Η ελληνική γλώσσα από την απελευθέρωση μέχρι σήμερα
12/02/2020Αμέσως μετά την απελευθέρωση (1830), ο αγώνας για μια επίσημη γλώσσα της διοίκησης, των νόμων, της οικονομίας της χώρας, η οποία ταυτόχρονα θα ήταν γλώσσα κατανοητή, έκφρασης και επικοινωνίας του λαού αναδεικνυόταν ως κεντρικότατο ζήτημα. Οφείλουμε να πούμε ότι εδώ, παρά τις εντάσεις και τις ακρότητες του ”γλωσσικού ζητήματος”, κερδήθηκε για δεύτερη φορά το μέγα στοίχημα που έγινε πρότυπο για όλες τις γλώσσες: η γλώσσα ενός λαού (του ελληνικού) να επιζεί, να αποκτά την ενότητά της, να οργανώνεται και να συνεχίζει ακμαία και ακτινοβολούσα!
Ο Γ. Χατζιδάκις το 1892 όρισε τη γενεαλογία της νέας ελληνικής, όπως συνηθίστηκε να ονομάζεται η ελληνική μετά την απελευθέρωση (θα επανέλθουμε για την ορθότητα η μη αυτής της ονομασίας καθώς και στην υπόδειξη υιοθέτησης της ορθότερης). Η νέα ελληνική συμπέρανε ο Γ.Χατζιδάκις προέρχεται από την αρχαία κοινή (ελληνική, ελληνιστική) και όχι, από τις αρχαίες διαλέκτους. Επίσης, από την κοινή προέρχονται οι σύγχρονες ελληνικές διάλεκτοι.
Σε μια ορισμένη συνέχεια της βυζαντινής εποχής, μετά την απελευθέρωση, υπήρχαν δύο γλώσσες: η γλώσσα των στρωμάτων της αριστοκρατίας και της διοίκησης –η αττικιστική ελληνική (από τον κύκλο των Φαναριωτών, τον υψηλόβαθμο κλήρο, την ελίτ των προνομίων), και η γλώσσα η καθομιλουμένη, η δημοτική, των ευρύτερων, λαϊκών στρωμάτων. Η πρώτη ονομαζόταν “καθαρεύουσα”, δηλαδή καθαρή, και η δεύτερη “δημοτική”, δηλαδή δημώδης (του δήμου, του λαού).
Η νέα ελληνική, που τελικά ζει και συνεχίζει, αποτελεί τη δυναμική, ζωντανή εξέλιξη, με την εξαφάνιση των δύο αυτών γλωσσικών στρωμάτων και των διαφορετικών διαλέκτων υπέρ μίας και μοναδικής, σχεδόν ενιαίας γλώσσας. Μιας γλώσσας που επηρεάστηκε από τη δημοτική, αλλά οργανώθηκε δυναμικά και με συνέπεια προς τα τρισχιλιετή στοιχεία της και ονομάζεται νέα ελληνική. Όμως, δεν είναι τίποτα άλλο από την ελληνική της σύγχρονης εποχής. Και η ορθή της ονομασία δεν είναι νέα ελληνικά ή νέα ελληνική, αλλά ελληνικά και ελληνική.
Η γλώσσα είναι μία
Ο μεγάλος μας νομπελίστας ποιητής Γ.Σεφέρης μιλάει με καίριο τρόπο για το θέμα. Αφοσιωμένος στη δημοτική γλώσσα και στην ιδεολογία που υποβαστάζει τον δημοτικισμό, τόνιζε το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής γλώσσας, τον ενιαίο χαρακτήρα της, που οδηγεί στην πράξη τον λογοτέχνη –και όχι μόνον– στην υπέρβαση των περιοριστικών και, συχνά, στενόκαρδων πολώσεων μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής: «Η γλώσσα που μας εδόθηκε είναι ενιαία, νομίζω» (Δοκιμές Γ, 185). «… Αποφεύγω να κάνω τη διάκριση δημοτική-καθαρεύουσα, γιατί, όπως και να το πάρουμε το πράγμα, η γλώσσα είναι μία. Όμως εκείνο που μας συμβαίνει, είναι που έχουμε μια όμορφη γλώσσα με πλατιές εκτάσεις της νεκρές ακόμη. Έχουμε πολλή δουλειά ακόμη για να τη ζωντανέψουμε ολόκληρη» (Δοκιμές Γ, 189).
