Η τέχνη της ζωής του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη
04/10/2024Αν σας κέντρισε ποτέ το ενδιαφέρον η εξαντλητική καταγραφή και αρχειοθέτηση αντικειμένων, η ανακάλυψη των αδιόρατων σχέσεων πραγμάτων, ο επαναπροσδιορισμός των ορίων μυθοπλασίας-εμπειρικής πραγματικότητας και η τολμηρότητα στην τεχνική της γραφής και της ζωγραφικής που ανατρέπει τα παραδοσιακά δεδομένα, τότε σίγουρα έχετε μυηθεί στην τέχνη της ζωής όπως την καταγράφει ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993).
Ο ξεχωριστός Θεσσαλονικιός πεζογράφος, ζωγράφος προσωπικού ύφους, εκδότης του περιοδικού Τέχνης “Κοχλίας”, ευρηματικός ποιητής (αδελφός της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη), βαθύς γνώστης της βυζαντινής γραμματείας και τέχνης, δοκιμιογράφος και διανοητής με φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές και θρησκευτικές αναζητήσεις. Μια ευφάνταστη, πρωτοπoριακή και οξυδερκής προσωπικότητα των Γραμμάτων και των Τεχνών, που ανέδειξε την τέχνη της διακειμενικής αναφοράς και αναμόρφωσε τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό στη “Σχολή της Θεσσαλονίκης” – έτσι την βάφτισε ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας Κώστας Στεργιόπουλος.
Η Παράδοση συναντά το Μοντέρνο
Σχολή διακεκριμένων διανοουμένων και καλλιτεχνών (αποφοίτων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου) την εποχή που μεσουρανούσε στην Αθήνα η “Γενιά του ’30“. Σχολή, η οποία είχε υπόστρωμα το ύφος του εσωτερικού μονολόγου, προσέγγιση διαθεματική, λόγο μοντέρνο αφηγηματικό, κλίμα εσωστρεφές και μυστικιστικό της βυζαντινής παράδοσης. Κλίμα με διαφοροποιήσεις, ωστόσο, στα έργα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη από εκείνα των ομοτέχνων της πόλης του. Κλίμα εσωτερικής περιπέτειας με ψυχικές διακυμάνσεις. Κλίμα θρησκευόμενο και κοσμικό μαζί, λόγος για τον οποίο κάποιοι τον αποκαλούσαν “πόρνο χριστιανό”, καθ’ ομολογία του, γιατί δεν άντεχαν την ελευθεριότητα και το νεωτεριστικό πνεύμα του, το οποίο προσιδίαζε μάλλον στο εξωστρεφές και καινοτόμο του Αθηναίων διανοούμενων της “Γενιάς του ’30”.
Το στίγμα του Βυζαντινού, Ευρωπαίου, Ορθόδοξου και μοντέρνου στα Γράμματα και την Τέχνη Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη σμίγει το λογοτεχνικό με το εικαστικό στοιχείο στα έργα του. Το ρεαλιστικό των βιωματικών εμπειριών του με το θαύμα των υπερλογικών σχέσεων που κρυφομιλούν με τον σουρεαλισμό. Σμίγει την απεικόνιση των διακυμάνσεων του ψυχικού κόσμου σε βυζαντινό ψηφιδωτό με την ιστορική διαδρομή του εσωτερικού μονολόγου και του αφηγηματικού μύθου.
Ο πρωτοποριακός λογοτέχνης του μοντερνισμού και ιδιοφυής τεχνίτης του λόγου, της απεικόνισης και της απρόσμενης ζωγραφικής σύνθεσης ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας και τέχνης, στην οποία τον μύησε η δασκάλα μητέρα του, κόρη Ελληνίδας και Γερμανού μουσικού. Μια προσωπικότητα της οποίας τα κείμενα πεζογραφίας και τα έργα ζωγραφικής καθρεφτίζουν μοναδικά την επίμονη “επιχείρησή” του για διάσωση των χαοτικών και πολυδαίδαλων εμπειριών του. Όλων όσων είδε, άγγιξε και αισθάνθηκε ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης απ’ την ηλιόλουστη παιδική και εφηβική ηλικία του ως την ενηλικίωση και την ωριμότητά του.
Ήδη στα 14 χρόνια του είχε συντάξει μια παγκόσμια γεωγραφία, την οποία ενέκρινε το Υπουργείο Παιδείας εντάσσοντάς τον στα εξαιρετικά ταλέντα, αν και ανακάλεσε την έγκριση όταν πληροφορήθηκε τη μικρή ηλικία του! Στην ίδια ηλικία, επίσης, ο ταλαντούχος Πεντζίκης άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του ποιήματα κατά τη διάρκεια διακοπών το 1921 στην Ουγγαρία, το Βέλγιο και την Αυστρία με τους γονείς και τα τρία αδέλφια του, μέχρι την εγκατάστασή του στο Παρίσι το 1926 για σπουδές στη Φαρμακευτική, με σκοπό να ακολουθήσει το πεπρωμένο της οικογενειακής παράδοσης.
Ο Πεντζίκης ως πρωτοπόρος των τεχνών
Αυτή ήταν η πρόθεσή του, τουλάχιστον, γιατί τον επόμενο χρόνο πέθανε αιφνιδιαστικά ο πατέρας του και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης αναγκάστηκε να περάσει την πιο σκοτεινή περίοδο της ζωής του, καθώς ο θάνατος εκείνου τον σημάδεψε ανεπανόρθωτα ψυχικά, ενώ δεχόταν παράλληλα πίεση και στα οικονομικά του. Πίεση η οποία ενέτεινε τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του και το αίσθημα παρατεταμένης ανασφάλειας που τον είχε κυριέψει. Κάποια στιγμή, ωστόσο, τα ξεπέρασε όλα αυτά, αντλώντας ψυχική δύναμη απ’ την ίδια την προσωπικότητά του.
Πήρε το πτυχίο της Φαρμακευτικής-Βοτανικής και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του (γνωστό λογοτεχνικό στέκι 1930-55). Η ψυχική του ισορροπία, όμως, δεν επανήλθε λόγω και των απανωτών ερωτικών απογοητεύσεων, κύρια αιτία που τον έστρεψε συνειδητά στην πεζογραφία και τη ζωγραφική. Κατευθύνσεις που ακολούθησε ενστικτωδώς με πνεύμα ανένταχτο, ένθεο και αντισυστημικό. Αφορμή, για να αρχίσει να ζει μέσα απ’ τη συγγραφή. “Ανδρέας Δημακούδης” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα το 1935 με θέμα τον καταστροφικό έρωτα ενός νεαρού μοναχού πλαισιωμένο από δικά του αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ ακολούθησαν κι άλλα σπουδαιότερα: “Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση”, “Μητέρα Θεσσαλονίκη” και “Συναξάρια Μαρτύρων και Αγίων”.
Αφορμή όλα αυτά για να αρχίσει να ζει μέσα κι από τη ζωγραφική, όπου αποδείχθηκε το ίδιο ευρηματικός και καινοτόμος. Απόδειξη το γεγονός ότι απ’ την πρώτη κιόλας έκθεσή του (1944) ο Πεντζίκης εισηγήθηκε ένα σύστημα ψηφαρίθμησης στη ζωγραφική, το οποίο άντλησε απ’ τις πυθαγόρειες θεωρίες. Μετέτρεπε, συγκεκριμένα, τα γράμματα σε αριθμούς και χρώματα. Τα δίχρονα φωνήεντα (α, ι, υ), για παράδειγμα, τα απέδιδε με λευκό ή σταχτί ή ουρανί χρώμα, ενώ τα βραχέα ή βραχύχρονα (ε,ο) με τριανταφυλλί και κίτρινο ή λεμονί χρώμα.
Πρωτοφανέρωτα και τολμηρά χαρακτηριστικά αυτά, που συναρτώνται άμεσα με τον πνευματικό κόσμο του Πεντζίκη, τον ιδιαίτερο ψυχισμό και νεωτερισμό του, τα οποία πλούτισαν την πεζογραφία και τη νεοελληνική ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη. Χαρακτηριστικά που λένε πολλά για την ξεχωριστή του προσωπικότητα, η οποία αποτυπώνεται στα λόγια της ιδιότυπης (μοντέρνας) θρησκευτικότητάς του: «Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να συμπεριφερθεί όπως θέλει, φτάνει να ‘ρθει μια στιγμή που να καταλάβει τι σημαίνει η διαγωγή του».
Στη ζωγραφική ο Πεντζίκης ακολούθησε μια τάση που πάντρευε το παραδοσιακό με το τολμηρό, το οποίο προηγείται της εποχής του (avant-garde). Πάντρευε τον μεταϊμπρεσιονισμό (συναισθηματισμό εγκιβωτισμένο σε εξεζητημένες φόρμες) με τις προσωπικές ευαισθησίες του και τον ιδιαίτερο ψυχισμό του. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει σε γραφή συνειρμική και τεχνική ψηφαρίθμησης, γνωστή ως “πουαντιγισμός” (pointillism) στη Γαλλία του τέλους του 19ου αι.
Ζωγράφιζε με μολύβια και λάδια, αλλά γρήγορα τα αντικατέστησε με την τέμπερα, γιατί θεωρούσε το λάδι αισθησιακό ακόμα κι όταν ζωγράφιζε μακεδονικά τοπία, λαϊκά σπίτια και εκκλησίες βυζαντινές της γενέθλιας γης του ή προσωπικότητες που τον εντυπωσίαζαν. Προσωπικότητες όπως αυτές των Μαρτύρων και Αγίων της πίστης μας, αλλά και πολιτικών προσώπων σύγχρονων της εποχής του, με κυρίαρχο εκείνο του Κωνσταντίνου Καραμανλή που το βλέπουμε σε συμβολικές και μεσσιανικού τύπου προσωπογραφίες του Πεντζίκη, όπου κυριαρχεί η μικρή κοφτή πινελιά και η προσπάθεια του ζωγράφου να «μεταγλωττίσει σε χρώμα το ήθος του πολιτικού άνδρα».
Η Αριστερά, η Αθήνα και η …αγελάδα
Ο πεζογράφος-ζωγράφος, προφανώς, είχε εγκαταλείψει από καιρό τον εφηβικό αριστερισμό του και παράλληλα με την γέφυρα που έχτισε για να ενώσει τα βυζαντινά στοιχεία ζωγραφικής με τα ευρωπαϊκά, έχτισε και μια άλλη που τον συνέδεσε με το πνευματικό και πολιτικό υπόβαθρο της νεότερης Θεσσαλονίκης. Αποτέλεσμα αυτής της σύνδεσης ήταν να συντονιστεί στο όραμα του Καραμανλή, στα μάτια του οποίου διείδε τον ηγέτη που προχώρησε με τόλμη στις απαραίτητες για τον τόπο τομές (μια απ’ τις πολιτικές, υποθέτω, ήταν η αναγνώριση του ΚΚΕ για χάρη της εθνικής συμφιλίωσης) χαρίζοντας ευρωπαϊκή προοπτική στην Ελλάδα.
«Ήμουν κι εγώ κομμουνιστής, όταν άνοιξε ο Στάλιν τις εκκλησίες», λέει εξομολογητικά ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στον διευθυντή του LIFO Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. «Αλλά όταν είδα τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα διαφώνησα τελείως με το Κόμμα και πήγα αρθρογράφος στο “Φύλλο του Λαού” του Πετσόπουλου, που αργότερα ίδρυσε τον “Ριζοσπάστη”. Έφυγα όμως κι από ‘κει, γιατί δεν κατανοούσαν τα γραφτά μου…»
Έτσι ο “Συναξαριστής” του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη (που μπόλιασε το πνεύμα του ιερού βιβλίου του και σε ερωτικές επιστολές ακόμα, καρτ ποστάλ και τοπωνύμια, πλην των άλλων κειμένων όπου έγινε πρότυπη ύλη) έκανε την πολιτική υπέρβαση και συντονίστηκε βαθμιαία με την πολιτική και το όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αποδεικνύοντας την ανήσυχη σύγχρονη ζωγραφική του συνείδηση, όπου το ερμητικά κλειστό (μοναχικό), το συμβολικό και το μυστικό συμπλέει με την μεταπολεμική και μεταπολιτευτική κατεστημένη βεβαιότητα στο μεταδικτατορικό ελληνικό τοπίο.
«Η Ελλάδα είναι μια αγελάδα: βοσκάει και τρέφεται στη Βόρεια Ελλάδα και στην Αθήνα αρμέγεται», συνήθιζε να λέει υπαινικτικά για τη… δευτερότριτη μεταχείριση της συμπρωτεύουσας απ’ το αθηνοκεντρικό κράτος (σε επίπεδο υποδομών και υπηρεσιών, τουλάχιστον), χωρίς να κρύβει ωστόσο και μια άλλη πικρή διαπίστωση (επίκαιρη στις μέρες μας) για τον παραμερισμό των συμβόλων: «Μια βολική μέθοδος να γλιστράς απ’ τα σύμβολα είναι να τα απομυθοποιείς. Εγώ όμως δεν πιστεύω στην απομυθοποίηση των συμβόλων, γιατί ο μύθος είναι ανέκαθεν αλήθεια. Κι εμείς οι Έλληνες τους μύθους μας τους βιώνουμε σαν θρησκεία…».