Η κατάθεση

The statement, Lily Michaelidou

Ονομάζομαι Γιούρι και γεννήθηκα αρχές του Μάη, όταν ο χειμώνας επέμενε ακόμη να μπαίνει στα πόδια της άνοιξης, του χίλια εννιακόσια εξήντα ένα, τότε που ακούστηκε σε όλο τον κόσμο πως ένας Σοβιετικός κοσμοναύτης, οι περισσότεροι δεν ξέρανε τι θα πει κοσμοναύτης, στις 12 του Απρίλη του ίδιου χρόνου, ταξίδεψε στο διάστημα, και μπήκε σε τροχιά γύρω από τη Γη. ήταν ο πρώτος άνθρωπος που το πέτυχε.

Αυτό πάλι δεν μπορούσαν να το συλλάβουν πολλοί, όπως για παράδειγμα ο παππούς μου που δεν το πίστεψε ποτέ, λέγοντας «δεν είναι πράγματα του Θεού αυτά, θα τους ρίξει από κει πάνω κάτω!». Ο πατέρας μου ονομάζεται Ιωσήφ και ανήκει στην εργατική τάξη, από μικρός στο μεγάλο ξυλεμπορικό του παππού, η μητέρα μου μικροαστή, ονομάζεται Ελένα, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον πατέρα μετά από μια θυελλώδη και πολύπλοκη σχέση, με τους γονείς της να αντιδρούν μα στο τέλος, αφού η κοιλιά της κυοφορούσε εμένα, ενέδωσαν.

Ο πατέρας μου ενθουσιασμένος από τις ειδήσεις και την αγάπη του προς την τότε Σοβιετική Ένωση, μου έδωσε το όνομα του κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν. Οι παππούδες μου έπεσαν από τα σύννεφα. Ζω μόνος σ’ ένα διαμέρισμα, στους πρόποδες της Ακρόπολης, από τότε που η γειτονιά δεν ήτανε και τόσο χαϊ, στην οδό Τενέδου αριθμός 2 και είμαι τυχερός γιατί σήμερα αναβαθμίστηκε η περιοχή λόγω του υπέροχου μουσείου και η αξία του προστέθηκε στο όνομά μου.

Γι’ αυτό με περιτριγυρίζουν οι γυναίκες. Δεν είναι μεγάλο διαμέρισμα, όλο κι όλο ένας ενιαίος χώρος, κουζίνα, σαλόνι, γραφείο και ένα υπνοδωμάτιο, με πατώματα από άσπρο μάρμαρο Διόνυσου και ταβάνια ζωγραφισμένα από το χέρι ενός ζωγράφου, που το όνομά του δεν έμαθα ποτέ. Ολόκληρο το διαμέρισμα ανοίγει με θέα την Ακρόπολη. Τα βράδια δεν κλείνω τα παντζούρια γιατί θέλω να κάνω έρωτα και να την βλέπω φωτισμένη και το πρωί το πρώτο πράγμα που βλέπουν τα μάτια είναι τον ήλιο να την αγκαλιάζει και να τη φιλά.

Τί προηγήθηκε του δυστυχήματος;

Η ώρα ανάμεσα στα τελευταία φτερουγίσματα των πουλιών μες στα φυλλώματα και της παρουσίας των πρώτων νυχτερίδων, αυτό το τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που διαρκεί ελάχιστα λεπτά, με πνίγει καθημερινά και καταλήγω δίβουλος μέχρι να μπω στη δύναμη του σκοταδιού και να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Μέσα σ’ ένα τέτοιο διάστημα αφεθήκαμε, με τη Νεφέλη, στη φρενίτιδα του κρασιού που μας οδήγησε σ’ ένα όραμα φυγής, που το είπαμε ταξίδι.

Και να ’μαστε λοιπόν, να τα πίνουμε στο μπαράκι, να παρακολουθούμε τα πουλιά μες στα φυλλώματα, πάνω από τα κεφάλια μας και να συζητούμε για πράγματα πολλά, όπως αυτά που περιέγραφε ο μεγάλος αργεντινός ποιητής, παράξενα και αλλόκοτα, ιστορίες για τόπους άγνωστους, ιστορίες γραμμένες από χέρια κουλά που κρατούσαν όμως γόνιμη πέννα, φυλαγμένες μέσα σε σελίδες κιτρινισμένες, τσαλακωμένες και μισοφαγωμένες, για πρόσωπα μέσα στο χρόνο που ξεχάστηκαν γιατί κανείς δεν τα θυμόταν πια.

Δεκάδες κεριά ήταν στερεωμένα σε μπουκάλια, τοποθετημένα σε ψηλά τραπεζάκια γύρω μας. Τα ποτήρια μας άδειαζαν και γέμιζαν ανεξέλεγκτα και το ποτό έρεε στις φλέβες μας όπως το μελάνι μέσα σ’ ένα ανεξέλεγκτο ποίημα. Το λιγοστό φως και οι σκιές δημιουργούσαν μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα και βοηθούσαν τα χέρια μας να γλιστρούν και να αλληλοχαϊδεύονται και το τεχνητό φως έδινε στο δέρμα της Νεφέλης απαλή και ποθητή υφή κι η μουσική ταξίδευε τα μάτια μου μεσ’ από το αραχνοΰφαντο φόρεμά της.