Το 1937, στο κείμενό του με τίτλο “Ελληνική γλώσσα”, λέει: «Νομίζω ότι σήμερα […] έχουμε στερεώσει πια την πεποίθηση ότι το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεσή μας για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και τα αισθήματά μας με χρώμα, με βάρος, με ενάργεια και με σκιές, είναι αυτή η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας, και που δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική μήτε τα “νεοελληνικά”, αλλά η σημερινή ελληνική γλώσσα» (Δοκιμές Α, 65-66).
Αξίζει, λοιπόν, να σημειώσουμε ότι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης, όπως και ο γράφων, για τη σύγχρονη γλώσσα μας, σύμφωνα με την ενιαία θεώρηση που είχε, είναι ο όρος “ελληνικά”: «Μεταχειρίζομαι τη λέξη ελληνικά, όταν εννοώ είτε τα ελληνικά που μιλούν σήμερα οι Ελληνες, είτε την ελληνική γλώσσα συνολικά από την αρχή της μέχρι σήμερα. Όταν εννοώ τα ελληνικά άλλων εποχών, τα προσδιορίζω με ειδικά επίθετα. Τη λέξη νεοελληνικά την αποφεύγω· είναι χωρίς ακρίβεια, όταν την καλοκοιτάξεις και άσκημη· ούτε ο Άγγλος λέει νεοαγγλικά, ούτε ο Γάλλος νεογαλλικά»(Δοκιμές Α, 510-11 Σημειώσεις).
Συνοπτικά, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένους μεγάλους σταθμούς αυτής της πορείας. Το 1888, ο Ι.Ψυχάρης δημοσίευσε το μυθιστόρημα “Το ταξίδι μου” στη δημοτική. Μια υπερβολικά συστηματοποιημένη δημοτική, που δεχόταν λέξεις της καθαρεύουσας σχετιζόμενες με τον πολιτισμό. Παρ’ όλα αυτά, η δημοσιογραφική, η νομική και η επιστημονική γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα και μέχρι το 1909 ήταν η μοναδική γλώσσα που διδασκόταν στα σχολεία. Ακόμα και το Σύνταγμα του 1911 όριζε ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους την καθαρεύουσα. Ωστόσο, ακραία στοιχεία του αττικισμού, όπως ο μέλλοντας της αρχαίας ελληνικής, η ευκτική, οι προστακτικές σε -θι, κα έπεσαν σε αχρηστία.
Ελληνική γλώσσα και Εκπαιδευτικός Όμιλος
Το 1911, ο Μ.Τριανταφυλλίδης (και οι Βλ.Γαβριηλίδης, Ίων Δραγούμης, Αλ.Δελμούζος, Αλ.Διομήδης, Ν.Καζαντζάκης, Γ.Καφαντάρης, Ανδ.Καρκαβίτσας, Λ.Μαβίλης, Αλ.Παπαναστασίου, Δημ.Πετροκόκκινος, Μ.Τσιριμώκος, Στ. Ραμάς) ίδρυσαν τον Εκπαιδευτικό Όμιλο δίνοντας νέα και ποιοτική ορμή υπέρ της δημοτικής.
Το 1917, η κυβέρνηση Ε.Βενιζέλου επηρεασμένη από την κίνηση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και την πολιτική ατμόσφαιρα που τροφοδότησε το κίνημα και το κόμμα του, εισήγαγε τη δημοτική στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ο Μ.Τριανταφυλλίδης εργαζόμενος συστηματικά και με εξαιρετικά ανοιχτό πνεύμα παρουσίασε το 1941 τη γραμματική του, η οποία αποτέλεσε ένα έργο καθοριστικής αξίας για την νέα ελληνική, αποτελώντας ένα είδος γλωσσικού κανόνα.
