Η μεγάλη επιστροφή του “Δαμαστή”

Η μεγάλη επιστροφή του “Δαμαστή”

Γράφει η Τίνα Μανδηλαρά  –

Ένα παπούτσι που ίπταται με ρίζες που δεν απολήγουν πουθενά αρκεί για να περιγραφεί η νέα παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Ο διεθνής -πλέον- δημιουργός επιστρέφει στην καρδιά της πόλης που λατρεύει και ανέδειξε με τέτοιο τρόπο, ολοκληρώνοντας έναν ακόμα κύκλο. Η μεγάλη του επιστροφή στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών γίνεται με την παράσταση που φέρνει τον άκρως ειρωνικό, αλλά και με σημάδια αυτογνωσίας, τίτλο “The Great Tamer” (Μεγάλος Δαμαστής).

Αποφεύγοντας να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες και αφήνοντας τη φαντασία ελεύθερη να αποκωδικοποιήσει όσα βρίσκονται πίσω από τα κρυπτικά ετούτα μηνύματα, ο Παπαιωάννου επανέρχεται σε ένα κοινό που δείχνει να τον επιζητεί, κάθε φορά, με λαχτάρα. Τα εισιτήρια στη Στέγη έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Οι συνεντεύξεις που προηγήθηκαν των εμφανίσεών του είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Αγγίζουν τον οικείο για εκείνον αριθμό 2.
Η πορεία του, πάντως, μόνο στάσιμη δεν έμεινε μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, φανερώνοντας μια νέα φάση ωριμότητας, συνειδητοποίησης και αφηγηματικής ανανέωσης, με όλο και πιο έντονες, σωματικές, προεκτάσεις. Το “Πρώτη Ύλη” και το “Still Life” έδωσαν το στίγμα. Το ίδιο και οι υπόλοιπες κινήσεις του διεθνούς πλέον δημιουργού στην Αμερική.

Ακολούθησαν οι τελετές των Ολυμπιακών Αγώνων στο Αζερμπαϊτζάν και τώρα μια νέα δουλειά στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με τον τίτλο «The Great Tamer». Πρόκειται για μια συμπαραγωγή της Στέγης με δέκα ακόμη διεθνείς θεσμούς, θέατρα και φεστιβάλ, όπως αυτό της Αβινιόν.

Ο ίδιος, προτιμώντας να μείνει, όσο μπορεί, λακωνικός σε σχέση με τη νέα παράσταση που κάνει πρεμιέρα την Τετάρτη 24 Μαΐου, απλώς μιλάει για τα προσωπικά του δεδομένα, για την ανάγκη του να διατηρήσει ανέπαφο το εφηβικό του δημιουργικό μένος: «Βρίσκομαι σε μια φάση που έχω συνειδητοποιήσει ότι αυτό το μανιασμένο δόσιμο του εαυτού μου στον μικρόκοσμο της δημιουργίας ενός έργου που έρχεται κι επανέρχεται στη ζωή μου αφότου ξεκίνησα να ασχολούμαι με την τέχνη είναι ο τρόπος μου να καταλαβαίνω τη ζωή. Έχω έτσι “αγιοποιήσει” μέσα μου την έννοια της εργασίας, ευτυχώντας το κέφι μου να είναι η δουλειά μου» δήλωνε πρόσφατα σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του στον Θοδωρή Αντωνόπουλο στη Lifo.

Όσο πετυχημένος, διεθνής και brand name όμως και αν έχει γίνει, ουσιαστικά παραμένει ο δημιουργός που ξεκίνησε από τα σκοτεινά της πόλης, τα υπόγεια και τις μικρές γωνιές της.

O άνθρωπος της πόλης

Στην πραγματικότητα ολόκληρη η ζωή του Δημήτρη Παπαϊωάννου αλλά και οι παραστάσεις του φέρουν εντός τους την ιστορία της Αθήνας: από τις εναλλακτικές πειραματικές στιγμές των Εξαρχείων στην αποθέωση των Ολυμπιακών, το “ποπ” διάλειμμα του “2”, την υπαρξιακή ρωγμή του “Πουθενά” και την απέριττη αλήθεια -ίσως και λόγω κρίσης- της “Πρώτης Ύλης”.

Αν λοιπόν όλα ξεκίνησαν από μια ανάγκη απελευθέρωσης, τώρα δείχνουν να καταλήγουν και πάλι εκεί. O τίτλος “Δαμαστής” και μόνο έρχεται αυθόρμητα να αντιταχθεί στην έννοια της ελευθερίας. Ήταν μόλις 18 χρονών όταν έφυγε από το σπίτι του και κατέβηκε στα Εξάρχεια, το 1982, σε μια προσπάθεια εξόδου σε δυο πολύ ουσιαστικά πράγματα: στον κόσμο της τέχνης και του έρωτα.

Τους πρώτους εκείνους καίριους πειραματισμούς τους ασπάστηκε με θέρμη ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος τον δέχτηκε στο περιβάλλον του ως μαθητή με την ευρεία έννοια. Τότε ακριβώς ο ίδιος ο Παπαϊωάννου κατάλαβε πως η ζωή μέσα από την τέχνη είναι εφικτή.

Η καρδιά της αμφισβήτησης χτυπούσε έντονα στο κέντρο της πόλης και δη στα Εξάρχεια που αποτέλεσαν και τον τότε τόπο διαμονής του. Ένιωσε να ενσωματώνεται αμέσως σε αυτή τη διάπυρη ατμόσφαιρα αμφισβήτησης. Παράλληλα, ανακάλυπτε ένα έτερο πρόσωπο της Αθήνας, μαζί με αυτό της προσωπικής ανεξαρτησίας, στο ανοιχτό πεδίο του έρωτα μεταξύ ανδρών.

Αυτόνομος πια, αν και χωρίς χρήματα, άρχισε να ορίζει  την τύχη του: Σπούδαζε στη Καλών Τεχνών, ερωτευόταν και αναζητούσε διακαώς μια πλατφόρμα που θα μπορούσε να στεγάσει τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Αυτό δεν άργησε να βρεθεί, μόλις δυο χρόνια αργότερα.

Η κατάληψη του “Φωτεινίου” ήταν ο πρώτος χώρος που φιλοξένησε τις παραστάσεις της “Ομάδας Εδάφους” που είχε ιδρύσει ήδη με την Αγγελική Στελάτου. Σημαντικό ρόλο, διαδραμάτισαν, επίσης, οι συναντήσεις που είχε τότε με μια σειρά από ανθρώπους: τη Μαίρη Τσούτη, τον Νίκο Αλεξίου, τον Σταύρο Ζαλμά.

Στις ιστορίες της Αθήνας

Η δεκαετία του 1980 συστήνεται με την ιδιαίτερη γλώσσα της στον Δημήτρη Παπαϊωάννου: έγχρωμες εικόνες που τρέχουν σαν τρελές μέσα από τα κόμικς και ερωτικός παροξυσμός. Τίποτα από όσα συμβαίνουν υπό το φως του ήλιου ή στα mainstream σαλόνια δεν είναι απόλυτα αξιόπιστο ή ειλικρινές. Τα πάντα εκρήγνυνται δημιουργικά και αναζητούν τη δική τους έκφραση σε διαφορές μορφές δημιουργίας.

Μαζί με τον φίλο του Αλέξη Μπίστικα εκδίδουν ένα φανζιν περιοδικό. Όπως έλεγε ο ίδιος, από μια εσωτερική ανάγκη δημιουργίας που «οργάνωνε την πραγμάτωση της ημέρας». Όλα αυτά που ακόμη αγαπάει, βρήκαν έτσι τον δικό τους τρόπο να ενσωματωθούν στις ιστορίες της Αθήνας, παίρνοντας άλλοτε τη μορφή εικόνων, άλλοτε χορευτικών εσταντανέ και άλλοτε εικαστικών περιπλανήσεων.

Άλλωστε ο Παπαϊωάννου ήταν από τους λίγους και από τους πρώτους που κατάφερε να συναρμόσει αρμονικά το χαμερπές με το υψηλό. Να γίνει ταυτόχρονα ο κάτοικος των απαγορευμένων θέσεων και των υψηλών στοιχημάτων: Η Πίνα Μπάους, ο Τσαρούχης, ο Ουίλσον, τα drag-queen shows, ο Ταρκόφσκι και ο Αλμοδοβάρ.

Τα πάντα έβρισκαν τον δικό τους τρόπο να λειτουργήσουν σε ένα ενιαίο εικαστικοχορευτικό παιχνίδι, που ήδη είχε επικρατήσει ως τάση στην Ευρώπη, «αλλά ήταν άγνωστη στην Ελλάδα αφού οτιδήποτε δεν είχε παπουτσάκια μπαλέτου δεν θεωρούταν καν χορός», όπως έλεγε. Υπήρχε, ωστόσο, κάτι που συγκρατούσε εκείνη την «ζωτική ή ζωική ορμή» της εποχής εκείνης: ο ιός του HIV.

