Η Βίλα Αμέρικα, ο Πικάσο, ο Φιτζέραλντ και ο Χεμινγουέι
27/09/2017Γράφει η Τίνα Μανδηλαρά
Ίσως ο Χέμινγουεϊ να μην γινόταν ποτέ συγγραφέας, ο Φιτζέραλντ να μην εξέδιδε τα βιβλία του, ο Μαν Ρέι να μην φανέρωνε τις εικαστικές επιδράσεις του και ο Ντος Πάσσος να μην κατέγραφε τις εμπειρίες του στην Ευρώπη, αν δεν υπήρχαν οι Τζέραλντ και Σάρα Μέρφι. Το διάσημο ζευγάρι φιλοξένησε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της ιστορίας της τέχνης στη «Βίλα Αμέρικα», στην Κυανή Ακτή, που έμελλε να αποτελέσει συνώνυμο του αμερικανικού μοντερνισμού και όχι μόνο.
«Ζούσαν καθημερινά τη ζωή τους ως έργο τέχνης» υποστήριζε η Ντοναντέλα Μέρφι (τσιτάροντας Νίτσε) για τους διάσημους δημιουργούς της περίφημης «Βίλα Αμέρικα» και δεν είχε άδικο. Το ζευγάρι των Τζέραλντ και Σάρα Μέρφι όχι μόνο ασκούσε υψηλή τέχνη στην καθημερινότητά του, αλλά και είχε εμπνεύσει μερικούς από τους πιο διάσημους καλλιτέχνες και κινήματα στην ιστορία.
Ο γοητευτικός και κάπως απρόσιτος Τζέραλντ δεν ήταν από αυτούς που μπορούσες να κατακτήσεις με τη μια: «οι άνθρωποι πίστευαν ότι έκανε ειδικές παραχωρήσεις για χατίρι τους, γιατί έμοιαζε να αναγνωρίζει την υπερήφανη μοναδικότητα του πεπρωμένου τους που είχαν θάψει κάτω από συμβιβασμούς ποιος ξέρει πόσων χρόνων. Κέρδιζε τους πάντες με την εξαιρετική λεπτότητα και την ευγένεια του που κινούνταν τόσο γρήγορα και διαισθητικά, ώστε να μπορούν να κριθούν μόνο από τα αποτελέσματα τους, μόνο εκ των υστέρων» τόνιζε χαρακτηριστικά στην «Τρυφερή είναι η Νύχτα» (εκδόσεις Πατάκη) ο Σκοτ Φιτζέραλντ, αποδίδοντας τα χαρακτηριστικά του Τζέραλντ στον κεντρικό του ήρωα.
Η Σάρα ήταν μια γοητευτική, εκλεπτυσμένη, αλλά και εκκεντρική γυναίκα, η οποία ντυνόταν ασυνήθιστα και κολυμπούσε γυμνή, φορώντας μόνο τις πέρλες της («για να λιαστούν» όπως έλεγε). Εκτός από σύζυγος του Τζέραλντ, υπήρξε μούσα επιφανών ανδρών, όπως ο Πάμπλο Πικάσο και ο Έρνεστ Χέμινγουει, ο οποίος κατέβασε αμέτρητα λίτρα αλκοόλ στην υγειά της.
Πολλοί καλλιτέχνες είχαν την τύχη να γνωρίσουν από κοντά τη Σάρα και τον Τζέραλντ Μέρφι και να φιλοξενηθούν στο θέρετρό τους. Ήταν ένας επίγειος παράδεισος, όπως τον περιγράφουν, στην πιο όμορφη περιοχή της Νότιας Γαλλίας, στην περίφημη Βίλα Αμερική (Vila America).
Αμερικανικός μοντερνισμός
Εκτός, όμως, από θρυλικό σημείο συνάντησης, το όνομα της Βίλας χρησιμοποιείται πλέον ως ευφημισμός για να περιγράψει τον αμερικανικό μοντερνισμό και την ομάδα αυτή των σπουδαίων ονομάτων που παρέλασαν από τον περίγυρο της, ανταλλάσσοντας απόψεις, συνάπτοντας σχέσεις και διαμορφώνοντας εν τέλει ένα από τα πιο ισχυρά καλλιτεχνικά κινήματα στην ιστορία του 20ου αιώνα.
Καιρό προτού καταλήξουν στην περίφημη Βίλα οι Μέρφι είχαν διαμορφώσει τις συνθήκες για τη συγκρότηση της περίφημης ομήγυρης. Οι φίλοι τους -στην πλειονότητα τους καλλιτέχνες ή άτομα της υψηλής αμερικανικής αστικής τάξης-ασφυκτιώντας από τις συνθήκες των διαρκών πολιτικών τριβών και των απαγορεύσεων, κατέληξαν να αναζητούν την τύχη τους στην μποέμ Γαλλία.
Το Παρίσι θεωρούνταν στις αρχές του αιώνα το πιο διάσημο καλλιτεχνικό κέντρο στον κόσμο και οποιοσδήποτε ήθελε να καταξιωθεί στο πάνθεον έπρεπε αναγκαστικά να περάσει από τα μέρη του. Τα μπαρ της Μονμάρτης δεν ήταν μόνο μέρη όπου σύχναζαν οι απόκληροι και οι μποέμ. Κατά κύριο λόγο αποτελούσαν νέα κέντρα ανίχνευσης ταλέντων, τα οποία βάπτιζαν μεγάλα καλλιτεχνικά ονόματα, εν μια νυκτί, μέσα σε τόνους ουσιών και αλκοόλ.
Από εκεί εννοείται πώς πέρασαν και οι Μέρφι ερχόμενοι από την Αμερική. Καθώς, όμως, βρήκαν το κλίμα κάπως υγρό και άγριο, προτίμησαν τα πιο απάνεμα μεσογειακά μονοπάτια της Κυανής Ακτής. Ειδικά ο Τζέραλντ, γιος ενός εύπορου εμπόρου δερμάτων της Αμερικής (ο αντίστοιχος Λουί Βουιτόν της εποχής) δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει το νέο του ρόλο ως καταραμένου ζωγράφου στο Παρίσι.
Πίστευε ότι έπρεπε να βρει έναν πιο ήσυχο και εξωτικό χώρο -μακριά από τα βρόμικα παρισινά σοκάκια- για να διαπρέψει. Και δεν άργησε. Ο περίεργος αυτός «Αμερικάνος στο Παρίσι» κατάφερε να έχει πολύ σύντομα την αναγνώριση που του άξιζε και ήδη το 1923 ο Φερνάρ Λεζέ, ένας από τους πιο διάσημους εκπροσώπους του κυβοφουτουρισμού, αναγνώρισε στο πρόσωπο του Τζέραλντ τον ταλαντούχο συνοδοιπόρο του.
Τα κυβιστικά έργα του Τζέραλντ Μέρφι ήταν όντως άκρως πρωτότυπα και γι’ αυτό πολύ σύντομα τράβηξαν την προσοχή διάσημων καλλιτεχνών, όπως των Μιρό και Πικάσο, αλλά και του περίφημου ντανταϊστή Μαν Ρέι. Μέσα σε έναν μόλις χρόνο η φήμη του Μέρφι θα ήταν αρκετή, ώστε να συσπειρώσει στη βίλα κυριολεκτικά τους βασικότερους εκπροσώπους του μοντερνισμού και ειδικά του αμερικάνικου που άρχισε σιγά σιγά να διαμορφώνεται στην Κυανή Ακτή.
Το ζευγάρι επισκέφτηκε, για πρώτη φορά, την Κυανή Ακτή σε μια περίοδο καύσωνα το καλοκαίρι του 1922, ύστερα από πρόσκληση του Αμερικανού συνθέτη Κολ Πόρτερ, ο οποίος διατηρούσε εξοχικό στην περιοχή. Μέχρι τότε, το μέρος θεωρούνταν δυσπρόσιτο και μάλλον άγνωστο για τους Αμερικανούς, οι οποίοι αγνοούσαν την ύπαρξη μιας περιοχής που οι πρώτοι της κάτοικοι ήταν Έλληνες. Κανείς δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι πολύ σύντομα οι ήσυχες ακτές της Νοτίου Γαλλίας θα αντηχούσαν από τους θορύβους των ατελείωτων πάρτι που θα οργάνωνε το ζευγάρι με άφθονο όπιο και αλκόολ.
Ο Πικάσο και το χαρέμι του
Η εποχή αυτή δεν άργησε να έλθει. Πολύ σύντομα το ζευγάρι των Μέρφι θα βαριόταν να κάνει βόλτες γυμνό στην παραλία και να ασχολείται με την «απομάγευση» των ντόπιων. Θα καλούσαν φίλους να τους επισκεφτούν. Ανάμεσα σε αυτούς κι ο Πικάσο που θα έφτανε στην Κυανή Ακτή, για πρώτη φορά, το καλοκαίρι 1923, προσθέτοντας το απαραίτητο καλλιτεχνικό αλατοπίπερο στη ζωή του ζεύγους. Θα έμενε στο διπλανό δωμάτιο από τους Μέρφι, στο ξενοδοχείο που είχαν νοικιάσει οι ίδιοι για να φιλοξενούν τους διάσημους φίλους τους.
Λέγεται, επίσης, πώς η Σάρα δεν μπορούσε να ησυχάσει όλη τη νύχτα, εξαιτίας των ερωτικών περιπτύξεων του Πικάσο, ο οποίος είχε κουβαλήσει μαζί του σχεδόν ολόκληρο ρωσικό μπαλέτο! Στις μισές, μάλιστα, από αυτές είχε τάξει γάμο, προκειμένου να τις πείσει να κοιμηθούν μαζί του, αν και στην ουσία αυτή που δεν μπόρεσε ποτέ ο Πικάσο να βγάλει από το μυαλό του είναι η ίδια κυρία Μέρφι. Χωρίς να είναι ακόμη διαπιστωμένο αν η Σάρα τελικά διατηρούσε κρυφές σχέσεις με τον διάσημο ζωγράφο, είναι σίγουρο ότι υπήρξε μούσα του και αντικείμενο των διασημότερων πινάκων του -μεταξύ άλλων και της διάσημης «Γυναίκας με τα Άσπρα».
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο Πικάσο θα ήταν από τους πρώτους και μόνιμους θαμώνες της βίλας που θα αγόραζε το ζευγάρι το καλοκαίρι του 1924. Έναν επίγειο παράδεισο γεμάτο «στριφογυριστές κληματαριές, λεμονιές, ευκαλύπτους, παιωνίες, σχηματίζοντας μια περιοχή τόσο πράσινη και δροσερή όπου τα φύλλα και τα πέταλα των φυτών έστριβαν και κατσάρωναν από την υγρασία», όπως θα περιέγραφε το τοπίο ο Σκοτ Φιτζέραλντ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Φιτζέραλντ είχε μαγευτεί από τον περίγυρο όταν επισκέφτηκε, για πρώτη φορά, τους Μέρφι το 1924 ερχόμενος από το Παρίσι.
Ζέλντα και Σκοτ Φιτζέραλντ
Η Ζέλντα και ο Σκοτ Φιτζέραλντ έχουν μείνει στην ιστορία ως ένα από τα πιο περιπετειώδη ζευγάρια της λογοτεχνίας -αυτός αλκοολικός συγγραφέας, αυτή παρανοϊκή (όπως θα αποδειχθεί αργότερα έπασχε από σχιζοφρένεια) συγγραφέας και καλλιτέχνης- και κυρίως ως οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της μυθικής «εποχής της τζαζ». Το όνομα των Φιτζέραλντ είναι ταυτισμένο με την ιστορία της «Βίλα Αμέρικα», καθώς ο Σκοτ θα εμπνευστεί στα δωμάτια της τον «Υπέροχο Γκάτσμπυ». Θα καταγράψει τις μέρες του στη Βίλα στις σελίδες του περίφημου «Τρυφερή είναι η Νύχτα».
Τα βιβλία αυτά θα αποτελέσουν τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της επιρροής του αμερικανικού μοντερνισμού (με έντονη την επίδραση του Φώκνερ) και θα καταστούν κλασικά παγκόσμια αριστουργήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του μοντερνισμού στην ποίηση, ο Τ. Σ. Έλιοτ είχε γράψει γράμμα στον Σκοτ Φιτζέραλντ δηλώνοντας ότι ο «Υπέροχος Γκάτσμπυ» του είχε τραβήξει την προσοχή του «όσο κανένα άλλο βιβλίο μέχρι σήμερα βρετανικό ή αμερικάνικο».
Όπως υποστηρίζει χαρακτηριστικά η Σώτη Τριανταφύλλου στον πρόλογο του «Τρυφερή είναι η Νύχτα» «η ‘χαμένη γενιά’ (που δεν ήταν καθόλου χαμένη) είχε βρει τον λογοτεχνικό της ήρωα στον Υπέροχο Γκάτσμπυ». Και στο αντιφατικό του πρόσωπο –όπως και του ίδιου του Σκοτ Φιτζέραλντ- είχε ταυτόχρονα ανακαλύψει τις ψευδαισθήσεις της.
Ίσως γι’ αυτό, παρ’ όλη τη φήμη του (το βιβλίο που έμελλε να αποτελέσει ένα από τα αριστουργηματικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας) «ο Υπέροχος Γκάτσμπυ» δεν κατάφερε να έχει τις πωλήσεις που ο Σκοτ θα ήθελε. Οι κριτικοί το εξήραν, αλλά οι αναγνώστες του γύρισαν την πλάτη προς απογοήτευση του συγγραφέα. Σκόπευε με τα έσοδα που θα του επέφερε να χαρεί τη ζωή που θα ήθελε στην Κυανή Ακτή, ικανοποιώντας παράλληλα τις υπερβολικές οικονομικές απαιτήσεις της γυναίκας του.
Η Ζέλντα δεν είχε μάθει να συμβιβάζεται με το μετριοπαθή βίο. Ούτε της επέτρεπε κάτι τέτοιο η αστική καταγωγή της. Ποιος θα έλεγε στον Φιτζέραλντ ότι θα ακολουθούσε τη μοίρα του ίδιου του ήρωά του, ο οποίος αποκτά δύναμη και πλούτο για να ξανακερδίσει την αγάπη της Ντέιζι.
Ακριβώς όπως ο Σκοτ ήθελε να γίνει πλούσιος -είχε ταπεινή καταγωγή- για να ξανααποκτήσει την παλιά λατρεία της Ζέλντα. Πίστευε, επίσης, ότι με τα χρήματα θα μπορούσε να μετριάσει κάπως τις συνεχείς εκρήξεις της γυναίκας του και τα σπασμένα της νεύρα.
Η ατμόσφαιρα είχε χειροτερέψει την περίοδο που ο Φιτζέραλντ έγραφε τον «Υπέροχο Γκάτσμπυ». Η Ζέλντα, νιώθοντας έντονα παραγκωνισμένη, δεν άργησε να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά ενός πιλότου μιας βάσης που βρισκόταν δίπλα στη Βίλα. Ο Έντουαρντ Ζόχαν όπως αποκαλούσαν τον νεαρό δεν ήταν μόνο προικισμένος ιπτάμενος, αλλά και πολύ αθλητικός και όμορφος, όπως τον περιέγραφε η Ζέλντα σε κάποια κείμενα της.
Μονομαχία στην Κυανή Ακτή
Λέγεται, μάλιστα, πώς ο Σκοτ, μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, τον κάλεσε σε μονομαχία κατά την οποία αντάλλασσαν πυροβολισμούς, χωρίς αυτοί να πετύχουν κανέναν από τους δυο. Προφανώς, μετά από αυτό το επεισόδιο ο Σκοτ αποφάσισε να κλειδώσει τη Ζέλντα στο σπίτι, γεγονός που επιδείνωσε την ήδη άσχημη κατάστασή της.
Ούτε καν τα πάρτι που οργάνωναν οι Μέρφι δεν ήταν αρκετά για να επαναφέρουν το ζευγάρι στις τρελές, αλλά πάντα ειδυλλιακές συνθήκες του παρελθόντος. Την εποχή που βουτούσαν παρέα στα συντριβάνια της Νέας Υόρκης και κολυμπούσαν σε σαμπάνιες στα ξενοδοχεία του Παρισιού.
Οι εκρήξεις της Ζέλντα θα γίνονταν όλο και συχνότερες και η επαφή του Σκοτ με το αλκοόλ ολοένα και πιο στενή. Ο αυθορμητισμός που χαρακτήριζε το πρώτο στάδιο της σχέσης τους είχε απλώς μετατραπεί σε ανεξέλεγκτη παραφορά και διαρκείς καυγάδες. Στην πραγματικότητα τα προβλήματα του ζευγαριού θα φανούν ύστερα από τη μοιραία και καταλυτική επίδραση που θα έχει στη σχέση τους μια ανδρική παρουσία: αυτή του Έρνεστ Χέμινουγει.
Ο εισβολέας Χέμινγουεϊ
Ο συγγραφέας αποτελούσε κι αυτός αναπόσπαστο μέρος της μποέμ ζωής που απολάμβανε κάθε μέλος της βίλας. Ένα εύσημο απαραίτητο για να «χρηστεί» κανείς τότε προνομιούχος φίλος της μοναδικής ομήγυρης και να καταφέρει να ακολουθήσει την εκκεντρική -το λιγότερο- ζωή των Μέρφι που συνδύαζε τις καλλιτεχνικές καινοτομίες με τις εκρηκτικές υπερβολές.
Αναπόσπαστο μέρος του ευφάνταστου σκηνικού ήταν και ο Χεμινγουει, ένας άνδρας στον οποίο, όπως τόνιζε και η πρώτη γυναίκα του, η Χάντλει «δεν μπορούσε να αντισταθεί κανείς, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, σκυλιά». Θύμα της γοητευτικής προσωπικότητάς του υπήρξε και ο Μέρφι που δεν άργησε να τον εντάξει στον κύκλο, αφότου τον γνώρισε στην περίφημη έκθεση στο Salon des Independents μπροστά από έναν πίνακα του Πάμπλο Πικάσο.
Εννοείται πώς η μάτσο ανδρική περσόνα του Χέμινγουει δεν θα άφηνε αδιάφορη ούτε τη σύζυγο του Τζέραλντ, τη Σάρα. Έτσι, κέρδισε το μόνιμο εισιτήριο για την αυλή της «Βίλας Αμέρικα». Κανείς δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος από το ταλέντο και την έντονη προσωπικότητα του διάσημου συγγραφέα, ο οποίος δεν άργησε να συναστραφεί -με καταστροφικές επιπτώσεις- και το έτερο ζευγάρι της «Βίλας»: τους Φιτζέραλντ.
Ο Σκοτ έδειχνε εξαρχής να υποστηρίζει θερμά το ταλέντο του νεαρότερου τότε από εκείνον Χέμινγουεϊ. Μάλιστα, δεν άργησε να τον συστήσει και στον εκδότη του (τον Μάξγουελ Πέρκινς του Σκρίμπνερ).
Συνέβαλε καταλυτικά με τις επισημάνσεις του και στη συγγραφή του δεύτερου μόλις, έργου του Χέμινγουεϊ «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά». Όταν μάλιστα τελείωσε η συγγραφή του οι Μέρφι θεώρησαν καλό να οργανώσουν άλλο ένα πάρτι για να γιορτάσουν το βιβλίο που, κατά πολλούς, θα αποτελούσε «τον ακρογωνιαίο λίθο του σύγχρονου μυθιστορήματος».
Το περιπετειώδες σαμπάνια-πάρτι
Το σαμπάνια πάρτι κανονίστηκε για τον Μάη του 1926 και θα λάμβανε χώρα στο Καζίνο του Χουάν-λε-Πεν, όπου θα μπορούσαν να χωρέσουν οι καλεσμένοι. Το χαβιάρι πρωταγωνιστούσε στις ασημένιες πιατέλες και η τζαζ μουσική έδινε το στίγμα μιας εποχής που θα μείνει αλησμόνητη ως τέτοια και θα ονομαστεί η «εποχή της τζαζ». Ήταν ένα από αυτά τα «φωταγωγημένα» πάρτι που, όπως τόνιζε και ο Φιτζέραλντ, «είχαν μια ξεχωριστή σπίθα και μια τυχαία ανάσα δροσερού νυχτερινού αέρα που γινόταν ακόμη πιο πολύτιμη όταν την έπαιρνε κανείς στα διαστήματα ανάμεσα στις διασκεδάσεις».
Όλα φαίνονταν άψογα τη βραδιά εκείνη με μια μόνο λεπτομέρεια: ο Σκοτ Φιτζέραλντ και ο Έρνεστ Χέμινγουει, οι οποίοι ήταν κρυφοερωτευμένοι -όπως οι περισσότεροι θαμώνες της βίλας- με την Σάρα Μέρφι αντάλλασσαν αιχμές όλο το βράδυ. Κι όταν οι δείχτες του αλκοόλ ανέβασαν κι άλλο τις εντάσεις, ο Σκοτ δεν δίστασε να αρχίσει να πετάει τασάκια κι ό,τι αντικείμενο έβρισκε μπροστά του από το μπαλκόνι του καζίνο, αφήνοντας έκπληκτους καλεσμένους και διοργανωτές.
Αποκορύφωμα της βραδιάς: το τρανταχτό γέλιο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και η αποχώρησή του από το πάρτι αγκαζέ με τη Σάρα από την μια πλευρά και την Ζέλντα από την άλλη. Ο Σκοτ δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον Έρνεστ γι’ αυτή τη «θριαμβευτική έξοδο», όπως αντίστοιχα και οι Μέρφι δεν θα απολάμβαναν πια τη συντροφιά του Φιτζέραλντ και της παρανοϊκής -όπως αποδεικνυόταν μέρα με τη μέρα- συζύγου του.
Πάντως, ούτε κι ο Έρνεστ θα διατηρήσει για καιρό τη σχέση του με τους Μέρφι, παρότι και οι δυο ήταν πάντοτε υποστηρικτικοί προς το έργο του. Αργότερα, μάλιστα, θα του δάνειζαν και χρήματα, προκειμένου να πάρει διαζύγιο από την πρώην του σύζυγο.
Ο Χέμινγουεϊ θα τους ανταπέδιδε τα φιλικά αισθήματα με τον ίδιο τρόπο: σε ένα διάσημο έργο του, στην «Κινητή γιορτή» θα περιγράψει τους Φιτζέραλντ με τα πιο μελανά χρώματα, λέγοντας ότι προτιμούσαν «να συλλέγουν ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο που συνέλεγαν αντικείμενα».
Αντίστοιχα πάλι, ο Φιτζέραλντ δεν δίστασε να αφήσει διάφορους υπαινιγμούς για την τρυφηλή ζωή των Μέρφι, τους οποίους ταύτιζε με άλλους ήρωες του «που πήγαιναν μέχρι τη Νίκαια μόνο και μόνο για να απολαύσουν μπουγιαμπέσα για βραδινό». Περιέγραφε τη Σάρα ως μια γυναίκα, για το χατίρι της οποίας «τρένα ξεκινούσαν από το Σικάγο και, διασχίζοντας τη στρογγυλή κοιλιά της ηπείρου, έφταναν στην Καλιφόρνια. Καμινάδες κάπνιζαν στα εργοστάσια της τσίκλας και ταινιόδρομοι μεγάλωναν όλο και περισσότερο στις φάμπρικες. Άνδρες ανακάτευαν οδοντόκρεμα σε μεγάλους και τραβούσαν με αντλίες στοματικά απολυμαντικά από χάλκινα βαρέλια και κορίτσια έβγαζαν ντομάτες σε κονσέρβες τον Αύγουστο ή δούλευαν ασταμάτητα στα πολυκαταστήματα την παραμονή των Χριστουγέννων».
Πιθανόν να ήταν από τις ελάχιστες φορές που οι συγγραφικές υπερβολές δεν απείχαν και πολύ από την πραγματικότητα. Ή τουλάχιστον περιέγραφαν κάτι που σε μεγάλο βαθμό είχε επηρεάσει βαθύτατα και τον Τζέραλντ και τη Σάρα Μέρφι.
Το μέγεθος των υπερβολών και των φαντασιώσεων που εμπλέκονταν αρμονικά με την πραγματικότητα είχαν άμεσα δημιουργικό αντίκτυπο στην τέχνη και δεν είναι τυχαίο ότι οι Μέρφι επηρέασαν τα μεγαλύτερα ονόματα σε κάθε τομέα -ζωγραφική, μουσική, μόδα, μυθιστοριογραφία. Η Κοκό Σανέλ δήλωνε ότι εμπνεύστηκε το μοναδικό μαυρόασπρο στυλ με τις πέρλες και τη χαρακτηριστική τουλίπα από τη Σάρα, ενώ ο Μαν Ρέι ποτέ δεν σταμάτησε να ομολογεί τη δημιουργική επίδραση που είχε ο Τζέραλντ στα έργα του.
Η συμβολή των Μέρφι
Χωρίς τους Μέρφι ο μοντερνισμός, ίσως, παρέμενε εν πολλοίς άγνωστη λέξη για τους Αμερικανούς, οι οποίοι εμπνεύστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις καινοτόμες ιδέες που κόμισε το διάσημο ζευγάρι στον κύκλο του. Αντίστροφα πάλι, οι Γάλλοι πιθανόν να μην είχαν ιδέα από το τεράστιο εύρος της αμερικανικής κουλτούρας. Ακόμη και των τζαζ ηχογραφήσεων, των ταινιών και των υπέροχων κοκτέιλς αν δεν τα εισήγαγαν με το δικό τους τρόπο οι Μέρφι από την Αμερική.
Το μοναδικό τους στυλ αναδείκνυε μια «στυλιστική απλότητα» που ερχόταν μάλλον σε διαμετρική αντίθεση με το βάθος των νοημάτων. Όπως υπογράμμιζε και η επιμελήτρια μιας μεγάλης έκθεσης που είχε λάβει στην Αμερική με θέμα την «Βίλα Αμέρικα», η Ντέμπορα Ροτσάιλντ, «το μεγαλύτερο τους ταλέντο ήταν ότι μπορούσαν να κάνουν την ζωή όμορφη ανά πάσα στιγμή. Και η κοσμοθεωρία τους που βρισκόταν πιο κοντά στην απολαυστική απλότητα ταίριαζε απόλυτα με τις επιταγές του Μοντερνισμού».
Όπως και να έχει, ανεξάρτητα από την τραγική κατάληξη που είχε η προσωπική ιστορία καθενός από τα μέλη της Βίλας, η επίδραση των Μέρφι θα μείνει ανεξίτηλη. Το κραχ του 1929 σήμανε την αρχή του τέλους για τον Τζέραλντ και την Σάρα Μέρφι. Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα έρχονταν αντιμέτωποι με μια σειρά από προσωπικά δράματα, αλλά όλοι θα θυμούνται την γοητευτική εικόνα δυο ανθρώπων που απέδειξαν στην πράξη ότι η τέχνη δεν είναι θέμα τάσης ή νοοτροπίας αλλά ζωής.
Όπως και οι διάσημοι φίλοι τους (Πικάσο, Φιτζέραλντ, Στραβίνσκι, Ντιαγκίλεβ) ήταν μέλη της αριστοκρατικής κοινωνίας, αλλά έφεραν καθαρά επαναστατικές ιδέες στην πολιτική, στον έρωτα και στην τέχνη, υποστηρίζοντας ανοιχτά το δικαίωμα στη διαφορετικότητα. Ο κοσμοπολιτισμός τους συνέβαλε τα μάλα στην εξάπλωση των ιδεών της «Βίλας Αμερική» σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μέχρι σήμερα είναι άπειρες οι εκθέσεις που διοργανώνονται γύρω από τον κύκλο των καλλιτεχνών που συνδέθηκαν με τον ονειρεμένο -σχεδόν μαγικό- τόπο. Για όλα αυτά ίσως έχει ενδιαφέρον να δει κανείς πώς έζησαν μερικοί από τους μεγάλους.
Όπως είχε δηλώσει πριν λίγα χρόνια ο πολύς Άρθρουρ Μίλερ, «κάποτε ένας Φιτζέραλντ, ένας Χεμινγουέι, ή ένας Ντος Πάσος (και οι τρεις στενοί φίλοι της Βίλας) αντιπροσώπευαν κάτι στην Αμερική. Σήμερα, υψηλές τέχνες είναι μόνον η δημοσιότητα και η διαφήμιση».
Ακόμη κι έτσι πάντως η «Βίλα Αμερική» συνιστά αναμφίβολα την καλύτερη διαφήμιση του αμερικανικού μοντερνισμού και ένα ζωντανό σημείο συνάντησης πολιτισμών και ανθρώπων, οι οποίοι θα μείνουν χαραγμένοι για πάντα στη μνήμη μας.