Η εξομολόγηση ενός βιβλιοβάνδαλου
22/06/2017Caleb Krisp
Προειδοποίηση: Αυτό το άρθρο περιέχει σπόιλερ. Οι λόγοι είναι οι εξής: 1) Η ιστορία που ακολουθεί δεν γινόταν να γραφτεί χωρίς να περιέχει το τέλος κάποιων πολύ γνωστών βιβλίων. 2) Μου αρέσει να χαλάω πράγματα. Ας περάσουμε τώρα στο θέμα.
Έχω να σας εξομολογηθώ κάτι. Πρόκειται για σοβαρή και σοκαριστική εξομολόγηση – όπως πρέπει να είναι όλες οι καλές εξομολογήσεις. Είμαι καταζητούμενος. Με κυνηγούν άγριοι βιβλιοθηκάριοι σε έντεκα κομητείες. Κατηγορούμαι για το χειρότερο βιβλιοθηκονομικό έγκλημα: φθορά βιβλίων. Και είμαι απολύτως ένοχος. Αλλά, μερικές φορές, το να κάνεις κάτι λάθος είναι το μόνο σωστό πράγμα που μπορείς να κάνεις.
Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω.
Αυτή η ιστορία ξεκινάει από την παιδική ηλικία. Αφορά ένα αγόρι. Δώδεκα ετών. Σκουρόχρωμα μαλλιά. Καστανά μάτια. Μυαλό ξουράφι. Ή, τουλάχιστον, μυαλό χαρτοκόπτης. Για να διατηρηθεί η ανωνυμία θα ονομάσω το αγόρι Κάλεμπ Ανακατωσούρη. Η μήπως Σάλεμπ Στραγανό; Εντάξει, ας τον πούμε Ορλάντο Πουτίγκα, να ξεμπερδεύουμε.
Λοιπόν, ο νεαρός Ορλάντο δεν ήταν και κάνας σπουδαίος αναγνώστης. Προτιμούσε να επινοεί ιστορίες ο ίδιος και μετά να τις αναπαριστά κατ’ ιδίαν σε ένα σούπερ μάρκετ τίγκα στον κόσμο ή σε κάποιο πολυσύχναστο εστιατόριο. Η μητέρα του –μια κακιά γριά καρακάξα που επέμενε ο γιος της να κόβει μόνος του το φαγητό του απλά και μόνο επειδή είχε τα απαραίτητα χέρια και εργαλεία– πάντα του έλεγε να το βουλώσει και απαιτούσε από αυτόν να κάθεται στη θέση του και να σταματήσει να κάνει ότι τον κυνηγάει μια αλεπού με τέσσερα κεφάλια, απ’ αυτές που τρώνε ανθρώπινους εγκέφαλους.
Του Ορλάντο του άρεσε να επινοεί ιστορίες. Ήταν πραγματικά καλός σ’ αυτό. Η δασκάλα του στην έκτη δημοτικού είχε βρει τον μπελά της με δαύτον. Σπανίως καθόταν σε μια μεριά. Μονίμως επινοούσε καταστάσεις και μιλούσε με αόρατους ανθρώπους. Η δασκάλα αποφάσισε ότι η απάντηση στο πρόβλημα ήταν τα βιβλία. Πήγε τον Ορλάντο στην τοπική βιβλιοθήκη, του έβγαλε κάρτα και τον φόρτωσε με μια θεόρατη στοίβα μυθιστορήματα.
Αφού στο αγόρι άρεσε τόσο πολύ να ζει στον κόσμο του, τότε σίγουρα θα ενθουσιαζόταν διαβάζοντας αυτή τη συλλογή βιβλίων παγκόσμιας φήμης. Έτσι, ο Ορλάντο πήρε τα βιβλία σπίτι, διάλεξε το πρώτο στη στοίβα και, με κάποιον δισταγμό, άρχισε να το διαβάζει.
Το βιβλίο ήταν το Νησί του Θησαυρού και το είχε γράψει ένας πεθαμένος τύπος, ονόματι Robert Louis Stevenson. Ο ήρωας, ο νεαρός Τζιμ, βρίσκει τον χάρτη ενός θησαυρού σε κάποιο νησί, με οδηγίες που οδηγούσαν σε συγκεκριμένο σημείο όπου ήταν κρυμμένα αμύθητα λάφυρα. Ο Τζιμ σαλπάρει για το νησί. Όσο κρατάει το θαλάσσιο ταξίδι, κάθε σελίδα βρίθει από πειρατές, ανταρσίες και φόνους.