Τότε ακούστηκε μελωδικά, σχεδόν ψιθυριστά η βαθιά φωνή της Μελίνας που μας προέτρεπε “Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι“1, κοιταχτήκαμε στα μάτια. εξέπεμπαν πόθο. «και δεν πάμε», είπαμε κι δυο ταυτόχρονα. Πήρα τη Νεφέλη από το χέρι, ένιωσα τα πόδια μου βαριά. είχαν την αστάθεια ενός μεθυσμένου. Όχι δεν ήμουνα μεθυσμένος. Φτιαγμένος ήμουνα, μα όχι μεθυσμένος. Η Νεφέλη το διασκέδαζε, γελούσε και τραγουδούσε “χάρτινο το φεγγαράκι…“2. Στηρίχτηκε στον ώμο μου, με αγκάλιαζε και με φιλούσε κι εγώ αναγκαζόμουν να την σφίγγω για να διατηρήσω την ισορροπία μου. Οι θόρυβοι του σκοταδιού και το βύθισμα μέσα στην παραζάλη, μας είχαν κυριεύσει.

Έλα στο δυστύχημα, περίγραψε τη διαδρομή

Το αυτοκίνητο, πάλι καλά, δεν ήταν μακριά. Μπήκαμε και πάτησα γκάζι ακολουθώντας το πανδαιμόνιο που επικρατεί στις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων τις πρώτες πρωινές ώρες όταν όλοι γυρίζουν στα σπίτια τους μετά την νυχτερινή κραιπάλη. Ένα αυθόρμητο συναίσθημα με κατάκλυσε και κορύφωσε την έλξη για ένα άγνωστο, απροσδόκητο ταξίδι και σκεφτόμουν πως εκείνη η νύχτα ήταν μοναδική και θα τη φύλαγα για πάντα στην καρδιά μου.

Η Νεφέλη καθόταν ξαναμμένη δίπλα μου, «έχω την επιθυμία να πετάξω, να πετάξω, να πετάξω ψηλά» μου ψιθύριζε. Έσκυψε να πάρει τσιγάρο και δεν πρόλαβε να το φέρει στα χείλη της κι αστραπιαία πρόταξα το σπίρτο μπροστά της. Της άναψα το τσιγάρο και πετώντας το σβηστό σπίρτο έξω απ’ το παράθυρο, είδα την πόλη κάτω από τα πόδια μας, μέσα στη μιζέρια του σκοταδιού, μια όχι και πολύ καλή εικόνα, αν αναλογιστεί κανείς πως σε όλες τις φωτογραφίες, τραβηγμένες από ψηλά, φαινόταν υπερβολικά όμορφη.

Ήταν χωμένη μέσα στα φτερωτά όνειρα των ανθρώπων, ολόκληρη μια μεγάλη γουλιά κρασί που σε μεθάει. Η αλήθεια της πόλης κρύβεται πίσω από τις κλειστές πόρτες, κάτω από τις σκληρές πλάκες των πεζοδρομίων, στους υπόνομους, μέσα στα μάτια των ζητιάνων της. Αυτή η αλήθεια βγαίνει το βράδυ να διασκεδάσει και να γαληνέψει την φόρτιση και τις καταχρήσεις της μέρας.

Πατούσα το πεντάλ στο φουλ, ευτυχώς είχα γεμίσει το ρεζερβουάρ την προηγούμενη μέρα, και θυμήθηκα τη ρήση πως «η ταχύτητα είναι μια περίεργη συνήθεια των ανθρώπων να τρέχουν πιο γρήγορα όταν έχουν χάσει το δρόμο τους…»3 και τη φράση του Μίχαελ Σούμαχερ4 πως «Δεν μπορώ να μην κάνω κάποια πράγματα με το φόβο πως μπορεί να πάθω κάτι…», μα δεν έλεγα να ελαττώσω ταχύτητα, κι ένιωθα μια γοητεία, τα δάχτυλα της Νεφέλης στο σβέρκο μου, τα χείλη της στο λαιμό μου, τα μάτια της έλαμπαν σαν άστρα. Όλα γύρω μας ήταν τόσο αλλόκοτα, γοητευτικά αλλόκοτα, ρημαγμένα, μέσα στο χάος, μια αίσθηση όπως όταν μπαίνεις σε ένα δάσος με οργιώδη βλάστηση και δεν βλέπεις μονοπάτι διαφυγής.

Κι ένιωσα ξαφνικά τον ουρανό, τα σύννεφα και τ’ αστέρια να κατευθύνονται με ταχύτητα προς το μέρος μας. μια στιγμιαία εραλδική αντανάκλαση του χρόνου. Κι ένιωσα να είμαστε σαν τους αγγέλους, άυλοι και τ’ αστέρια δίπλα μας να κλυδωνίζονται σαν βάρκες γύρω από την άγκυρά τους.

Ένα αεροπλάνο μας προσπέρασε ξυστά κ’ άφησε πίσω του μια ουρά καπνού. Κι εμείς στροβιλιζόμασταν μέσα στ’ αστέρια, που οι λάμψεις τους έπεφταν σαν βροχή κι αναβόσβηναν μέσα στα σύννεφα. Μα η διάθεσή μας ήταν κάτι περισσότερο από ανάλαφρη. αβέβαιη ήταν, φωτεινά βαριά και αβέβαιη. Τα σύννεφα βογκούσαν μέσα στο εξοντωτικό σκοτάδι, κι ο απόλυτος ιδρώτας της αγωνίας άρχισε να κυριεύει το σώμα μου.

Μπήκαμε με ταχύτητα μέσα σ’ ένα αστρικό σύμπαν, κοιτάζοντας, με γυάλινα μάτια όπως αυτά των τηλεσκοπίων, τους φωτεινούς πλανήτες, την Αφροδίτη, τον Άρη, το Δία, τις Πλειάδες, που κατά την παράδοση των Ινδιάνων είναι οι εφτά Ινδιάνες Παρθένες που τις κατεδίωκαν οι αρκούδες, τη Σελήνη, που ξεπερνάει σε λαμπρότητα όλα τα άλλα άστρα του νυχτερινού ουρανού, κι ένα ήταν σίγουρο: τα πράγματα είχαν ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο μας.

Ο πανικός δεν έλεγε να καταλαγιάσει κι ένας φριχτός πονοκέφαλος κυρίευσε το κεφάλι μου, βούιζαν δαιμόνια τ’ αυτιά μου, οι σκέψεις μου διαλύονταν σαν χαρτιά μέσα στη νεροποντή. Μέσα στον πανικό άρχισα να τραγουδώ το «tears in heaven…» του Έρικ Κλάπτον, κι όλα γύρω μας μετατράπηκαν σ’ έναν απέραντο κήπο με δροσερά νερά να κυλούν ανάμεσα στα παρτέρια με τα λουλούδια κι ένα αεράκι να φυσά από τα βόρεια, τα βορειοδυτικά, ή βορειοανατολικά, δεν έχει σημασία κι εμείς γελούσαμε και ελπίζαμε, ελπίζαμε πως κάτι καλό θα μας συμβεί και συνεχίζαμε να γελάμε, να γελάμε ώσπου… ΜΠΑΜ, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, ένα ουράνιο τράνταγμα, ΜΠΑΜ, ΜΠAΜ! ένα ασυνήθιστο ουράνιο τράνταγμα κι εκατομμύρια μικρές εκλάμψεις εκτοξεύτηκαν, πέφτοντας σαν αμέτρητες δεσμίδες περσίδων στη γήινη ατμόσφαιρα και κάθισαν απαλά, σαν λόγια ερωτικά, σε όλες τις εκτάσεις της γης και των ωκεανών.

Σε κάθε σημείο άνθιζε κι ένα μικροσκοπικό ελαφρύ, αθόρυβο, αέρινο φεγγαράκι που ανέβαινε σιγά σιγά στον ουρανό, κι όλα μαζί ενώθηκαν και σχημάτισαν ένα μεγάλο ολοστρόγγυλο φεγγάρι που οι άνθρωποι το ονόμασαν Πανσέληνο.

Εκείνο το βράδυ διακόπηκαν τα ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα με έκτακτες ανακοινώσεις «οι επιστήμονες ερευνούν το αστρικό αυτό φαινόμενο… την παντελή εξαφάνιση του φεγγαριού για μια ολόκληρη νύχτα…» και την επομένη μιλούσαν για «την εμφάνιση μιας πανσελήνου που δεν υπήρξε άλλη παρόμοιά της στην ιστορία του κοσμικού διαστήματος…» Κάποιοι μίλησαν για σημάδι του Θεού, άλλοι για το τέλος του κόσμου.

Έχεις να προσθέσεις κάτι που θα διευκολύνει τους ενόρκους. Η απόφασή τους θα ανακοινωθεί σε δύο ώρες…

… Ησυχία παρακαλώ… Οι Ένορκοι ομόφωνα σε καταδικάζουν, κρύος ιδρώτας, αγωνία, ιδρώτας σαν ποταμός… σε καταδικάζουν ισόβια ερωτευμένο!


  • 1,2. Χάρτινο το φεγγαράκι, μουσική Μάνου Χατζιδάκι, στίχοι Νίκου Γκάτσου. Το τραγούδι γράφτηκε για το θεατρικό έργο του Tennessee Williams “Λεωφορείον ο Πόθος” που ανέβηκε από το “Θέατρο Τέχνης” του Καρόλου Κουν (1948-49) και το ερμήνευσε η Μελίνα Μερκούρη ως Blanch Dubois.
  • 3. Rollo May, 1909-1994, Αμερικανός ψυχολόγος.
  • 4. Michael Schumacher, Γερμανός οδηγός της Φόρμουλα 1. Υπήρξε επτά φορές παγκόσμιος πρωταθλητής, περισσότερες από κάθε άλλο οδηγό της Φόρμουλα 1.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι