“Η Ορχήστρα του Αδερφού μου”: Μια κριτική στην γαλλική κοινωνία
24/04/2025
Μια συναισθηματική παράδοξη αφήγηση με ανατροπές που κρατά το ενδιαφέρον του θεατή η ταινία “Η Ορχήστρα του αδερφού μου” (En Fanfare / The Marching Band) του Εμανουέλ Κουρκόλ (Emmanuel Courcol), αναφέρεται στον Τιμπό (Benjamin Lavernhe), διάσημο γάλλο μαέστρο κλασικής μουσικής, που ανακαλύπτει ότι πάσχει από μία σπάνιας μορφής επιθετική λευχαιμία και χρειάζεται μεταμόσχευση μυελού οστών για να σωθεί. Στρέφεται στην αδερφή του και ανακαλύπτει έκπληκτος ότι είναι υιοθετημένος. Ψάχνοντας, ανακαλύπτει τον, επίσης υιοθετημένο, βιολογικό του μικρό αδερφό Τζιμί (Pierre Lottin), για να ζητήσει… μυελό και να ιαθεί. Ο Τζιμί υιοθετημένος από μία εργατική οικογένεια δουλεύει στο εστιατόριο ενός εργοστασίου και παίζει τρομπόνι στην τοπική φιλαρμονική ορχήστρα.
Με μια ενδιαφέρουσα τροπή πολύ γρήγορα ο σκηνοθέτης μας εισάγει στον προβληματισμό της αφήγησης. Η σχέση αίματος με έναν άνθρωπο μπορεί να προκύψει με εξίσου περίεργα ισχυρά συναισθήματα δεσμού, χωρίς να έχουν μεγαλώσει μαζί. Η συγγένεια εδώ (αδερφού) εξετάζεται με ιδιαίτερα αρχετυπικό τρόπο και αναδεικνύει πόσο σημαντικός δεσμός είναι ο αδελφικός. Το πρόβλημα προκύπτει και ως κοινωνικό: ο ένας αδελφός υιοθετείται από πλούσια οικογένεια που ανακαλύπτει πολύ νωρίς το μουσικό ταλέντο του Τιμπό και τον βοηθά να φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο και να γίνει ένας αναγνωρισμένος μαέστρος μεγάλων κλασικών ορχηστρών.
Ο άλλος αδελφός, ο Τζιμί, υιοθετείται από μία εργατική οικογένεια, δουλεύει ως μάγειρας και αυτοσχέδιος μουσικός που παίζει τρομπόνι, με ελάχιστες σχετικές σπουδές, μάλλον αυτοδίδακτος. Η διαφορά τους είναι εμφανής παρόλο που το ταλέντο του μάγειρα φαίνεται εξίσου σημαντικό. Εδώ προκύπτουν και οι συσχετίσεις με το ανθρώπινο συγγενικό DNA που μπορεί να ανακύπτουν κοινά ταλέντα.
Η ταξική ματιά της ταινίας τονίζεται έντονα, όπως και οι συγκρίσεις μεταξύ του φτωχού ακατέργαστου (οριακά άξεστου) Τζιμί και του πλούσιου elegant Τιμπό. Οι συγκρίσεις που προκύπτουν μεταξύ τους ελλοχεύουν και ως επιθετικότητα: εκείνη του αδικημένου μικρού αδερφού προς τον επιτυχημένο μεγάλο αδελφό, χωρίς όμως να εξετάζεται αν ο “επιτυχημένος” και διάσημος αδελφός έχει πράγματι κάτι παραπάνω πλην των υλικών αγαθών ή μιας αναγνωρισμένης καριέρας. Αυτές, όμως, οι συγκρούσεις θα φέρουν τα δύο αδέλφια πιο κοντά.
Η ταινία μονομερώς καταδεικνύει ότι το πρόβλημα, και ως αίσθημα κατωτερότητας, και ανικανοποίητης ζωής χωρίς όνειρα, το έχει ο άσημος μουσικός, ο φτωχός μάγειρας, έναντι του επιτυχημένου (και αυτάρεσκου) διάσημου μαέστρου. Ακούγεται λογικό, αλλά είναι και βολικό.
Λαϊκή και υψηλή έκφραση
Δεν είναι απαραίτητο να συμβαίνουν τα πράγματα έτσι. Ο Τζιμί επηρεασμένος από τον διάσημο αδελφό του θα αποπειραθεί να επιλεχθεί σε μία κλασική σημαντική γαλλική ορχήστρα και περνάει αποτυχημένα μία σχετική ακρόαση (στην επιτροπή είναι και ο αδελφός του). Σε εκείνο το σημείο η ταξική διαφορά ενός αυτοδίδακτου σχεδόν μουσικού με τους μουσικούς που περνούν όλη τους τη ζωή στα ωδεία και στις πρόβες, είναι προφανής.
Απογοητευμένος ο Τζιμί πάλι βγάζει επιθετικότητα προς τον επιτυχημένο του αδελφό. Αυτή την απογοήτευση τη βιώνει ως αδικία: εκείνος μειονεκτεί ως μουσικός, όχι επειδή είναι κατώτερος ως ταλέντο ή έχει λιγότερες ευαισθησίες, αλλά επειδή τον υιοθέτησε η λάθος ταξικά οικογένεια.
Ο Τιμπό αισθάνεται υποχρεωμένος που ο μικρός του αδελφός ανταποκρίθηκε στην αναζήτηση μυελού οστών για την λευχαιμία του, την οποία εξαιτίας αυτού φαίνεται να ξεπερνά, και προσπαθεί να ανταποδώσει, αναλαμβάνοντας να καθοδηγήσει την τοπική φιλαρμονική ορχήστρα που παίζει ο Τζιμί τρομπόνι. Στην πορεία της αφήγησης αυτή η διαφορά μιας κλασικής ορχήστρας με αυστηρούς τυπικούς κανόνες, ακρίβεια και τελειότητα στην εκτέλεση, σοβαρότητα στην όψη, την αισθητική γραμμή όλων των συμμετεχόντων, έρχεται σε αντίθεση και αντιπαράθεση με το πρόχειρο της τοπικής ορχήστρας, τα συχνά λάθη και το “δε βαριέσαι” ενός σαφώς λαϊκού στοιχείου των χύμα εκτελεστών.
Μία σύγκριση του λαϊκού στην τέχνη με τον ελιτισμό της υψηλής τέχνης, χωρίς να το επικρίνει η ταινία, το καταδεικνύει. Παρόλα αυτά, στέκεται στις όποιες αντιθέσεις με κωμικά σκετς και αρκετά στερεοτυπικές προσεγγίσεις, χωρίς να εμβαθύνει ιδιαίτερα, ούτε στους χαρακτήρες, ούτε στα όποια συμπλέγματα δημιουργήθηκαν στα υιοθετημένα αδέρφια. Κυρίως, επιλέγει αφηγηματικά να αποτυπώσει μία κοινωνική κατάσταση στη Γαλλία δύο ταχυτήτων, εργατικής τάξης και μεσαιο-υψηλής.
Ο Τιμπό αντιπροσωπεύει εκείνο το κομμάτι της γαλλικής κοινωνίας που έχει τα προβλήματά της λυμένα, ζει μοναχικά και ικανοποιείται στις δάφνες μιας εξαιρετικά υψηλής κουλτούρας, που η λαϊκή τάξη μπορεί να αντιλαμβάνεται ως τέτοια, ενώ ταυτόχρονα τη σνομπάρει και παράλληλα προσπαθεί να τη προσεγγίσει, να ομοιάσει, να τη φτάσει, και που φυσικά τα καταφέρνει στο τέλος (με την καθοδήγηση βεβαίως του διάσημου βιρτουόζου μαέστρου – χωρίς αυτόν δεν θα κατάφερναν τίποτα, αλλά είναι έτσι;).
Ο Τιμπό, σε μία ακόμα ανατροπή, στο τέλος της ταινίας, αποκαλύπτει ότι η θεραπεία εν τέλει δεν έπιασε. Η καθοδική πορεία της υγείας του είναι δεδομένη. Η τέλεια εικόνα του επιτυχημένου μουσικού-μαέστρου μπορεί να χαλάσει μόνο από τον ίδιο τον θάνατο. Ο μικρός του αδελφός συνειδητοποιεί το δέσιμο που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους.
Μια άνιση αντίθεση
Η ταινία τελειώνει με μουσική, όλη η ταινία είναι γύρω από τη μουσική, από τις νότες. Δε μαθαίνουμε και πολλά από την προσωπική ζωή του Τιμπό, ενώ ξέρουμε τα πάντα από την πλευρά του Τζιμί. Αυτή η επιλογή κρύβει ακόμα μία άνιση αντίθεση. Ο Τιμπό ζει μόνο μέσα από τη μουσική. Είναι το τίμημα της υψηλής κουλτούρας (;). Ο λαϊκός Τζίμι, αντιθέτως, έχει όλο το σχετικό πακέτο: παντρεμένος, χωρισμένος, ένα παιδί κάπου, μία νέα κατάκτηση, μία δουλειά που δεν του αρέσει, μία κοινότητα μίας μικρής πόλης που λειτουργεί σαν οικογένεια, σα μια μεγάλη αγκαλιά, το μοναχικό της υψηλής κοινωνίας χάνεται (κι αυτό το μανιχαϊστικό μοτίβο παραμένει προβληματικό).
Χωρίς απαραίτητα να δικαιολογούνται όλα τα παραπάνω, η ταινία διαθέτει τις ευαισθησίες των δύο κεντρικών χαρακτήρων, αναδεικνύει κάποια βασικά προβλήματα (ακροθιγώς) της γαλλικής κοινωνίας, ενώ οι ταξικές αντιθέσεις προβάλλονται ισχυρότερα καθώς η τέχνη μπορεί να συγκινεί και να ενώνει τους πάντες: μικρούς, μεγάλους, νέους, μεγάλους, πλούσιους, φτωχούς, όλη την κοινωνία. Η τέχνη, η μουσική εδώ ειδικότερα, γίνεται η συγκολλητική ουσία που διατρέχει κάθε κοινωνικό και ατομικό πρόβλημα. Είναι μια ταινία που σίγουρα συγκινεί και προβληματίζει, χωρίς να εμβαθύνει στο βαθμό που θα την έκανε σπουδαία. Παρόλα αυτά, παραμένει εμφανώς ενδιαφέρουσα.
Οι ερμηνείες είναι ικανοποιητικές (πολύ καλές επιλογές των δύο πρωταγωνιστών), χωρίς να εντυπωσιάζουν, όπως και η φωτογραφία ή η σκηνοθετική γραμμή που επιλέγει ο Εμανουέλ Κουρκόλ (είναι ο σκηνοθέτης του εξαιρετικού “Ένας Θρίαμβος”, 2020). Οι σκηνές της κλασικής ορχήστρας, καθώς και η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι ένα εξαιρετικό εύρημα, με πλάνα ενός ισορροπημένου μινιμαλισμού. Σίγουρα, όμως, ο Κορκόλ, καταφέρνει να υπηρετήσει το θέμα της ταινίας με ειλικρίνεια.