ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η μέρα που γεννήθηκε ο “διαφορετικός” Φρέντυ

Η μέρα που γεννήθηκε ο "διαφορετικός" Φρέντυ, ΚΑΛΟΓΕΡΙΔΟΥ

Φαίνεται πως όλα πήγαν στραβά για τον κόσμο των ζώων τη μέρα που γεννήθηκε ο Φρέντυ. Η Φλο – Φλο η αλεπού, λόγου χάρη, έμεινε με λειψή ουρά όταν πιάστηκε σε παγίδα χωρικών. Ο Αζόρ, το γέρικο κυνηγόσκυλο απ’ το γειτονικό χωριό, έχασε τη δουλειά του όταν τον έδιωξε τ’ αφεντικό του, γιατί απ’ τη στραβομάρα που είχε δεν έβλεπε πια να κυνηγήσει λαγούς.

Η φίλη του η Νταίζη, μια σκυλίτσα πρώτης τάξεως και από σπίτι, έμεινε κουτσή σαν την πάτησε ο τσαφ – τσουφ το τρενάκι, το βράδυ που περνούσε αμέριμνη τις ράγες του διπλανού σταθμού. Ο Λεωνίδας το λελέκι, πάλι, που τον φώναζαν και γυμναστή, έχασε την ίδια μέρα τη γυναίκα του από ηλεκτροπληξία, όταν εκείνη σταμάτησε να ξεκουραστεί για λίγο πάνω σ΄ ένα γυμνό καλώδιο της ΔΕΗ.

Κι ο Ντάνυ, τέλος, το μουλάρι, αφού σακατεύτηκε απ’ την κούραση (πότε ζεύοντας αλέτρια και πότε κουβαλώντας κάρα με μαναβική για χρόνια ολόκληρα), από τις πολλές τσιμπιές και τα χτυπήματα με τη βουκέντρα και το ραβδί πέρασε στην αχρηστία και αφέθηκε στα γεράματά του να ψοφήσει έξω στο δρόμο σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, που λένε.

Διωγμένος, νηστικός και κουρασμένος απ’ τον πολύωρο ποδαρόδρομο, έφτασε επιτέλους ο Ντάνυ στο ξέφωτο του δάσους, ένα περίπου χιλιόμετρο έξω απ’ το χωριό. Είχε αρχίσει κιόλας να σκοτεινιάζει. Ο ήλιος, βασιλεύοντας, τραβούσε βιαστικά το δρόμο του για τη Δύση, αφήνοντας πίσω του φούξιες πινελιές που έκοβαν λίγο την αγριάδα του δάσους και φώτιζαν περισσότερο το ξέφωτο, όπου ήταν χτισμένο το ξενοδοχείο των άπορων ζώων.

Εκεί βρήκαν καταφύγιο οι τραυματίες και οι κατατρεγμένοι εκείνης της μέρας, την ώρα που η αρκουδοοικογένεια – μόνιμη ένοικος του ξενοδοχείου – περίμενε με αγωνία τη γέννηση του πέμπτου παιδιού της. Η ετοιμόγεννη Σάλυ κείτονταν πάνω στα άχυρα στο πάτωμα της αίθουσας τοκετών, που χωριζόταν με παραβάν από τη σάλα του ισογείου. Φαινόταν αποκαμωμένη απ’ τους πόνους της γέννας κι ετοιμαζόταν να λιποθυμήσει ξανά, γιατί έχασε πολύ αίμα και το μικρό δεν έλεγε να βγει ακόμα.

Ο αρκούδος

Ανήσυχος έσκυβε από πάνω της ο αρκούδος, ο άντρας της, που της δρόσιζε το μέτωπο και προσπαθούσε να την καθησυχάσει με λόγια παρηγοριάς, ζητώντας ταυτόχρονα απ’ τα τέσσερα παιδιά του να της κάνουν αέρα με τα φτερά χήνας τα οποία τους είχε μοιράσει από νωρίς. Δεξιά του ο Ντέμης, ο μεγαλύτερος γιος, προσπαθούσε με δυσκολία να κρατήσει την ψυχραιμία του και να μη βάλει τα κλάματα βλέποντας σ’ αυτή την κατάσταση την αγαπημένη του μητέρα.

Δίπλα του έστεκε φοβισμένη η Αντζέλικα, η μοναχοκόρη τους, ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε για να ανακουφίσει τη μάνα της. Απέναντί της ο Στρουμπουλός, ο καλοφαγάς και πιο μεγαλόσωμος, που έτρωγε ένα κιούπι μέλι στην καθισιά. Ένα βήμα πίσω του ο Δεβαριέσαι, ο τεμπέλης της οικογένειας, που έχασκε με ορθάνοιχτο στόμα και μάτια κατακόκκινα απ’ την αϋπνία, κουνώντας μηχανικά πέρα – δώθε τα φτερά χήνας που του έδωσε ο πατέρας του.

Μετά από ώρες ορθοστασίας ο μικρότερος γιος ένιωθε τα πόδια του να τρέμουν τόσο πολύ, που του ερχόταν σχεδόν να πέσει κάτω από την κούραση. Είχε ανοίξει τώρα τη μικρή του σιαγόνα κι ετοιμαζόταν για ένα μεγάλο χασμουρητό, όταν το ξεφωνητό της μάνας του τον έκανε να το πνίξει απότομα. Η Σάλυ, μουγκρίζοντας γοερά, πέταξε επιτέλους κάτω μ’ έναν τελευταίο σπασμό το πέμπτο της παιδί! Ήταν και αυτό αγόρι.

– Μμμ… έκανε ο πατέρας αρκούδος σαν το πρωτοαντίκρισε, καταπίνοντας ένα επιφώνημα δυσαρέσκειας.

– Παααα! φώναξαν κατάπληκτοι και οι άλλοι με φανερή απογοήτευση στη φωνή.

– Γιατί… γιατί είναι έτσι, μπαμπά, το μωρό μας; Τόλμησε να ρωτήσει πρώτη η Αντζέλικα, σκύβοντας με περιέργεια πάνω απ’ το νεογέννητο αδελφάκι της. Σφίχτηκε η καρδιά της σαν αντίκρισε αυτή τη χνουδωτή μάζα με το άτριχο μουτράκι και τα σχιστά μάτια.

– Μη… μην το πλησιάζετε, είν’ ακόμη αδύναμο· προειδοποίησε στεναχωρημένος ο μπαμπάς αρκούδος, τρέμοντας σχεδόν να καλοκοιτάξει αυτόν τον παράξενο γιο. Κάποια στιγμή, τέλος, χαμήλωσε με μεγάλη προσπάθεια τα μάτια του και τον επεξεργάστηκε με φανερή αγωνία. «Αχ! Θεέ μου! Σε ποιον έμοιασε αυτό το παιδί;» αναρωτήθηκε έντρομος, αφήνοντας να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός.

– Η γουνίτσα του είναι ολόιδια με τη δικιά μας, ακούστηκε παρηγορητική η φωνή του Ντέμη, σαν απάντηση –θαρρείς– στις σκέψεις του.

– Μα… το μούτρο του μόνο…, συνέχισε μονολογώντας ο μεγάλος αδελφός. Τι συμβαίνει μπαμπά και γελάει έτσι το μωρό μας; Ανησύχησε τώρα σοβαρά και ύψωσε το βλέμμα για ν’ ανταμώσει εκείνο του πατέρα του.

Ο Στρουμπουλός, παραδίπλα, πλησίασε περισσότερο.

– Και τα μάτια του… Γιατί είναι σχιστά στις άκρες; αναρωτήθηκε φωναχτά με περιέργεια, ξεχνώντας ίσως για πρώτη φορά την αιώνια πείνα του.

– Αφήστε το μωρό μου ήσυχο! ακούστηκε προστατευτική η φωνή της μάνας τους, που έχοντας πια συνέλθει εντελώς σηκώθηκε βιαστικά κι έσφιξε πάνω της με λαχτάρα το μικρό νεογέννητο.

– Είναι… είναι κάπως διαφορετικό από τα άλλα μας παιδιά· δεν είναι Σάλυ; παρατήρησε με πολύ τακτ ο άντρας της, διστάζοντας να της πει καθαρά την πικρή αλήθεια.

– Ε, θα… φάει περισσότερο για να γίνει σαν εκείνα, τον καθησύχασε η γυναίκα του, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει τον φανερό υπαινιγμό του και προσπαθώντας μάταια να ακουστεί αισιόδοξη.

Την ίδια ώρα, όμως, ξεχείλιζε μέσα της από πίκρα και σκέψεις μελαγχολικές. «Το καημένο το μωρό μου, το κακότυχο, το φτωχό…» σπάραζε κρυφά γεμάτη τύψεις, κι έσκυβε να το φροντίσει σαν όλες της μανάδες του κόσμου.

Έχοντας την πείρα απ’ τις άλλες γέννες, αφού το καθάρισε σχολαστικά με τη μεγάλη γλώσσα εξαφανίζοντας τα υγρά του τοκετού, το άφησε να μπουσουλίσει στο πάτωμα λίγο πριν κάνει τα πρώτα του βήματα στη ζωή.

Σα στάθηκε στα πόδια του εκείνο, το κοίταξαν όλοι τους σχολαστικά με ανήσυχο βλέμμα. Στο άτριχο μουτράκι του οι άκρες των σχιστών ματιών πλησίαζαν σχεδόν προς το πλατύ και κυρτό μέτωπο, αφήνοντας ταυτόχρονα μεγάλο κενό μεταξύ τους.

Αναζητώντας όνομα

Η μουσούδα του, μικρότερη απ’ το κανονικό, άπλωνε αφύσικα στα δεξιά κι αριστερά του προσώπου, στρογγυλεύοντάς το εντυπωσιακά. Αυτό που τρόμαζε όμως περισσότερο ήταν το σχήμα του στόματος. Μισάνοιχτο πάντα με τραβηγμένες τις άκρες του, έμοιαζε μάλλον με στόμα γελωτοποιού παρά μικρού αρκούδου. Σήκωσε η Σάλυ το δεξί μπροστινό της πόδι και το χάιδεψε απαλά τρέμοντας από ανησυχία.

– Καλώς ήλθες… μωρό μου, πήγε να του συστηθεί. Μα σαν ανακάλυψε πως κάτι έλειπε απ’ την προσφώνηση, σταμάτησε αμέσως. Πώς να το φώναζε το παιδί της, που δεν του βρήκαν βαφτιστικό ακόμα; Γύρισε προβληματισμένη στους άλλους δίπλα της. Την κοιτούσαν σιωπηλοί σαν στρατιωτάκια που περίμεναν διαταγές.

– Πρέπει… πρέπει να του δώσουμε κι ένα όνομα πριν βγει στην κοινωνία, είπε φωναχτά τη σκέψη της η μαμά αρκούδα.

– Ναι… να του δώσουμε, συμφώνησε λιγομίλητος όπως πάντα ο άντρας της.

Άρχισαν, λοιπόν, όλοι στην οικογένεια να ψάχνουν για το κατάλληλο όνομα που θα ταίριαζε σ’ αυτό το παράξενο αγόρι.

– Να το φωνάζουμε Ρίκυ; πρότεινε ο Στρουμπουλός έχοντας στο μυαλό του το φίλο του το ελάφι.

– Και γιατί όχι Ντάνυ; πετάχτηκε διαφωνώντας ο Δεβαριέσαι για να τιμήσει τον καινούργιο τους συγκάτοικο, που έφτασε ξεθεωμένος στο ξενοδοχείο τους εκείνο το βράδυ.

– Ααα! Σταματήστε πια! αγρίεψε ο μπαμπάς αρκούδος για να τους κάνει να σταματήσουν τους καβγάδες. Δεν χάθηκαν δα τα ονόματα για να τρώγεστε σαν τα κοκόρια…

– Μήπως να τον βαφτίζαμε Παταπούφ; ρώτησε δισταχτικά η Αντζέλικα που είχε διαβάσει αυτό το όνομα σ’ ένα παραμύθι και της άρεσε πολύ.

– Δεν του ταιριάζει, χρυσό μου, της είπε απαλά η μητέρα της φιλώντας την τρυφερά στο μάγουλο.

– Γιατί; Αναρωτήθηκε η μικρή απογοητευμένη.

– Μα θα γελούν όλοι μαζί του, δεν το καταλαβαίνεις; Ίσως… ίσως θα’ πρέπει να διαλέξουμε ένα ξεχωριστό όνομα για ένα τόσο ξεχωριστό παιδί, κατέληξε η Σάλυ, και γυροφέρνοντας το βλέμμα στα τρία αγόρια περίμενε με αγωνία τη δική τους αντίδραση.

– Φυσικά, φυσικά… συμφώνησαν όλα με μια φωνή, θαυμάζοντας –όπως πάντα– τη σοφία της μάνας τους.

– Θα του δώσουμε, λοιπόν, ένα όνομα που να μην το έχει κανένα μα κανένα απ’ τα ζώα του δάσους· ούτε του χωριού ακόμα πιο πέρα… Προσπάθησε ν’ ακουστεί χαρούμενη εκείνη, ρίχνοντας ταυτόχρονα κλεφτές ματιές στο νεογέννητο αγόρι, που άρχισε κιόλας τις πρώτες του εξερευνήσεις στους κάτω χώρους του ξενοδοχείου.

Είχαν συγκεντρωθεί τώρα και οι υπόλοιποι ένοικοι στη μεγάλη σάλα για να γιορτάσουν τον ερχομό του και να τον γνωρίσουν καλύτερα από κοντά. Ήταν ολοφάνερη, όμως, η προσπάθειά τους να κρύψουν τα χαμόγελα ειρωνείας και να καταπιούν τις απορίες και τα ερωτηματικά που τους γεννούσε η εικόνα του.

– Πώς σε λένε μικρέ; ρώτησε πρώτος ο Πλουμιστός κι απλώνοντας τη δεξιά του φτερούγα έπνιξε γρήγορα ένα δυνατό «κικιρίκι» απ’ το μεγάλο του ξάφνιασμα.

Το αρκουδάκι τον κοίταξε απορημένο τραμπαλίζοντας το κεφάλι του πέρα – δώθε, σα να μην καταλάβαινε γρι απ’ τα αλαμπουρνέζικα που ξεφούρνιζε ο φτερωτός κύριος. Οι άλλοι πίσω του κρυφογέλαγαν, κάνοντας χάζι από μακριά.

«Θα τον πούμε Φρέντυ»!

Σφίχτηκε η καρδιά της μάνας βλέποντας το μικρό της να γίνεται θέαμα. Αχ, πώς να το φωνάξει η δόλια για να το φέρει κοντά της; Τι να του πει που δεν την αναγνώριζε καν; «Έλα εδώ μικρέ» ας πούμε «γιατί έχω κάτι να σου πω;». Όμως… όμως όχι! Ήταν το σπλάχνο της, δεν ήταν ξένο για να το αποπάρει έτσι…

«Έπρεπε εξάπαντος να του βρει ένα όνομα, τ’ όνομά του· πάει και τελείωσε…» σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν η Σάλυ πιέζοντας το μυαλό της, ώσπου επιτέλους το βρήκε. Τ’ όνομα “Φρειδερίκος” πάντα της άρεσε στους ανθρώπους, γιατί ήταν σπάνιο και επιβλητικό. Μα ταίριαζε τάχα για… τα ζώα; Γιατί όχι; Αν του ’κοβε μάλιστα και την ουρά στο τέλος, θα ’ταν ακόμα καλύτερο.

«Για να δούμε: Φρει… Φρει… Φρε… Φρέντυ! Αυτό είναι! Θα τον πούμε Φρέντυ», σκέφτηκε ενθουσιασμένη, και γύρισε στους άλλους που κοιτούσαν απορημένοι τις γκριμάτσες του προσώπου της.

– Θα τον φωνάζουμε Φρέντυ! τους ανακοίνωσε επίσημα, ψάχνοντας ταυτόχρονα με τα μάτια της τη συγκατάθεση του άντρα της. Εκείνος βέβαια δε φαινόταν να έχει καμιά απολύτως αντίρρηση. Μα και τ’ άλλα τους παιδιά συμφώνησαν αμέσως πως του πήγαινε γάντι αυτό το όνομα.

– Δόξα τω Θεώ! μουρμούρισε η Σάλυ και φώναξε το στερνοπούλι της ησυχασμένη.

– Φρέντυ, Φρέντυ, έλα εδώ μωρό μου που θέλω να σου πω κάτι…

 

Το παραμύθι συνεχίζεται σε επόμενα μέρη…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι