Η Βασιλική των Φιλίππων – Ερωτηματικά για την προστασία ενός σπουδαίου μνημείου
02/07/2020Οι τελευταίες ειδήσεις για τις εργασίες στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων ανέδειξαν τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της πολιτικής για τις αρχαιότητες. Προβλήματα που διογκώνονται, όταν βρεθούμε εμπρός σε προκλήσεις σύνθετων και απαιτητικών έργων, όπως η διαμόρφωση/ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου των Φιλίππων μετά την ένταξή του το 2016 στα προστατευόμενα από την UNESCO μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ένα από αυτά αναδύθηκε με ένταση τις τελευταίες μέρες απ’ αφορμή τη σχεδιαζόμενη έναρξη του έργου της στερέωσης των δυο δυτικών πεσσών της Βασιλικής Β΄, ύστερα από «μικρομετατόπιση των άνω λιθοπλίνθων των ιστάμενων πεσσών» εξαιτίας σεισμού τον Μάϊο του 2014. Η ιστορία της διαχείρισης της “μικρομετατόπισης” είναι τυπική για τη νεοελληνική δημόσια διοίκηση, όπως προκύπτει από τις διάφορες δημοσιεύσεις και αναρτήσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.
Κατέληξε όμως σε διαφωνίες και προστριβές, που αναδείχθηκαν κατά την επιτόπια επίσκεψη της υπουργού Πολιτισμού πριν από λίγες μέρες. Τα ενδοϋπηρεσιακά ζητήματα της λειτουργίας του υπουργείου Πολιτισμού δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, αν και υπόσχονται ενδιαφέροντα σημεία.
Ενδιαφέρει όμως και θα μας απασχολήσει το επιστημονικό και πολιτικό, ως προς την πολιτική της προστασίας των μνημείων, ζήτημα της αντιμετώπισης του στατικού(;) προβλήματος της Βασιλικής Β΄. Οι σκέψεις εκτίθενται εδώ υπό την επιφύλαξη ότι δεν είναι γνωστή η μελέτη της στερέωσης του μνημείου, πέρα από ακριτομύθιες και γενικές αναφορές. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε στην κατάθεση γενικών διαπιστώσεων.
Τα χαρακτηριστικά του μνημείου της Βασιλικής Β΄
- Το μνημείο της Βασιλικής Β΄ με τους χαρακτηριστικούς τρεις πεσσούς είναι γνωστό από χαλκογραφίες περιηγητών ήδη από τον 18ο αιώνα, με το τουρκικό του όνομα Direkler (οι στύλοι). Στα νεότερα χρόνια το μνημείο απεικονίστηκε πάμπολλες φορές και τελευταία σε επετειακό νόμισμα των δύο Ευρώ, με την ευκαιρία της ένταξης των Φιλίππων στα μνημεία της UNESCO. Επομένως, η Βασιλική Β΄ με τους χαρακτηριστικούς τρεις πεσσούς αποτελεί το εμβληματικό μνημείο-τοπόσημο των Φιλίππων. Ως τοπόσημο έχει αποκτήσει μνημειακή αξία και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο, ως εικόνα δηλαδή, που δεν επιδέχεται παρέμβαση/αλλοίωση.
- Μόνον η κατάσταση σοβαρής ετοιμορροπίας θα απαιτούσε δομική παρέμβαση αντιστήριξης στους πεσσούς. Είναι ερώτημα όμως αν η «μικρομετατόπιση των άνω λιθοπλίνθων των ιστάμενων πεσσών», κατά τη διατύπωση της προϊσταμένης της τοπικής Εφορείας, απαιτούσε τέτοια παρέμβαση. Όπως είναι ερώτημα, που ευτυχώς έχει απαντηθεί στην πράξη, αν ο πύργος της Πίζας απαιτεί αντιστήριξη.
- Στην περίπτωση που η δυνητική ετοιμορροπία είχε επιβεβαιωθεί είναι ερώτημα αν εξετάστηκε η δυνατότητα τοπικής ανάταξης των ανώτερων λιθοπλίνθων, ώστε αυτή να εξαλειφθεί ή να μειωθεί σε επίπεδα ασφαλείας.
- Ακόμη και στην περίπτωση που η δυνητική ετοιμορροπία δεν μπορούσε να αποκατασταθεί και το μνημείο κινδύνευε σε μελλοντικό σεισμό να καταρρεύσει, διερευνήθηκε η κατάσταση του υπεδάφους στην περιοχή της θεμελίωσης των πεσσών; Διερευνήθηκε η δυνατότητα να στερεωθούν τα θεμέλια των πεσσών με μεθόδους μη ορατές από τους επισκέπτες (πασσαλοπήξεις, περιδέσεις, κ.λπ.), ώστε και το μνημείο να μην κινδυνεύει από παραπέρα μετατόπιση των λιθοπλίνθων και η τελική εικόνα του να μην αλλοιωθεί;
- Στη δημοσιότητα διέρρευσε ότι η λογική της στερέωσης που ακολουθεί η εγκεκριμένη μελέτη αφορά την ανακατασκευή μέρους του κτηρίου γύρω από τους πεσσούς, ώστε να αποκατασταθεί -σε ποιο βαθμό άραγε;- η αρχική ευστάθεια του μνημείου. Αν αυτό συμβαίνει, τότε η εικόνα του μνημείου θα αλλοιωθεί. Το μνημείο κινδυνεύει διότι θα χάσει την αυθεντικότητά του. Επί πλέον, η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας λύσης είναι συζητήσιμη. Η ιδανική αποκατάσταση της στατικής ευστάθειας του μνημείου, σύμφωνα με τη λογική αυτή, θα απαιτούσε την πλήρη ανοικοδόμησή του.
Κανένας προβληματισμός στους αρμόδιους
Αυτό, πέρα από τον μαξιμαλισμό έχει και μια επιστημονικού χαρακτήρα αδυναμία: η υπόθεση του ανασκαφέα και μελετητή του μνημείου, Paul Lemerle (υπόθεση που ακολουθείται σε όλα τα εγχειρίδια της βυζαντινής αρχιτεκτονικής) είναι ότι το μνημείο δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί, ή κατέρρευσε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του, εξαιτίας ακριβώς εγγενών προβλημάτων της σχεδίασης. Στην περίπτωση αυτή, ακόμη και η υποθετική πλήρης ανοικοδόμησή του, δεν θα εξασφάλιζε την ευστάθεια των πεσσών.
Θα περίμενε κανείς ότι κάποιοι στην Αρχαιολογική Υπηρεσία θα προβληματίζονταν για τη διαδικασία με την οποία προγραμματίζονται μεγάλης κλίμακας έργα. Δυστυχώς όμως η εξέλιξη δεν προϊωνίζεται αισιόδοξη. Σύμφωνα με την προϊσταμένη της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων (επιστολή στο liberal.gr/28.06.2020):
«Το τελικό σώμα της μελέτης με όλα τα σχετικά τεύχη και σχέδια παρεδόθη στην Εφορεία μας την Παρασκευή 26.6.2020» και «στη συνάντηση της 27ης Μαΐου 2020 με τον ανάδοχο του έργου, τους επιβλέποντες της αναστήλωσης και μένα συζητήθηκαν πρωτίστως θέματα οργάνωσης του εργοταξίου του αναδόχου». Δηλαδή, η μελέτη δόθηκε στην αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων ένα μήνα μετά τη συζήτηση για το πώς θα στηθεί το εργοτάξιο!