Ο Ορλάντο κόλλησε. Το διάβασμα ήταν η καλύτερη διασκέδαση που μπορούσε να τύχει σ’ ένα αγόρι καθισμένο στο τραπέζι της κουζίνας. Διάβασε το βιβλίο μια κι έξω και τα πράγματα πήγαιναν πρίμα – μέχρι τις τελευταίες σελίδες. Καθώς ο Ορλάντο διάβαζε το τελευταίο κεφάλαιο, στράβωσε. Τα ρουθούνια του πάλλονταν. Άρχισε να ξεφυσάει και να κουνάει το κεφάλι του.
Το Νησί του Θησαυρού τελειώνει (ακολουθεί σπόιλερ, σας προειδοποιώ) και μόνο μέρος του θησαυρού έχει βρεθεί. Ο νεαρός Τζιμ γυρίζει στην Αγγλία, του δίνουν το μερίδιό του από την αμοιβή και ορκίζεται ότι, παρόλο που υπάρχουν κι άλλα λάφυρα ακόμα στο νησί, δεν πρόκειται να επιστρέψει εκεί για να τα διεκδικήσει. Ναι, καλά διαβάσατε. Κι άλλα λάφυρα προς ανακάλυψη, κι άλλες περιπέτειες να ζήσει – και όμως, ο Τζιμ θέλει να κάθεται σπίτι, να απολαμβάνει το τσαγάκι του με τη μανούλα του και να μετράει το χρυσάφι του. Πρόκειται για ξεκάθαρη προσβολή!
Ο Ορλάντο αισθάνθηκε προδομένος. Εξαπατημένος. Ριγμένος. Τούτων δοθέντων, έπρεπε να πάρει δραστικά μέτρα. Πήρε το βιβλίο στο δωμάτιό του. Έσκισε τις τελευταίες πέντε σελίδες. Στη συνέχεια, ο Ορλάντο έγραψε ένα καινούριο τέλος, χρησιμοποιώντας μια παλιά γραφομηχανή. Σ’ αυτό το τέλος, ο Τζιμ επιστρέφει σπίτι και γνωρίζει έναν εφευρέτη με τεράστια αυτιά και μικροσκοπικά δόντια (αλίμονο!), ο οποίος βρίσκεται εκεί γιατί έχει ταξιδέψει πίσω στον χρόνο. Στη συνέχεια, ο Τζιμ χρησιμοποιεί το μέρος του θησαυρού που έχει κερδίσει για να χρηματοδοτήσει τη ναυπήγηση ενός τουρμποκίνητου πειρατικού πλοίου – εξοπλισμένου με εκτοξευτήρες ρουκετών, μηχανές ελέγχου καιρικών συνθηκών και ιστία τα οποία με το πάτημα ενός κουμπιού αρχίζουν να περιστρέφονται ταχύτατα, ανυψώνοντας το πλοίο στον αέρα. Επιστρέφοντας στο Νησί του Θησαυρού, ο Τζιμ τα βάζει με μια συμμορία πειρατών-φαντασμάτων, έναν γιγαντιαίο αστακό και τρεις σατανικές γοργόνες, προκειμένου να αποκτήσει τον υπόλοιπο θησαυρό. Με το που παίρνει τα λάφυρα, ανατινάζει το νησί. Τώρα μάλιστα, αυτό είναι σωστό τέλος!
Όταν τελείωσε με τη δακτυλογράφηση, ο Ορλάντο έκοψε τις σελίδες στο κατάλληλο σχήμα και τις κόλλησε στο τέλος του βιβλίου. Κανένας δεν θα υποψιαζόταν το παραμικρό. Στη συνέχεια, ο Ορλάντο επέστρεψε το βιβλίο στη βιβλιοθήκη, έτσι ώστε αυτή την καινούρια και βελτιωμένη ιστορία να τη χαιρόταν ο επόμενος τυχερός αναγνώστης.
Μακάρι να μπορούσα να σας πω ότι αυτό ήταν το τέλος των περιπετειών του Ορλάντο στην επανασυγγραφή βιβλίων. Καθώς φαίνεται, κάθε βιβλίο που διάβαζε ο Ορλάντο κατά κάποιον τρόπο τον απογοήτευε. Συνήθως ήταν το τέλος που του έφταιγε. Έτσι, κάθε φορά έσχιζε τις επίμαχες σελίδες και έγραφε ένα καλύτερο τέλος. Το γεγονός ότι παραποιούσε κάποια από τα πλέον αγαπημένα βιβλία που είχαν ποτέ γραφτεί μάλλον του διέφευγε του Ορλάντο. Εκείνος ήταν σίγουρος ότι βοηθούσε.
