τόσα ευτάνε/ και ς’ σην φυλακήν ‘κι πάνε.»

Ιδιαιτέρως σατιρίζεται ο φιλοσταλινισμός του ΚΚΕ, το οποίο παλινόρθωσε τον Στάλιν και την πολιτική του και την ενέταξε θετικά στο αξιακό κομματικό σύστημα με τα τελευταία του συνέδρια:

«Θελ’ κομμουνισμόν να χτίζ’./ Θέλ’ τον Στάλιν να γνωρίζ’/
Εμάς θέλ’ να γαντουρεύ’./ Σο κολχόζ ας πάει δουλεύ’./
Καζαχστάν και Σιβηρίαν,/ φυλακάς και εξορίαν/
εμείς είδαμε πολλά/ και εξαίρομε καλά/
έναν έτον με τον Άδην/ ο ‘παράδεισος’ τη Στάλιν.»

Μεγάλο μέρος στην ποίηση του Γεωργιάδη καταλαμβάνει το σύγχρονο προσφυγικό πρόβλημα των Ποντίων της Σοβιετικής Ένωσης, τα καθημερινά προβλήματα, η συνάντηση με τους γηγενείς, η φορομπηχτική πολιτική του κράτους, η απατεωνίστικη πολιτική αρκετών δημοτικών «αρχόντων», τα γραφειοκρατικά κωλύματα που ορθώνονται ολόγυρα:

«Δέκα χρόνια αναμέν’/ δέκα χρόνια επιμέν’ / ιθαγένειαν να παίρ’. / Βασανίεται, υποφέρ’. / Όλον λέγνε, όλον τάζ’νε,/ τη Μαρίαν ησυχάζ’νε./ …και εξέβεν ς’ σο μεϊτάν’/ για να ‘ίνεσε Ελλενίδα πρέπ’/ να πας ς’ σο Πακιστάν.»

Σχολιάζει επίσης και το σύγχρονο μεταναστευτικό ρεύμα από τον τρίτο κόσμο και την ανυπαρξία κεντρικής πολιτικής γι αυτό:

«Μόνον έναν εγώ λέγω,/ πρώτα τρώει ο οικοκύρτς/
κι αν επέμνε κάτ’ ς σην άκραν/ κούιξον και μισαφίρτς.»

Σατιρίζει και το «αντιρατσιστικό κίνημα», που όχι μόνο ποτέ του δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για τα προβλήματα των δεκάδων χιλιάδων ομογενών προσφύγων, αλλά μάλλον προσπαθεί να διαμορφώσει κοινωνικές συνθήκες εμβάθυνσης της ανισότητας, της εξαθλίωσης και της ακόμα μεγαλύτερης περιθωριοποίησης των φτωχών Ελλήνων :

«Νέπαι, σεύτελε, που πας, / τέρεν, φίλε, ντο ευτάς./ Χρήματα που ‘κ’ εχ’ να ζει/ μισαφίρτς ‘κι προσκαλεί.»

Με σάτιρα αντιμετωπίζει και τα προβλήματα των ομογενών από την τέως ΕΣΣΔ –που τους αποκάλεσαν «παλιννοστούντες- και συνάντησαν πολλά προβλήματα ένταξης και ενσωμάτωσης στην ελλαδική κοινωνία:

«Έρθανε ασ’ ση Ρουσίαν/ χιλιάδες παιδία./…
Όντες έρθαν σην Ελλάδαν/ εχπάσταν ση λαϊκήν/ για να πλερών’νε το νοίκιν/
και να τρων έναν φαίν./… Έρθαν σούμωσαν οι γύφτοι/
τσαϊζνε ‘όλ από ‘δω/ ατό εν’ δικό μας μέρος/
εμείς θα πουλούμε εδώ,/ σην Ελλάδαν εγεννέθαμ’/
εμείς είμες Ελλαδότ’,/ να φεύγετε σην Ρουσίαν/
έτοιμον το φέρι μποτ’…».

Επίλογος

Η λαϊκή παράδοση δεν είναι στατική διαρκώς εξελίσσεται και αλλάζει. Και αυτό το αποδεικνύει η λαϊκή στιχουργική δημιουργία. Ποιητές αυτού του είδους που διαμορφώνουν μια προσωπική λαϊκή ποίηση αποτελούν συνέχεια της μεγάλης δημώδους ποίησης και των κοινωνικών αναζητήσεων που εμπεριέχει. Από τις μικροϊστορίες που αναδύονται στο λαϊκό ποιητικό έργο του Γεωργιάδη αναδεικνύεται ένα σημαντικό ανεκδοτολογικό υλικό για τις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής αυτής της ομάδας του προσφυγικού ελληνισμού. Η ποίηση του Νικόλα Γεωργιάδη διατηρεί σαφέστατα τον εθνικοτοπικό της χαρακτήρα. Με την ανόθευτη γλώσσα μεταφέρει τον αναγνώστη σε μια άλλη αισθητική που βαθμιαία ξεθωριάζει και χάνεται μέσα στη νεοελληνική ελλαδική χοάνη.

Ο Γεωργιάδης δεν στοχεύει στην ποιητική μεταφορά μιας απλής εμπειρίας. Τα ποιήματά του έχουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα, που ο ποιητής θέλει να μεταδώσει. Χρησιμοποιεί τα γλωσσικά στοιχεία, ώστε να μεταφέρεται ξεκάθαρα το μήνυμα στον αναγνώστη και μέσω των εικόνων που δημιουργεί τον κατευθύνει προς το νόημα που θέλει να δώσει. Ο δημιουργίες του, λαϊκές στη φόρμα, είναι δημιουργίες καρδιάς. Ο κόσμος του είναι μια διαρκής υπόμνηση της παρουσίας, ή της απουσίας, του ζητούμενου. Τα ποιήματά του υποστασιοποιούνται αβίαστα. Είναι κομμάτι της προσωπικότητάς του, άρρηκτα δεμένα με την συνολική του έκφραση είτε στο γραπτό λόγο είτε στο τραγούδι, τις στιγμές της διασκέδασης ή και του θρήνου.

H αξία της διαλεκτικής ποίησης του Γεωργιάδη, όπως και κάθε άλλη προσπάθεια να δημιουργηθεί πολιτιστικό αποτέλεσμα στις διαλέκτους, έγκειται και στο γεγονός ότι αποτελεί αντίσταση στις κυρίαρχες επιλογές του συστήματος. Η αξία της διατήρησης των διαλέκτων είναι μεγάλης σημασίας για την πληρότητα σε μια κοινωνία. Μέσω αυτών, παρέχονται στο μελετητή γλωσσολόγο πολλά στοιχεία για την ιστορική πορεία της γλώσσας. Αλλά οι διάλεκτοι έχουν και κοινωνιολογική σημασία. Μέσα από αυτές γνωρίζουμε καλύτερα τον τρόπο ζωής ενός πληθυσμού, τις δεδομένες στάσεις ζωής, τις αξίες του, τον τρόπο που τα μέλη της κοινότητας αντιμετωπίζουν τον περιβάλλοντα κόσμο.

Την αξία των διαλέκτων και των διαλεκτικών κειμένων διατύπωσε εξαιρετικά ο Κώστας Ντίνας: «Οι διάλεκτοι είναι φορείς και εκφραστές της ετερότητας των πολιτισμικών ομάδων που τις χρησιμοποιούν. Η συρρίκνωση και τελικά η εξαφάνισή τους έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια, όχι μόνο των εκφραστικών μέσων, αλλά και αυτής της διαφορετικότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πλούτο ενός πολιτισμού σε όλους τους τομείς». (4)

Η λαϊκή ποίηση του Νικόλα Γεωργιάδη αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο του ποντιακού πολιτισμικού γίγνεσθαι, η οποία έρχεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς τη σύγχρονη λόγια ποντιακή ποιητική παραγωγή, που βρίσκει την κορύφωσή της στο ποιητικό έργο του Κώστα Διαμαντίδη. Ποια όμως είναι η θεώρηση του ίδιου του ποιητή για το έργο του;

«…Θα έλεγα για τον λαό μ’ τον πονεμένον,
Θα πάλευα για τον βασανισμένο.
Και ατώρα ποίος εμάς εγροικά;
Όλ’ καλατζεύνε νέα ελλενικά.
Και αφού ντο λέγω ‘κ’ εγροικούν
Ίσως εμέν και να γελούν.
Ίσως πριν να εγεννέθα επέθανα εγώ ο καημένος.
Ε, όχι και αποθαμένος!»

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx