Η γλώσσα είναι ο πολιτισμός, η ιστορία, η ταυτότητά μας
20/02/2020Οι θεωρητικοί της έννοιας και της πολυτομεακής θεματικής του “έθνους”, είτε της γερμανικής –με τις αποκλίσεις της σχολής– είτε της αντίστοιχης γαλλικής είτε ακόμα και της εθνικοαπελευθερωτικής των νεομαρξιστών, αναφέρονται σε χρονικούς ορίζοντες πολύ περιορισμένους σε σχέση με την ελληνική περίπτωση, η οποία εκτείνεται σε τρεισήμισι χιλιετίες. Η συζήτηση όλων τους ορίζεται από τη δυτικο-ευρωπαϊκή εθνική εμπειρία και οπτική και δεν επεκτείνεται πέραν της Αναγέννησης ή του Μεσαίωνα.
Όμως, οι Έλληνες, ακόμα και οι Κινέζοι και οι Εβραίοι και οι Πέρσες εντάσσονται δύσκολα σ΄αυτό το πλαίσιο. Κι ενώ οι Εβραίοι ορίζονται θρησκευτικά κατά τρόπο πολύ σαφέστερο και κλειστό, οι Έλληνες δεν μονοπωλούν –ώστε να οριστούν ανάλογα– την Ορθοδοξία. Το να περιορίσουμε το ελληνικό έθνος στους τελευταίους τρεις αιώνες, προσαρμοσμένοι στις σχετικές δυτικές θεωρίες, το αποκόπτουμε ιστορικά, αλλά και γεωγραφικά από την μακραίωνα ιστορία του, και σε κάθε περίπτωση μιλούμε για ένα τμήμα της πορείας και της φυσιογνωμίας του.
Η μακραίωνη αυτή ιστορία αποτέλεσε στοιχείο κυτταρικό, με σταθερότητα και συνέχεια, στη συνείδηση των Ελλήνων. Έτσι, αποτέλεσε υλική και πραγματική δύναμη ενότητάς του για τους αγώνες του, αλλά και τον πρόσφατο αγώνα του για την απελευθέρωση (1821) και τη δημιουργία του σύγχρονου εθνικού κράτους.
Ρόλος της γλώσσας στην ίδρυση κράτους
Ο σπουδαίος ιστορικός Ν.Σβορώνος είναι καταλυτικός, προσδιορίζοντας τις τάσεις γένεσης-ίδρυσης του εθνικού κράτους, αλλά και την κεντρικότητα της θέσης της ελληνικής γλώσσας σ΄αυτόν τον στόχο. Στο βιβλίο του, “Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού”, γράφει: «Από την ελληνική τούτη γωνιά, επιχειρείται, στα πρόθυρα της οριστικής πτώσης της Αυτοκρατορίας, και η σπουδαιότερη προσπάθεια, με τους αγώνες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, απελευθέρωσης και συγκέντρωσης του Ελληνισμού σε ένα ενιαίο εθνικό κράτος, του οποίου ο Γεμιστός διατυπώνει την πρώτη θεωρία.
Αν αφαιρέσουμε τα ουτοπιστικά στοιχεία που έχουν την πηγή τους στην πλατωνική σκέψη και που ανάλογα συναντάμε και σε άλλους αρχαιολάτρες αντιπροσώπους της Αναγέννησης, τα κύρια συστατικά στοιχεία του κράτους που προτείνει ο Γεμιστός είναι οι γενικές αρχές στις οποίες στηρίχτηκαν τα καινούργια εθνικά κράτη που άρχισαν να σχηματίζονται ύστερα από τη διάλυση του μεσαιωνικού φεουδαλικού συστήματος και των αυτοκρατοριών: εθνικός στρατός, εθνική ανεξάρτητη οικονομία, με εθνικό γερό νόμισμα, λελογισμένη φορολογία, βασισμένη στο εισόδημα, ισχυρή κεντρική εξουσία με επικεφαλής έναν μονάρχη, με ακέραιους και ειδικευμένους συμβούλους διαλεγμένους από τη μεσαία τάξη των πολιτών.
Η εθνική πολιτική του Γεμιστού προσδιορίζεται, ακόμη, με προφητική σαφήνεια, όταν ο Γεμιστός προσπαθεί να καθορίσει τις γεωγραφικές και εθνολογικές βάσεις ενός τέτοιου κράτους, που είναι καθαρά, κατά τη γνώμη του, ελληνικές χώρες.
Ολόκληρη η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή του Βυζαντίου στην τελευταία περίοδο της ιστορίας του φανερώνει την ανασύνδεση των συγχρόνων με την ελληνική παράδοση. Ο ελληνικός χαρακτήρας εμφανίζεται καθαρότερα στην τέχνη, που αποκαθαίρεται όλο και περισσότερο από τα ανατολικά της στοιχεία, δημιουργεί μορφές ελεύθερες που θυμίζουν ελληνικά και ελληνιστικά πρότυπα.
Παράλληλα η λαϊκή γλώσσα αρχίζει να υψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα, να χρησιμοποιείται σε ευρύτερη κλίμακα από τους λογίους, με αξιόλογα επιτεύγματα, όπως τα διάφορα έμμετρα μυθιστορήματα και άλλα στιχουργήματα, που δεν απευθύνονται μόνο στα λαϊκά στρώματα αλλά και στους αυλικούς κύκλους. Και εδώ παρατηρείται, όπως και στην αρχαΐζουσα γραμματεία, η ίδια ανάμιξη των λαϊκών στοιχείων με τις αναμνήσεις από την Αρχαία Ελλάδα. Μερικά από τα έργα αυτά έχουν αρχαία ελληνικά ονόματα (Αχιλληΐς, παράφραση Ιλιάδας κλπ)».
Η έννοια του Ελληνισμού
Η έννοια του Ελληνισμού, ως διαχρονική, πολιτιστική, λειτουργική έννοια, βρίσκεται κοντύτερα σ΄αυτό που το ελληνικό έθνος αποτυπώνει. Έχει, όμως, το έλλειμμα της συγκεκριμένης εδαφικής και πολιτικής αναφοράς των υπαρκτών γεωπολιτικών δημιουργημάτων, τα οποία μάλιστα στην ελληνική ιστορία από τον Όμηρο έως σήμερα είναι πάντα παρόντα και ενεργά.
Η επαναδιατύπωση του Ελληνισμού, μέσα από μια γεωπολιτική και πολιτισμική θεώρηση και ένα ανάλογο σχέδιο, στην εποχή των δικτύων και της διαδικτύωσης, μπορεί να κάνει το εξής: να αξιοποιήσει τόσο την έννοια και την κατάκτηση του κόμβου (δηλαδή, του έθνους-κράτους), όσο και των γραμμών παγκόσμιας διασύνδεσης με περιφερειακούς κόμβους (υπαρκτής, ή και ιστορικής ελληνικής παρουσίας). Επίσης, μπορεί να αξιοποιήσει και το πλατύτερο ευνοϊκό περιβάλλον απέναντι στη δημιουργική διάχυση του πολιτιστικού ελληνικού φορτίου.
Στον σύγχρονο Ελληνισμό, στοιχείο συνεκτικό και κεντρικό είναι η γλώσσα του και η ανεκτίμητη πνευματική του παραγωγή, που αυτή η γλώσσα κατορθώνει να ανυψώνει, να εκφράζει και να αναπτύσσει. Ταυτόχρονα, η γλώσσα αποτελεί κεντρικό στοιχείο που νευρώνει και διαποτίζει τον ελληνικό πολιτισμό. Ο τελευταίος στην ευρύτερη σύνθετη έννοιά του (πνευματική παραγωγή και επιτεύγματα, λογοτεχνία, θέατρο, μουσική, άσμα, ήθη, έθιμα, παραδόσεις, γαστρονομία, σχέση με τον τόπο, τη φύση, τον άνθρωπο) αποτελεί, ίσως, το κεντρικότερο στοιχείο υπεροχής, αλλά και χρησιμότητας του Ελληνισμού στη σύγχρονη εποχή.
Ο παράγων πολιτισμός, όπως σωστά διέγνωσε ο καθηγητής Samuel Huntigton στο κείμενό του: “Η Σύγκρουση των Πολιτισμών”, θα παίξει σημαντικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις και στις εξελίξεις. Μπορεί να μην υπάρχει όπως υπαινίχθηκε η ευθεία αναμέτρηση Ισλάμ-Χριστιανισμού, έχοντας πάντως ένα μέρος αλήθειας απ΄όσα διαδραματίζονται στη Συρία και στη Μέση Ανατολή, ως προς το φανατικό Ισλάμ. Ωστόσο, ο πολιτισμός πρόκειται να αποτελέσει πεδίο σημαντικό στον σημερινό πολυπολικό κόσμο, πέρα από τον οικονομικό ανταγωνισμό, τη γεωπολιτική και τις σφαίρες επιρροής.
Σ΄αυτόν τον νέο κόσμο των πολιτισμών, ο Ελληνισμός ως πολιτιστικό απόσταγμα και ως κάτοχος του πλέον προβεβλημένου πολιτισμικού brand name, μπορεί να διεκδικήσει μια περίβλεπτη θέση. Χρειάζεται, όμως, να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα αυτά ευφυώς. Στο “μέγα παίγνιο” των πολιτισμών δεν χωρούν ούτε μικροπολιτικές δημαγωγίες ούτε επαρχιώτικες κουτοπονηριές. Απαιτείται μεγαλόπνοη θεώρηση, συνεκτικό και αρθρωμένο σχέδιο, και, ασφαλώς, υπέρβαση των εσωτερικών μας αδυναμιών.
Κοινωνοί της κλασικής σκέψης
Η εκπαιδευτική μας πολιτική στο κρίσιμο πεδίο της γλώσσας, οφείλει να αντιληφθεί ότι οι αυριανοί πολίτες της Ελλάδας, –για να γίνουν πρωταγωνιστές στον παγκόσμιο στίβο των ανταγωνισμών και των πολιτισμών–, πρέπει να καταστούν ικανοί να κοινωνήσουν με την κλασική σκέψη και να κατανοούν τα κείμενα της παγκόσμιας αξίας.
Η οπτική όσων θεώρησαν ότι η ελάφρυνση των μαθημάτων από το βάρος της κλασικής παιδείας θα επέτρεπε στους νέους πολίτες της Ελλάδας να επενδύσουν περισσότερο χρόνο σε “πρακτικές” γνώσεις, όπως η πληροφορική, αποδεικνύεται σήμερα αναποτελεσματική. Αποδεικνύεται, σήμερα, ότι η γνώση της ελληνικής, της μίας και αδιαίρετης, αποτελεί ισχυρό εφόδιο για την επαγγελματική προσαρμοστικότητα και ανέλιξη σ΄έναν ταχύτατα και τεχνολογικά μεταβαλλόμενο κόσμο.
Στους φιλοσόφους και τους ελληνιστές προστίθενται σήμερα οι φυσικοί και οι μαθηματικοί, για να επισημάνουν την αποφασιστική συμβολή της γνώσης της ελληνικής γλώσσας στην επιστημονική επιτυχία των ειδικοτήτων τους.
Η αντίληψη ότι η γλώσσα αποτελεί απλό όργανο επικοινωνίας, αντί για φορέα πολιτισμού και δημιουργίας, είναι λάθος. Η πεποίθηση ότι η γλωσσική συρρίκνωση θα μπορούσε να συμβαδίζει με τη δημοκρατική ισότητα αποτελεί, επίσης, μοιραίο λάθος που υπονομεύει την αποστολή της ελληνικής γλώσσας και στην ελληνική κοινωνία και στον κόσμο.
Ο Γ.Σεφέρης μιλάει σκληρά για αυτές τις αντιλήψεις και την αδιαφορία προς τη γλώσσα και τα θλιβερά επακόλουθά τους: «…Γιατί όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ίσως, ποιος ξέρει, οι “απωθήσεις” που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο· σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας» (Δοκιμές Α, 321-2).
Η τριαδικότητα της γλώσσας
Η γλώσσα, λοιπόν, δεν είναι ένα απλό εργαλείο. Η εργαλειακή αντίληψη της γλώσσας είναι μια στρεβλωτική και μειωτική αντίληψη. Η γλώσσα είναι ο πολιτισμός, η ιστορία, η ταυτότητά μας. Πρέπει να ξέρει κανείς γλωσσικά από πού έρχεται, πού πηγαίνει και τι έχει (να) προσφέρει.
«Κάθε γλώσσα δεν είναι άλλες λέξεις για τα ίδια πράγματα. Είναι ο τρόπος που κάθε λαός συλλαμβάνει, επεξεργάζεται και εκφράζει τον κόσμο∙ είναι μια άλλη ταξινομία τού κόσμου», όπως έχει πει ο Ferdinand de Saussure.
Ο σπουδαίος, σύγχρονος Έλληνας γλωσσολόγος, ο καθηγητής και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γ.Μπαμπινιώτης, χαρακτηρίζει την ελληνική γλώσσα γίγαντα και αναφέρει ότι κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής γλώσσας είναι η τριαδικότητα: γλώσσα-νους-κόσμος. Αυτή καθορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και την ξεχωρίζει από όλες τις άλλες μορφές του ζωικού κόσμου και η γλώσσα συντελεί στην πραγματοποίηση αυτής της ποιοτικής κατάστασης.
«Χωρίς την ενέργεια, δηλαδή το ρήμα, δεν υφίσταται λόγος. Χωρίς την πηγή της ενέργειας, δηλαδή το υποκείμενο τού ρήματος, δεν μπορεί να τεθεί σε ενέργεια, να λειτουργήσει το ρήμα. Χωρίς τον αποδέκτη τής ενέργειας, δηλαδή το αντικείμενο, δεν ολοκληρώνεται η ενέργεια, μένει λειψή. (“Η τριαδικότητα τής ενέργειας”).