Το επόμενο ήταν Ο Μυστικός Κήπος. Και πάλι, ο Ορλάντο αρχικά το λάτρεψε το βιβλίο. Και πώς να μην το λατρέψει; Έχεις ένα κακομαθημένο, υπεροπτικό κορίτσι (τη Μαίρη Λένοξ) του οποίου οι γονείς έχουν μόλις πεθάνει. Ένα αγόρι (τον Κόλιν) που δεν μπορεί να περπατήσει, μένει διαρκώς ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και έχει μια αποκρουστική καμπούρα. Και έναν περίκλειστο, κλειδωμένο κήπο, και το κλειδί που κρύβει ένα τραγικό μυστικό.
Το τέλος επέφερε στον Ορλάντο τεράστιο πλήγμα. Η Μαίρη ήταν στην πραγματικότητα γλυκύτατη, άπαξ κι έξυνες λιγάκι την υπεροψία της. Ο κήπος δεν ήταν ούτε καν λιγουλάκι καταραμένος ή γεμάτος καλικάντζαρους. Και ο Κόλιν –που είχε τόσο τραγικές προοπτικές– δεν ήταν πραγματικά ανάπηρος· η καμπούρα του οφειλόταν απλώς στους κάπως κυρτωμένους ώμους του. Εξωφρενικό!
Έτσι, ο Ορλάντο έσκισε τις τελευταίες σελίδες και έγραψε ένα καινούριο τέλος για το βιβλίο. Σ’ αυτό, τα φυτά του κήπου ήταν εντελώς διαβολικά και άρχισαν να τρώνε όλους τους βασικούς χαρακτήρες – γιατί παραήταν καλοί και ευγενικοί και βαρετοί για να τη βγάλουν καθαρή. Επρόκειτο περί θριάμβου!
Όπως όλες οι συνήθειες, έτσι κι αυτή του Ορλάντο ξεκίνησε μάλλον ήπια. Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός και είχε ξαναγράψει το τέλος για πάνω από είκοσι βιβλία. Η βιβλιοθήκη δεν άργησε να τον ανακαλύψει. Ο Ορλάντο στιγματίστηκε ως βιβλιοβάνδαλος. Του πήραν την κάρτα του και την έσκισαν. Η μητέρα του ντρεπόταν για λογαριασμό του. Ευτυχώς, υπήρχαν κι άλλες βιβλιοθήκες σε άλλες κομητείες. Το αγόρι πέρασε από μια ντουζίνα από δαύτες γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει. Είχε μία αποστολή: να κάνει τα βιβλία καλύτερα.
Εκείνο που ο Ορλάντο δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ήταν ότι ο απογοητευμένος μέσα του δεν ήταν ο αναγνώστης, αλλά ο συγγραφέας. Αγαπούσε εκείνα τα βιβλία τόσο πολύ που επιθυμούσε, ένιωθε την ανάγκη, να βρει έναν τρόπο να μπει μέσα τους και να τα κάνει δικά του. Η λύση στο πρόβλημά του δεν βρέθηκε παρά μόνο όταν μια άλλη δασκάλα πήρε το βιβλίο από του χέρια του Ορλάντο και έβαλε μπροστά του ένα πακέτο άγραφο χαρτί.
Η δασκάλα τού είπε να γράψει. Να γράψει το βιβλίο που ανέκαθεν ήθελε ο ίδιος να διαβάσει. Κι εκείνος έκανε ακριβώς αυτό. Πολλές φορές. Με τον καιρό βελτιώθηκε και οι ιστορίες του μπόρεσαν κάποτε να σταθούν στα πόδια τους. Μετά, διάλεξε ένα απολύτως γελοίο ψευδώνυμο, βρήκε έναν ατζέντη και άρχισε την καριέρα του ως επαγγελματίας συγγραφέας.
Καμιά φορά αναρωτιέται αν ένα παιδί μπορεί κάποια μέρα να σκίσει το τέλος ενός από τα βιβλία του και να το ξαναγράψει. Ασφαλώς ελπίζει ότι κάποτε αυτό θα συμβεί. Στο κάτω-κάτω, πολλοί συγγραφείς ξεκίνησαν την τέχνη τους μέσα σε ιστορίες συγγραφέων που είχαν προηγηθεί. Πρόκειται για κοινή κληρονομιά, κάθε βιβλίο ένας κρίκος στη μεγάλη αλυσίδα της λογοτεχνίας.
Μετάφραση: Γιώργος Θεοχάρης
Πηγή: Guardian – dimartblog.com