Η Μήδεια της καψούρας – Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους μ@λ@κες;
27/07/2022Βαρύς, πολύπλευρος, αλλά και εν μέρει αινιγματικός, είναι ο μύθος της Μήδειας στην εκδοχή του Ευριπίδη. Προφανώς, δεν ήταν δυνατόν να χωρέσει σε ένα μόνο κείμενο, όλο το υλικό που είχα στη διάθεσή μου. Εκτός αυτού, δέχτηκα ερωτήσεις αναγνωστών, σχετικά με τον μύθο: Για τους γάμους της Μήδειας με τον Ιάσονα, το τέλος της Μήδειας, αλλά και τις σημαντικότερες μεταφράσεις του έργου. Αν προσθέσω και το φωτογραφικό υλικό, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε στο πρώτο κείμενο, αντιλαμβάνεστε γιατί έδωσα συνέχεια…
Αρχίζω με τον Αιήτη, τον πατέρα της Μήδειας, ένα “μούτρο”, εσωστρεφές, αδίστακτο αλλά και με επιλεκτικές αδυναμίες! O Σουηδός Samuel Byrskog, σε μία “τελεολογική” μελέτη του, υπαινίσσεται (σαφώς εκτιμώ) ότι ο Αιήτης ήταν ερωτευμένος με την κόρη του Μήδεια, αλλά με πολύ ξεχωριστό τρόπο. Η ιδιαιτερότητα αυτού του έρωτα ήταν ότι ο Αιήτης δεν επεδίωκε σωματική επαφή, όλη η ευτυχία του ήταν να είναι πάντα δίπλα του η Μήδεια και μάλιστα παρθένα!
Δηλαδή απουσίαζε από το “ειδύλλιο” αιμομιξία στην πράξη. Ο πατέρας δεν ήθελε να χάσει με τίποτε την κόρη του και γι’ αυτό ξεπάστρευε αμέσως όποιον ξένο θεωρούσε ύποπτο να του την πάρει, εφαρμόζοντας τη συνήθεια της ξενοκτονίας που υπήρχε στην Κολχίδα! Όταν η Μήδεια το έσκασε με τον Ιάσονα (αφού τον βοήθησε να κλέψει το χρυσόμαλλο δέρας, υπνωτίζοντας τον δράκο), βάλθηκε να την κυνηγάει. Η λίαν καψούρα Μήδεια, για να τον καθυστερήσει, σκότωσε τον αδερφό της τον Άψυρτο, τον τεμάχισε και τον έριξε στη θάλασσα.
O Αιήτης δεν άλλαξε αισθήματα για τη Μήδεια, λόγω της πράξης της και μετά τη γρήγορη ταφή των κομματιών του γιου του, συνέχισε να την κυνηγάει και μάλιστα λέγεται ότι τα πλοία της Κολχίδας έφτασαν μέχρι την Κέρκυρα, το νησί των Φαιάκων, εκεί όπου είχε ήδη φτάσει η Αργώ! Αράξανε, ο Αιήτης κι οι Κολχιδαίοι στην παραλία, γιατί δεν τολμούσαν να βγουν στην στεριά.
Στην Κέρκυρα, λοιπόν, έγιναν οι γάμοι της Μήδειας και του Ιάσονα κι όταν το επόμενο πρωί το έμαθε ο Αιήτης, μάζεψε τα πλοία κι έφυγε, γιατί κατέρρευσε το συναισθηματικό του “σύμπλεγμα” για την κόρη του, ακριβώς γιατί δεν ήταν πλέον παρθένα κι επομένως δεν υπήρχε “αντικείμενο” γι’ αυτόν! Τέτοιες ιστορίες συνέβαιναν πάντα και παντού, προφανώς συμβαίνουν και σήμερα, αφού αυτές είναι, δυνητικά, μέσα στη φύση των ανθρώπων…
Νύφη ζηλεμένη η Μήδεια!
Σύμφωνα με τον Απολλώνιο τον Ρόδιο (“Τα Αργοναυτικά”), οι γάμοι της Μήδειας και του Ιάσονα έγιναν στην Κέρκυρα. Μάλιστα, βεβαιώνει ότι επειδή στο λιμάνι ήταν τα πλοία της Κολχίδας (και δια τον φόβον των …κάφρων Κολχιδαίων), οι γάμοι ετελέσθησαν μακριά από το λιμάνι. Προτιμήθηκε, ως χώρος του μυστηρίου, μία “θεϊκή σπηλιά”, όπως την έλεγαν, που βρισκόταν σ’ ένα δάσος.
Ο ιστορικός Ανδρέας Μουστοξύδης υποστηρίζει ότι η σπηλιά πρέπει να ήταν στο Μελιτήιον Όρος, ανάμεσα στο χωριό Άγιος Ματθαίος και στο βουνό Παντοκράτορας. Είναι σημαντικό να τονίσω ότι οι Φαίακες φέρθηκαν στην Μήδεια σαν βασίλισσα δικιά τους, την τίμησαν σαν θεά, την γέμισαν με δώρα καθώς και τον Ιάσονα, μεγαλεία πράματα δηλαδή! Από ψιλοδουλεμένα πέπλα μέχρι χρυσάφι! Άσχετα αν η Κυρία ήταν ένα αδελφοκτόνο καθίκι!
Ιδιαίτερα οι γυναίκες των Φαιάκων σκεφτόντουσαν διαφορετικά, είχαν παράδοση στην αντρειοσύνη και ήταν διάσημες για το γινάτι τους! Κι όπως λέει ο Θουκυδίδης, ήταν ίδιες με εκείνες πού πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών και ενάντια στους Ολιγαρχικούς στο φρικτό εμφύλιο πόλεμο στην αρχαία Κέρκυρα. (Βλ. Θ. Παππά, “Εγχειρίδιο ιστορίας των Ιονίων Νήσων”). Ο πολυδιαβασμένος Μίκης Θεοδωράκης επέλεξε τον Επτανήσιο Σπύρο Ευαγγελάτο για να σκηνοθετήσει την περίφημη όπερά του “Μήδεια”, που γύρισε όλον τον κόσμο.
Η ξενιτεμένη “Μήδεια” του Μίκη
Το έργο-όπερα “Μήδεια” του Μίκη μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε σαν την πρώτη “λυρική τραγωδία” στην Ελλάδα! Το λιμπρέτο είναι του ίδιου του Μίκη και του πήρε δύο χρόνια να περατώσει το έργο. Ο Μίκης, ακολούθησε κατά γράμμα το κείμενο του Ευριπίδη. Όχι σα μερικά σύγχρονα σκηνοθετικά φυντάνια της συμφοράς, που με κονέ πάνε στην Επίδαυρο με ένα “δικό” τους (αλλ’ αντ’ άλλων και δήθεν άποψη) έργο, αλλά με κράχτη το όνομα ενός αρχαίου συγγραφέα. (Κάποιες φορές που βρεθήκαμε με τον Δημήτρη Γκιώνη στην Επίδαυρο –για “προσκύνημα” κι όχι για τα έργα φυσικά, αλλά πήγαμε και στο “κοίλον” για “ενέργεια”, αγανακτούσαμε και βρίζαμε μ’ αυτά που ακούγαμε και βλέπαμε! Και στο τραπέζι μας, μετά, γελάγαμε…).
Ο Μίκης, λοιπόν, διαχειρίστηκε άριστα την “παράκληση” του Ευριπίδη στο κοινό (μέσω της τροφού), να κατανοήσει τη θέση της Μήδειας: «ντροπιασμένη και εξόριστη». Έτσι, ο Μίκης τονίζει καταφανώς ότι η Μήδεια δεν ήταν εντελώς ξένη, αλλά «πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία». Κι αυτό, γιατί η μάνα του Μίκη ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, όπως και η οικογένεια της γυναίκας του, της Μυρτώς. Μάλιστα ο πατέρας της Μυρτώς, υπήρξε καθηγητής του Σμυρνιού νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη.
Για να μη χάσουμε το νήμα, ο Μίκης βάζει την τροφό να λέει: «Νιώθω πόνο στην καρδιά και ήρθα να κλάψω, να πω τα πάθη της κυράς μου σε ουρανό και γη». Για να …ξαλαφρώσει, ο Μίκης, μελοποίησε αυτόν τον στίχο σε μία συγκλονιστική άρια, χρησιμοποιώντας τη μελωδία από το τραγούδι του “Ο χρησμός” (1968), σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, που μάλιστα ταιριάζουν και στην περίπτωση της Μήδειας!
Το παράπονο του Μίκη
Ο Μίκης πόνεσε, ως φαίνεται, που η παγκόσμια πρεμιέρα της “Μήδειας” δεν έγινε στην πατρίδα του (χώρα αμέτρητων και ποικίλων …κάφρων), αλλά στην Ισπανία, στο Μπιλμπάο, στην όπερα Οpera Arriaga, την 1η Οκτωβρίου 1991. Τα “τσακάλια” του πολιτισμού και της κυβέρνησης στην Ελλάδα, δεν άφησαν τότε να δοθεί η “Πρώτη” στην Ελλάδα! Πριν δέκα μέρες, ο καλός μου φίλος Δημήτρης Τυπάλδος (ιδρυτής, διευθυντής και μαέστρος της ομώνυμης χορωδίας), μου διηγήθηκε το εξής περιστατικό. Το 1992, ένα χρόνο μετά την παγκόσμια “Πρώτη” της “Μήδειας” στο Μπιλμπάο, βρέθηκε κάποια φορά στο σπίτι του Μίκη, στενού του φίλου και συνεργάτη επί χρόνια.
Σε μια στιγμή, του είπε ο Μίκης να κατέβουν στο ησυχαστήριό του. Εκεί, έβαλε να δουν βίντεο με την “Πρώτη”. Ήταν πληγωμένος, ο Μίκης, που δεν έγινε αυτό την Ελλάδα και εκδήλωσε στον Δημήτρη (έναν χαμηλών τόνων λαϊκό ευπατρίδη) ήσυχα και απλά το παράπονό του! Επέλεξε τον Δημήτρη Τυπάλδο, γιατί αυτός έχει αγωγή και παιδεία, κάτι που στερούνται αυτοί που το μοναδικό προσόν τους είναι η ευκαιριακή ισχύς της υπογραφής τους! (Αμάν, πια) Τέλος πάντων, το 1993 …επέτρεψαν στον Μίκη να παρουσιάσει την “Μήδεια” στο Ηρώδειο!
Δεν ήταν, πάντως, η πρώτη φορά που η πολιτική εξουσία κυνηγούσε τον Μίκη! Ας θυμηθούμε ότι το 1964 η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου απαγόρευσε να παιχτεί στο Ηρώδειο το “Άξιον Εστί”. Ο Μίκης αντέδρασε με πέντε μόνο λέξεις: «Είναι ανάξιοι του “Άξιον Εστί”»! Ένας συρφετός ασήμαντων γραφιάδων, κατηγορούσε το έργο! Δεν είναι δύσκολο να βρείτε τα σχετικά κείμενά τους, είναι για γέλια, όπως είναι κι αυτά που γράφουν σήμερα οι υποστηρικτές του βιαστή (σύμφωνα με τη Δικαιοσύνη, ε;) Λιγνάδη. Στην καλύτερη περίπτωση απλώς τον ανεχόταν τον Μίκη και στη χειρότερη τον μισούσε… Έχω όλα τα ντοκουμέντα! Νήπιοι!
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους μαλάκες;
Η Μήδεια, καθάρισε τα δύο παιδιά της, τον αδελφό της, ένα σωρό άλλους και δε συνέβη τίποτε! Ούτε συλλήψεις, ούτε δίκες, ούτε φυλακές, ούτε διασυρμός! Διαβάσατε, ήδη, πώς την τίμησαν οι Φαίακες! Στις μέρες μας, όποιος έχει υψηλά κονέ, μπορεί μέχρι και να βιάζει ατιμωρητί… Γιατί, στη φυλακή δεν πάνε όλοι οι φονιάδες, βιαστές και γενικότερα κακούργοι! Στη φυλακή πάνε οι φτωχοδιαβόλοι και κάτι τύποι με φιλότιμο, σαν τον φιλόσοφο Σωκράτη, γιατί λέει προτείνουν “καινά δαιμόνια” (νέα μυαλά, να πούμε) και όχι μυαλά του σκότους και της συμφοράς.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης έλεγε «αν είσαι μάνα και πονείς, έλα στη δίκη να με δεις. Έλα πριν με δικάσουνε, κλάψε να μ’ απαλλάξουνε». Και τί είχε κάνει ο καημένος; Λίγο αγιασμένο χασισάκι φούμαρε, για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. (Το λέω “αγιασμένο”, γιατί αναφέρεται τρεις φορές στην Αγία Βίβλο και μάλιστα χρηστικά και ευφρόσυνα!). Το ίδιο χασισάκι, όμως, το φούμαρε ελεύθερα η υψηλή κοινωνία, αλλά δεν την πήγαιναν ποτέ μέσα, γιατί είχε τα υψηλά κονέ της…
Σ’ ένα ρεμπέτικο χασικλίδικο του Γιουβάν Τσαούς, ακούμε ότι πλούσιοι, βιομήχανοι και όλα τα enfant gâté, διατάξανε τον τεκετζή να τους ετοιμάσει ένα τσιμπούκι, ώστε «να μαστουριάσουνε, ν’ ακούσουνε μπουζούκι…». Ο καημένος ο Μάρκος δεν ήταν κάνας κ. Λιγνάδης, για να ‘χει πάρε δώσε με πρωθυπουργούς, υπουργούς Πολιτισμού και εξουσίες γενικότερα! Δηλαδή, μπάρμπα, της φυλακής τα σίδερα είναι για τους μαλάκες; Σε βάρβαρους τόπους όλα γίνονται, ανιψιέ…
Το τέλος της Μήδειας
Αν θέλετε να “ταξιδέψετε” με την “Μήδεια”, σε απόδοση στα νέα ελληνικά, προτιμήστε αυτή του Μίνωα Βολανάκη, ή αυτή του Γιώργου Χειμωνά! Το τέλος της Μήδειας δεν ήρθε με το σφάξιμο των παιδιών της. Οι Κορίνθιοι την εξόρισαν, γιατί με την πράξη της μόλυνε την παινεμένη πόλη τους. (Όταν έφευγε, τα ξυπόλυτα λιανόπαιδα της Κορίνθου, της πέταγαν κακαράντζες και της φώναζαν «Μούρα, μούρα, μαύρα μούρα, είσαι μια παλιοκαψούρα…»).
Πρώτα τράβηξε κατά τις Θήβες για να βρει τον Ηρακλή. Τον βρήκε σε μανία (είχε ήδη σκοτώσει τους δύο γιους του), αυτή τον γιάτρεψε με τα μαγικά της φίλτρα, αλλά δεν έμεινε εκεί. Πήγε στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε και πηδιόταν σποραδικά με τον βασιλιά Αιγέα. Μάλιστα απ’ αυτά τα σούρτα-φέρτα βγήκε κι ένα παιδί, ο Μήδας (με ήτα, όχι με ιώτα). Αλλά, όπως λέγαμε και στο πρώτο κείμενο, «αλλάζει η πουτάνα το χούι της;» Το λέω αυτό, γιατί η καραπαπάμ Μήδεια, έβαλε σχέδιο να δηλητηριάσει τον Θησέα κι έτσι να κάνει ό,τι θέλει τον Αιγέα. Αλλά εκεί ήταν τα όρια του Αιγέα, οπότε την έδιωξε πυξ λαξ από την Αθήνα.
Αυτή έφυγε και πήγε στην Ασία όπου συνάντησε τον γιο της τον Μήδα, μάλιστα από το όνομά του η χώρα εκεί ονομάστηκε Μηδία! (Κάπου στο σημερινό Ιράν ήταν η Μηδία). Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, ο πανδαμάτωρ χρόνος της έγνεψε να προετοιμάζεται… (Αυτό μου θυμίζει εκείνο που είπε στην παρέα του κάποια φορά, ηλικιωμένος πια, ο Αλέκος Σακελλάριος: «Μου γνέφουν τα κυπαρίσσια») Τι να κάνει κι αυτή η έρμη; Μάζεψε τα τσαμασίρια της και βουρ για τα Ηλύσια πεδία, όπου και συνάντησε σ’ ένα …μπαράκι τον ήρωα Αχιλλέα! Τον μάγεψε, παντρεύτηκαν με περίλαμπρο υμέναιο, άρα έγινε αθάνατη και μάλιστα με τζίφρα …δικαστηρίου.
Είναι πολύ ενδιαφέρον να ρίξει κάνεις μία ματιά στη “Μήδεια” που έγραψε ο θεατρικός συγγραφέας, και φιλόσοφος θα έλεγα, Ζαν Ανούιγ. Το ξεχωριστό που έδωσε από τη δική του οπτική, είναι ότι δεν ασχολήθηκε καθόλου με την πρωτόγονη αγριότητα της Μήδειας, ούτε και με την υποκρισία-απατεωνιά του αλητήριου Ιάσονα, στοιχεία που προβάλλει ο Ευριπίδης. Αυτός μελέτησε την ευαίσθητη ισορροπία-ανισορροπία ανάμεσα σε μία «προδομένη εφηβεία» και σε μία «χαμένη μαγεία του κόσμου».
Αντίο, Μήδεια και σε ευχαριστώ!