Η δίκαιη ταπείνωση
26/07/2024Πω πω ζέστη σήμερα! Αλλά θα μου πεις Ιούλιος μήνας, τί περιμένεις; Κατά τις δέκα το βράδυ αν τελειώσει το βράσιμο του σιταριού, μέχρι να πέσω στο κρεβάτι θα έχει στραγγίσει αρκετά. Πρέπει ν’ αδειάσω κι ένα ράφι στο ψυγείο, νομίζω χωράει τετραπλό το λευκό τραπεζομάντηλο, θα έχει στεγνώσει κι αυτό, καθαρό ήταν, αλλά ένα πέρασμα με πράσινο σαπούνι το ήθελε, να μην μυρίσει το σιτάρι μαλακτικό και γίνω ρεζίλι.
Μπα, καλά έκανα και δεν πήρα τα ασημιά κουφέτα, μια φορά πήγα να σπάσω δόντι, παραδοσιακό και νόστιμο καλύτερα, θα το στολίσω με τα καβουρδισμένα αμύγδαλα και θα είναι μια χαρά. Ρόδι δεν βρήκα, αλλά δεν πειράζει, η ξανθή σταφίδα θα κάνει τη δουλειά της. Αμάν, μην ξεχάσω το σουσάμι, είδες, θα το ξέχναγα, όλα τ’ άλλα τα έχω πάρει. Για να δω άλλη μια φορά, σιτάρι, καρυδόψιχα, αμύγδαλα αποφλοιωμένα, κανέλα. Ζάχαρη άχνη και φρυγανιά τριμμένη θα πάρω στο σούπερ μάρκετ.
Να ένα περίπτερο, έσκασα, να πάρω ένα νεράκι, πα πα φωτιά, γι’ αυτό πρέπει να μπει οπωσδήποτε στο ψυγείο, εκεί να στεγνώσει, χαλάει εύκολα, θυμάμαι που είχα ακούσει μια φορά ότι δηλητηριάστηκε κόσμος από κόλλυβα. Ευτυχώς έχω πενήντα λεπτά να μην περιμένω ρέστα φορτωμένη καθώς είμαι. Ααα δροσίστηκα, το είχα τόση ανάγκη το νεράκι!
– Πάρε μου ένα νερό κι ένα κρουασάν, μ’ έβγαλε από την συνεχή ροή των σκέψεων μου μια αναμαλλιασμένη φάτσα, σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό μου.
Τραβήχτηκα απότομα ενοχλημένη.
– Άντε στον κόρακα, με τρόμαξες, είπα και συνέχισα τις σκέψεις μου δίχως να δώσω περαιτέρω σημασία στον απροσδιορίστου ηλικίας, βρώμικο άνδρα που με πλησίασε, έφυγα με γρήγορα βήματα. Να μην ξεχάσω να βάλω το ξυπνητήρι, στις έξι, καλά είναι. Θέλει δουλειά να ενωθούν τα υλικά, είναι και το στόλισμα, να κάνω ένα ντους, να ντυθώ, ώστε στις οκτώ να είμαι στην εκκλησία, να διαβαστεί, μην πάω στο σχόλασμα.
«Δεν το θέλω το νερό σου!»
Σταμάτησα απότομα σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Τί μου ζήτησε ο άνθρωπος, νερό; Χριστός και Παναγία, τί τα θέλω τα κόλλυβα αν δεν δώσω στον διψασμένο νερό; Γύρισα πίσω, τον είδα να βγάζει λόγο, να φωνάζει υπερασπιζόμενος με σθένος την Ελλάδα, ενάντια στην Ευρώπη, αφρούς πηγμένους έβγαζε από το στόμα του. Από τη δίψα, σκέφτηκα γεμάτη ενοχές. Συντόμευσα το βήμα μου, έβγαλα ένα ευρώ, πήρα ένα μεγάλο μπουκάλι νερό, τον πλησίασα δειλά και του το έτεινα. Γύρισε και με κοίταξε άγρια.
– Άντε γαμήσου καριόλα, δεν το θέλω το νερό σου, σιγά μη σε παρακαλέσω κιόλας, είσαι γυναίκα του σατανά, στην κόλαση θα πας…
Ακούμπησα το θολωμένο από την διαφορά θερμοκρασίας μπουκάλι τρομαγμένη στο πεζοδρόμιο κι έφυγα τρέχοντας. Έχει δίκιο, είπα φωναχτά, αποζητώντας εξιλέωση, μου αξίζει ο πόνος και το φτύσιμο.
Προχωρούσα με προορισμό το σπίτι μου δίχως συνείδηση, αφού, ένα τεράστιο κενό κυριάρχησε στο μυαλό και στην καρδιά μου.