Τον χτύπησε ανελέητα, στερώντας ανθρώπους που αγαπούσε βαθιά, κόβοντας την ορμή -ερωτική και δημιουργική. Ο ίδιος με παρρησία είχε δηλώσει τυχερός που βγήκε ζωντανός από αυτό τον οδοστρωτήρα. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι τραυματίστηκε έκτοτε για πάντα «η πρώτη αυτή, κατάματη, αντιμετώπιση του σώματος του άλλου χωρίς πρώτες και δεύτερες σκέψεις. Έκτοτε ο ερωτισμός ήταν για μένα μια εντελώς διαφορετική ήπειρος».

Ποτέ, όμως, δεν θέλησε να δει την τέχνη ως καταραμένος: Δεν του άρεσε ποτέ ο φόβος και η ακραία ζωή. Ήθελε να ζήσει καλά και να είναι τόσο ακραίος όσο το όριζε η επιθυμία του.

Και πάντα σκεφτόταν πως υπήρχαν «άλλες καταστροφές πιο επικίνδυνες, όπως αυτές που προκύπτουν όταν δίνεται σε κάποιους το “μικρόφωνο” και η δημοσιότητα και δεν μπορούν να συγκρατήσουν ό,τι έχει μείνει χρόνια μέσα τους ως απωθημένο Είναι αυτοί που δεν ετοιμάζονταν ή δεν δούλευαν ποτέ γι’ αυτό. Δυστυχώς είναι λίγοι αυτοί που η επιτυχία τους κάνει καλύτερους και δίνουν όλο και πιο πολύ» μας έλεγε κάποτε, σχολιάζοντας, κάπως δηκτικά, όλη αυτή την ψευδή, καλλιτεχνική ευωχία που ακολούθησε στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς.

Όσο για τον ίδιο, παραδέχεται πως την περίοδο των Ολυμπιακών δεν απόλαυσε την πόλη, γιατί δούλευε εντατικά. Ούτε είδε το τρομερά πανηγυρικό κλίμα και που τώρα η αλήθεια είναι πληρώνεται με ακριβό νόμισμα –θλιβερός λογαριασμός που ακολουθεί μετά το πάρτι.

Επιστροφή στη Στέγη

Βέβαια ο ίδιος δεν μπορεί να μη νιώθει ευγνωμοσύνη για όλο αυτό που έγινε τότε. Κυρίως για τα διθυραμβικά σχόλια, για τη λατρεία που εκδηλώθηκε στο πρόσωπο του, σε εποχές που το όνομα Δημήτρης Παπαϊωάννου ήταν κατά γενική ομολογία άγνωστο. Γι αυτό και έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με ένα μεγάλο κοινό που περίμενε από εκείνον μια επανάληψη των Ολυμπιακών στις επόμενες δουλειές του, καθώς αγνοούσε τον πρότερο, μινιμαλιστικό του βίο.

Δεν μετανιώνει, ωστόσο, που θέλησε να ανοίξει το κοινό σε έναν διαφορετικό τρόπο θέασης ενός έργου, όπως προσπάθησε να κάνει με το “Μέσα” και μάλιστα σε ένα αστικό θέατρο, όπως το Παλλάς, κι ας μην λειτούργησε. Απόλαυσε, ωστόσο, με την καρδιά του την “ποπ” έκρηξη του “2” και τη “Μήδεια” που ακολούθησε αμέσως μετά.

Τώρα επιστρέφει στη Στέγη, έναν χώρο που του ταιριάζει απόλυτα και όπου μπορεί να δαμάσει τα πρώτα υλικά της τέχνης του με μια ομάδα χορευτών που αγγίζει τη δεκάδα. Και με εκείνον τον 11ο, που εύλογα παραπέμπει σε έναν αντεστραμμένο ποδοσφαιρικό αγώνα. Τί, όμως, έκανε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου όλο αυτόν τον καιρό, εκτός από το να ταξιδεύει στο εξωτερικό και να κάνει ακόμα γνωστότερο το όνομα του;

Κατά κύριο λόγο έκανε βόλτες, σαν καθημερινός κάτοικος του Παγκρατίου: «Είμαι ποδηλάτης, περιπατητής και υμνητής της αστικής μοναξιάς της Αθήνας. Και της αγορίστικης μελαγχολίας της πόλης εν γένει. Παρότι δεν καταβροχθίζω την πόλη, όπως παλιά, επιστρέφω στις ίδιες διαδρομές -στον Εθνικό Κήπο, το Παγκράτι και την Πλατεία Αγίας Ειρήνης, την οποία τείνω να υιοθετήσω μαζί με την ανθρωπογεωγραφία της» μας δήλωνε παλιότερα. Αυτό δεν αλλάζει ποτέ όσον αφορά τη μονίμως περιπατητική του ιδιοσυγκρασία.

Η πόλη, όπως και η ιστορία της χώρας, παραμένει ολοζώντανη μέσα του και είναι γνωστό ότι ξεδιπλώνεται με τον πιο γοητευτικό τρόπο μέσα από τα έργα του. Η ελληνική ταυτότητα παραμένει αυτούσια και ζωντανή μέσα του με έναν εντελώς ρομαντικό τρόπο. Φαίνεται πώς η διαδικασία εξακολουθεί να είναι ζωντανή στο βαθμό που δονεί ακόμη ξαφνικές συγκινήσεις, διαμορφώνει εικόνες και προκαλεί αναταράξεις κάθε φορά που ο ίδιος καλείται να ανακαλύψει πράγματα και σημεία της ελληνικής ταυτότητας.

Στη γραμμή Τσαρούχη

Και παρότι έλεγε πως από μικρός ήταν κόντρα σε οποιαδήποτε μορφής εθνική αφήγηση, δεν μπορεί να αντισταθεί στα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας που εξακολουθούν να τον ορίζουν τόσο ενδόμυχα. Το αίσθημα, δηλαδή, που του μεταγγίστηκε από τον ίδιο τον Τσαρούχη.

Το ίδιο αίσθημα ένιωσε όταν βρέθηκε στα 18 του να περπατάει στη Νέα Υόρκη και να συνειδητοποιεί «ότι έχει διαφορά να περπατάς σε μια πόλη χωρίς ερείπια, είναι κάτι πρωτογενές. Ενδεχομένως να ακούγεται γελοίο αλλά το ελληνικό καλοκαίρι γεννά πράγματα αξεπέραστα. Αν πρόκειται για την ίδια τη φύση ή για μια προσωπική μυθολογία που φωλιάζει στην ψυχή του καθενός, δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι είναι εντελώς αστείο να προβάλει κανείς αντίσταση σε αυτά τα στοιχεία και όχι σε μια υποτιθέμενη μοντερνιά. Αλλά είναι λυμένα αυτά τα ζητήματα προ πολλού. Ο Τσαρούχης το είχε ξεκαθαρίσει εξηγώντας τη διαφορά ανάμεσα στον μαϊμουδισμό της Δύσης και τον κοσμοπολιτισμό που πηγάζει ακριβώς από την αποδοχή της εθνικής ταυτότητας» μας έλεγε με ακρίβεια, παραγκωνίζοντας οποιαδήποτε μορφή σουσουδισμού απέναντι σε ό,τι ελληνικό αγαπάμε και μας στοιχειώνει.

Ίσως γι’ αυτό σήμερα ο Δημήτρης Παπαϊωάννου να νιώθει αποενοχοποιημένος που το κλέος των αγαλμάτων, τα οποία γίνονται συντρίμμια κάτω από το βάρος του έρωτα ή της ιστορίας. Έτσι όπως ακριβώς το ήθελε, δηλαδή, ο Σεφέρης. Αυτό το κλέος εξακολουθεί να επανέρχεται και να καθορίζει το δικό του έργο.

Δεν τον νοιάζει αν τον κατηγοριοποιούν, όπως ελάχιστη σημασία δίνει πια σε ποιον αθηναϊκό χώρο θα ανέβουν τα έργα του. Όπως και να έχει, ή πρόκειται για την απλότητα της Στέγης Γραμμάτων, ή για τη φαραωνική επιβολή του Μεγάρου Μουσικής, ή για το ρωμαϊκό Ηρώδειο, η τέχνη λειτουργεί σ’ όλες περιπτώσεις θριαμβευτικά.

Οι τόποι, όπου λειτουργεί η τέχνη, είναι καθαγιασμένοι ούτως ή άλλως. Το θέμα είναι να μπορέσουν να δημιουργηθούν οι στιγμές που μόνο η τέχνη ξέρει να ξεκλειδώνει. Τα στοιχεία που τόσο όμορφα, άμεσα και απέριττα ξέρει να μας μεταδίδει ο Δημήτρης Παπαιωάννου, αυτά τα νευρώδη κύματα ταραχής και απόλαυσης.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι