“Υπάρχω”: Μία ταινία υπόκλιση στον μύθο του Στέλιου Καζαντζίδη
02/01/2025Το “Υπάρχω” του Γιώργου Τσεμπερόπουλου είναι μια ελληνική ταινία που, σε μεγάλο βαθμό, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις αντίστοιχες βιογραφικές χολιγουντιανές ταινίες. Στην ελληνική περίπτωση η τεχνικά άρτια ταινία προσεγγίζει το λαϊκό είδωλο του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού των δεκαετιών (κυρίως) 1950 και 1960, Στέλιου Καζαντζίδη. Η ταινία έχει δημιουργήσει ήδη αίσθηση και συζητιέται ευρέως στα σόσιαλ μίντια, σε όλο το φάσμα κοινωνικών βαθμίδων, ακόμα και μεταξύ διανοουμένων.
Ο Στέλιος, “ο δικός μας άνθρωπος”, του μεροκάματου, του πόνου και της βιοπάλης, της ποντιακής καταγωγής και προσφυγιάς, ο άνθρωπος που τραγούδησε τους καημούς και τα βάσανα ενός πολύπαθου λαού, που έζησε τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, πριν κατακλύσει τη βόρεια Ευρώπη και την Αμερική, ως ένα ακόμα τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα.
Ο Στέλιος, μία, κατά τα άλλα, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα (αλλά εξόχως σημαντική για τον σύγχρονο ελληνικό λαϊκό πολιτισμό), θα γίνει ο άνθρωπος που θα εκφράσει γενιές και γενιές με τα τραγούδια του, τη φωνή του, τον νταλκά του, το μπρίο του, την ελληνικότητα και το, απίθανο σε όγκο, βυζαντινό ηχόχρωμα της φωνής του. Κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τον Στέλιο Καζαντζίδη σαν λαϊκό τραγουδιστή, ή ως ένα λαϊκό είδωλο, και ως τέτοιο θα έρθει σε σύγκρουση με τον εαυτό του και με τις εταιρίες που εκμεταλλευόντουσαν εκείνη την εποχή στο έπακρο το ταλέντο πολλών δημιουργών και καλλιτεχνών.
Η ταινία υπηρετεί τον τύπο του ειδώλου, του μύθου και της προσωπικότητας του Καζαντζίδη, που ακόμα ως τις μέρες συνεχίζει να συγκινεί. Η ζωή του αναβιώνει μια άλλη Ελλάδα, της προσφυγιάς, της μετανάστευσης, της φτώχειας και της πίκρας, του ρομαντισμού και των ονείρων γενιών και γενιών. Η Ελλάδα εκείνη μοιάζει στις μέρες μας τόσο μακρινή και τόσο κοντινή, ταυτόχρονα. Η ταινία δεν μαγεύει, αλλά υπηρετεί τον σκοπό της με αξιοπρέπεια, με συνέπεια, ενώ αναδεικνύει εύστοχα, και κινηματογραφικά άψογα, πολλά τραγούδια του, με δεξιοτεχνία και μαεστρία: Οι σκηνές στα κέντρα είναι εξαιρετικές, οι ερμηνείες επίσης, ειδικότερα του πρωταγωνιστή που εκπλήσσει ευχάριστα (και αναπάντεχα) με το ταλέντο του.
Ο Τσεμπερόπουλος παραμένει ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης, άλλωστε έχει δώσει στο παρελθόν αρκετές καλές παρουσίες (“Πίσω πόρτα”, “Ο εχθρός μου”, κ.ά.). Ξαφνιάζει όμως με τη φρεσκάδα που παρουσιάζει το θέμα του. Παράλληλα, ο χολιγουντιανός ρυθμός εικόνας και αφήγησης είναι συνεπής για να φέρει αρκετό κόσμο στην αίθουσα. Αξίζει, όμως, να μπει κάποιος στην αίθουσα για να συναντήσει κάποιες από τις στιγμές της ζωής του θρύλου του ελληνικού τραγουδιού.
Πού υστερεί το “Υπάρχω”
Η ταινία δεν εκμεταλλεύεται αρκετά την ιστορική περίοδο που εξελίσσεται ο μύθος του λαϊκού τραγουδιστή, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της, στέκεται περισσότερο στην προσωπική ζωή και την ψυχολογία του τραγουδιστή, τις πολύ προσωπικές και βαθιές του αντιφάσεις, την ερωτική του ζωή και τις σχέσεις του με τα πολύ κοντινά του πρόσωπα.
Αυτό είναι αρκετά ζωντανό κομμάτι της ταινίας και ταυτόχρονα ένα μειονέκτημά της, εφόσον καταναλώνει χώρο από άλλες πλευρές της ιστορίας του ήρωα ως ανέλιξης στο ελληνικό τραγούδι και γενικότερα το ελληνικό τραγούδι της εποχής: Δεν βλέπουμε, για παράδειγμα, τίποτα να συμβαίνει παράλληλα στην ελληνική μουσική σκηνή, παρά μόνο τον Καζαντζίδη, ενώ ακούμε μόνο, γενικά, κάποια (λίγα) ονόματα δημιουργών – όχι άλλων τραγουδιστών ή μουσικών ρευμάτων, τάσεων κλπ.
Θα είχε ενδιαφέρον μυθοπλαστικά η παράλληλη ανάπτυξη κι άλλων χαρακτήρων. Η ταινία εστιάζει κυρίως στον χαρακτήρα του λαϊκού τραγουδιστή (ελάχιστες σκηνές, πλάνα, χωρίς την παρουσία του). Μπορούμε, φυσικά, να φανταστούμε τις δυσκολίες (τεχνικές και οικονομικές) για μία πιο πιστή αναπαράσταση εκείνων των ιστορικών εποχών (θα είχε ενδιαφέρον η συνάντησή του με τον συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη ή τον Χατζιδάκι, ή ένα πέρασμα από άλλους γνωστούς τραγουδιστές της εποχής στη σκηνή να ερμηνεύουν τραγούδια τους, κ.ά.). Γι’ αυτό, ήδη, αυτό που βλέπουμε είναι αρκετά σημαντικό για τα ελληνικά (οικονομικά και τεχνικά) δεδομένα.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι η προσωπική, αισθηματική, πλευρά του τραγουδιστή υπερκεράζει την καλλιτεχνική του πλευρά, ή διαφόρων σημαντικών καλλιτεχνικών του στιγμών: Δεν είναι ξεκάθαρο πότε και πως ακριβώς προκύπτει η άνοδός του ως λαϊκού ειδώλου και τραγουδιστικού μύθου, υπάρχουν κάποια άλματα ιστορικά ή μοιάζουν θολά, ενώ το τέλος της αφήγησης στα 1978, επίσης, μοιάζει αρκετά προβληματικό, εφόσον αφήνει απέξω το τέλος του τραγουδιστή 23 χρόνια αργότερα, που ενδεχομένως θα αλλοίωνε κάπως την εικόνα του ως προσωπικότητας. Άλλωστε υπήρξε η επάνοδός του στο τραγούδι, με νέες σημαντικές επιτυχίες τη δεκαετία του 1980 και 1990 που αφήνεται (κακώς) απέξω.
Οι σκηνές, επίσης, με τον Χρήστο Μάστορα σε μεγαλύτερη, ώριμη ηλικία, δεν είναι και τόσο επιτυχημένες, όχι ως εμφάνιση-μακιγιάζ (κι αυτό κάπως προβληματικό), όσο ερμηνευτικά: Παραμένει αρκετά νευρικός σε κινήσεις και εκφράσεις, όπως όταν ήταν πολύ νεότερος. Παρόλη τη συνολική του εξαιρετική παρουσία ως ερμηνεία, ο πρωταγωνιστής υστερεί στις σκηνές της ωριμότητας του τραγουδιστή. Επίσης, ο τρόπος έκφρασης και ερμηνείας των τραγουδιών, στα πρώτα βήματά του, ομοιάζει πολύ με τον ώριμο ερμηνευτικά Καζαντζίδη, κάτι που γενικά δε συνέβη. Ο Καζαντζίδης αλλάζει αρκετά στον τρόπου που ερμηνεύει τα τραγούδια του καθώς ωριμάζει.
Τί κυριαρχεί στην ταινία
Η επιλογή, γενικά, των ηθοποιών είναι αρκετά επιτυχημένη (εξαιρετική η Κλέλια Ρένεση ως Καίτη Γκρέυ). Η εποχή αναπηδά εξαιρετικά μέσω των ερμηνειών, αλλά ο τόνος της ταινίας να σταθεί κυρίως στις αισθηματικές του ιστορίες (που και αυτές αντιμετωπίζονται με ίσες αποστάσεις, στρογγυλοποιήσεις, θολά σημεία – γιατί ακριβώς χωρίζει με τη Μαρινέλλα;) φέρνουν τον επιτυχημένο τραγουδιστή περιορισμένα στο εύρος του στο κοινό.
Πως επιλέγει τα τραγούδια; Ποιο είναι το κριτήριό του; Πως γράφει τα δικά του; Τι ακριβώς γίνεται με την περίπτωση πιθανών περιπτώσεων οικειοποίησης τραγουδιών που δεν ήταν δικά τους; Η κόντρα του με τις εταιρίες είναι αυστηρά οικονομική; Το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον επηρεάζει τις επιλογές του τραγουδιστή; Τι ακριβώς είναι αυτό που τον κάνει ξεχωριστό για τον λαό εκείνης της εποχής; Υπάρχουν κενά και θέματα που δεν θίγονται στην ταινία ή θίγονται ελάχιστα.
Παρόλα αυτά, αυτό που κυριαρχεί είναι οι καλές ερμηνείες και το χαρακτηροκεντρικό δράμα του λαϊκού ειδώλου μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αξίζει κάποιος να τη δει την ταινία ακόμα και αν έχει κενά ή ακόμα και αν ξινίζει στις σύγχρονες αντιλήψεις περί αρρενωπότητας. Πολλοί θα θιγούν με τον τρόπο που ο Στέλιος χειρίζεται τις γυναίκες του και αρκετοί ίσως αναρωτηθούν αν πράγματι ήταν έτσι. Παραμένει δευτερεύον όμως θέμα για το σύνολο της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας που ήταν ο Καζαντζίδης. Μία καλή φωνή δεν φτιάχνει λαϊκά είδωλα. Αυτό που λείπει είναι ακριβώς αυτό: Γιατί ο συγκεκριμένος άνθρωπος εκφράζει έναν ολόκληρο λαό.
Φαίνεται ότι η προσέγγιση εδώ του σκηνοθέτη είναι αρκετά συναισθηματική, όσον αφορά τις επιλογές της αφήγησης και των στοιχείων της βιογραφίας του τραγουδιστή. Η φωτογραφία είναι αρκετά εμπορική σε ύφος, ώρες-ώρες περιοριστική ή διεκπεραιωτική, τα πλάνα συχνά εξόχως στιλιζαρισμένα, τα κοστούμια επίσης, στουντιακές σκηνογραφίες, κινηματογράφηση χωρίς εκπλήξεις, ενώ ο ρυθμός της ταινίας έντεχνα ξεκάθαρος και ακριβής.
Δε νομίζω ότι μπορούν πολλοί να δουν την ταινία χωρίς την προσωπική τους συναισθηματική εμπλοκή, επειδή ακριβώς αγγίζει γενιές και γενιές ο συγκεκριμένος λαϊκός τραγουδιστής. Η προσπάθεια για ανάλογες προσεγγίσεις και βιογραφίες αξίζουν να παράγονται, να προβάλλονται, να συζητιούνται. Παρόμοια και επιτυχημένα άνοιξε το δρόμο η βιογραφική προσέγγιση της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Η ανταπόκριση του κοινού είναι μεγάλη γι’ αυτές τις προσπάθειες, πιστεύω δικαίως.