Το 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου με φωτεινό στέλεχος στον χώρο της παιδείας τον Ε.Παπανούτσο, εισήγαγε τη δωρεάν παιδεία και τοποθέτησε τις δύο γλώσσες στο ίδιο επίπεδο, αν και η διδασκαλία της δημοτικής σπάνια ξεπερνούσε την τάξη της ηλικίας των 14 ετών. Η δικτατορία επανέφερε με αυστηρότητα την καθαρεύουσα, με τη δημοτική να διδάσκεται στις τέσσερις τάξεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το 1976, από την κυβέρνηση Κ.Καραμανλή και επί υπουργίας Γ.Ράλλη, η δημοτική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα της εκπαίδευσης και της διοίκησης.
Το 1982, με την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του Α.Παπανδρέου, εισήχθη το μονοτονικό σύστημα. Μετά από σχεδόν έναν αιώνα (1888, “Το ταξίδι μου” του Ι.Ψυχάρη-1982 μονοτονικό και οριστική λύση του “γλωσσικού ζητήματος”), η επικράτηση της δημοτικής έγινε πλέον μέσα σ’ ένα νέο πλαίσιο, αυτό της ονομαζόμενης “νέα ελληνική”. Συγκεκριμένα, η λεξιλογική βάση της δημοτικής ενσωμάτωνε σημαντικό μέρος λέξεων της καθαρεύουσας κι είχε απορροφήσει δάνεια από άλλες γλώσσες. Τις περισσότερες φορές τα δάνεια ήταν ελληνικής προέλευσης που επιστρέφουν πίσω στη μητρική κοιτίδα με διαφοροποίηση.
Δύο ξεχωριστές προσωπικότητες
Στη μακρά αυτή προσπάθεια των 100 περίπου χρόνων, το πανεπιστήμιο που αμέσως μετά την ίδρυσή του αποτέλεσε κέντρο ζυμώσεων, έρευνας και κρίσιμων παρεμβάσεων ήταν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (με τους Μ.Τριανταφυλλίδη, τη Ρόζα Ιμβριώτη, τον Εμμανουήλ Κριαρά, τον Νίκο Ανδριώτη, τον Λίνο Πολίτη, τον Χρ.Τσολάκη). Για το ανάστημα και το έργο του Μ.Τριανταφυλλίδη για την ελληνική γλώσσα θα χρειαζόταν μια ειδική, αποκλειστική πραγματεία. Δεν μπορούμε, όμως, να μην υπογραμμίσουμε το έργο και το ανάστημα δύο ξεχωριστών προσωπικοτήτων: του Ν.Ανδριώτη και του Λ.Πολίτη.
Ο Ν.Ανδριώτης, ήταν διαπρεπής γλωσσολόγος, ο σημαντικότερος μετά τον Γ.Χατζηδάκι στα ελληνικά γράμματα, συγγραφέας του έργου αναφοράς “Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας”, με το οποίο αποκαθιστά τεκμηριωμένα τη συνέχεια και την ενότητα της ελληνικής, διακρίνοντας τρεις ιστορικές-διαλεκτικές φάσεις. Ακόμα, υπήρξε συστηματικός μελετητής των ελληνικών γλωσσικών ιδιωμάτων, αλλά και του πρωτοποριακού, από το 1957, έργου ανασκευής των έωλων ισχυρισμών των Σκοπίων για τη “μακεδονική” γλώσσα.
Ο Λίνος Πολίτης, καθηγητής και ακαδημαϊκός, που συγκροτεί, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, για πρώτη φορά και με τρόπο καθοριστικό, σε πανελλήνιο επίπεδο, τη νεοελληνική φιλολογία ως πραγματική επιστήμη. Μάλιστα, σε αντιδιαστολή με το πανεπιστήμιο Αθηνών που βρισκόταν σε εναγκαλισμό με τη μεσαιωνική φιλολογία. Το δημοκρατικό ήθος που τον διακρίνει τον οδηγεί σε παραίτηση κατά τη δικτατορία των συνταγματαρχών (1969). Είναι ο συγγραφέας του μνημειώδους έργου: “Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας”.
Στην προέκταση αυτής της παράδοσης είναι εγκατεστημένα και λειτουργούν σήμερα στη Θεσσαλονίκη: το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), από το 1959, αξιοποιώντας και το κληροδότημα του Μ.Τριανταφυλλίδη, καθώς και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, από το 1994.