Γιάν Βάις – Ο μετρ της λογοτεχνίας του φανταστικού
07/08/2018Ο Τσέχος συγγραφέας Γιάν Βάις (Jan Weiss, 1892-1972) αν και τοποθετείται συχνά στη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας και συχνά συμπεριλαμβάνεται σε ανθολογίες του είδους, μάλλον δεν ανήκει στο είδος. Είναι περισσότερο διηγηματογράφος και μυθιστορηματογράφος της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Η επιστήμη και η τεχνολογία είναι μέσα, τον ενδιαφέρουν, τις χρησιμοποιεί, αλλά δεν αποτελούν την ουσία του έργου του. Δεν είναι καν φουτουριστής, παρά του ότι «κατασκεύασε» πολύ ενδιαφέρουσες κοινωνίες στα έργα του. Ο Βάις είναι βαθύτατα ιδεολόγος και τα έργα του είναι ιδεολογικά.
Η θεματολογία του Τσέχου συγγραφέα Γιάν Βάις είναι παράλληλη με αυτή του άλλου μεγάλου της τσέχικης λογοτεχνίας και της επιστημονικής φαντασίας του Κάρελ Τσάπεκ (1890-1938), στον οποίο χρωστάμε και τη λέξη «ρομπότ», που στα τσέχικα σημαίνει εργάτης- αγγαρεία. Την έννοια του ρομπότ, την εισηγήθηκε ο Τσάπεκ το 1920 με το θεατρικό του έργο «Τα παγκόσμια ρομπότ του Ρόσουμ». Ο Τσάπεκ έγραφε «μαύρες ουτοπίες», μυθιστορήματα, θεατρικά και διηγήματα με έντονο φιλοσοφικό περιεχόμενο, όπως «Το εργοστάσιο του Απόλυτου» (που παρασκεύαζε θρησκευτική αγωνία), «Ο πόλεμος των σαλαμάνδρων» και «Η λευκή ασθένεια».
Εκπρόσωπος του νεωτερικού
Ο Βάις έχει ορατές αισθητικές συγγένειες με τον συμπατριώτη του Φραντς Κάφκα (1883 – 1924). Σε αντίθεση όμως με τον Κάφκα που έγραψε στα γερμανικά, ο Βάις έγραψε στα τσέχικα, μια δυτικοσλαβική διάλεκτο που συνδέεται με τα πολωνικά, τα σλοβάκικα και τις σοραβικές γλώσσες της ανατολικής Γερμανίας. Καταγράφεται κυρίως ως συγγραφέας του Μεσοπολέμου, περίοδο κατά την οποία τα γράμματα και οι τέχνες ανθούν στην Τσεχία.
Είναι όμως και επιφανής εκπρόσωπος του νεωτερικού, καθώς ο ίδιος γεννήθηκε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, για την οποία και πολέμησε, έζησε τη συγκρότηση του τσεχικού έθνους για να βιώσει στη συνέχεια τον διεθνισμό της σοβιετικής εξουσίας. Με δυο λόγια, ο Βάις έζησε το καινούργιο, το νεωτερικό, σε όλες του τις εκφάνσεις κι αυτό αντικατοπτρίζεται στο έργο του. Αυτό άλλωστε τον κάνει δραματικά επίκαιρο.
Ο Βάις, βασανισμένος και ακρωτηριασμένος επιστρέφει μετά το Μεγάλο Πόλεμο και εργάζεται στο λογιστικό τμήμα του υπουργείου Δημοσίων Έργων. Εγκαθίσταται στο Boromeο, χάρις τη μεσολάβηση ενός θείου του ιερέα και συνεχίζει εντατικά τη συγγραφή. Το 1924, η ιστορία του «Ένα όνειρο» δημοσιεύεται στο περιοδικό Cesta με την βοήθεια του εκδότη Μίρεκ Ρούτε και μετά ακολουθεί η δημοσίευση στις λογοτεχνικές σελίδες του περιοδικού Samostatnost (Ανεξαρτησία) του διηγήματος «Χέρια». Στο Cesta θα δημοσιεύσει αργότερα το «Σπίτι με τα χίλια πατώματα» και την «Bianka Braselli». Το 1925 ο Βάις γνωρίζεται στην Πράγα με τον Γιαροσλάβ Χάβλετσεκ, με τον οποίο μοιράστηκε θερμές πνευματικές συναντήσεις μέχρι το θάνατό του το 1943.
Στους λογοτεχνικούς κύκλους της Πράγας
Την περίοδο 1926-1927 δημοσιεύεται στο περιοδικό Legionářské besedy, το δράμα “Penza” χάρη στη βοήθεια του αρχισυντάκτη του περιοδικού Τζόζεφ Μάζαρικ, ενώ παράλληλα ο Βάις γίνεται δεκτός στην εκδοτική επιτροπή του περιοδικού. Το έργο αυτό θα λάβει αργότερα το βραβείο της Τσεχικής Ακαδημίας. Την ίδια εποχή ο Βάις γίνεται μέλος του Καλλιτεχνικού Φόρουμ, όπου συνάντησε τον Κάρελ Σεζίμα, ο οποίος θα γίνει κριτικός της δουλειάς του.
Ο Βάις θα γίνει επίσης δεκτός στον Κύκλο των Τσέχων Συγγραφέων μετά από σύσταση του Ρούντολφ Μέντεκ και θα συμμετάσχει στο Radio žurnálu χάρη στον Λαντισλάβ Πλετσάτι. Στην Πράγα συχνάζει στα καφέ Slávie και Unionka, όπου έχει τακτικές συναντήσεις με τον Τζόζεφ Μάζαρικ, τον Ρούντολφ Μέντεκ του Legionářské besedy, καθώς και με τον Τζ. Ο. Νοβότνι του λογοτεχνικού περιοδικού Cesta. Είναι τα «τρελά χρόνια», είναι η περίοδος άνθισης της τσέχικης λογοτεχνίας. Σε μία οινοθήκη της Πράγας, το 1926, γνωρίζει την Γιαρόσλαβα Ράσκοβα, η οποία γιόρταζε την επιτυχή ένταξή της στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Παρά τη διαφορά ηλικίας που είχαν, δεδομένου ότι η Γιαρόσλαβα ήταν γεννημένη το 1905, δημιουργείται μεταξύ τους μια ισχυρή σχέση.
Το 1927 είναι η χρονιά του Βάις, καθώς μπαίνει επίσημα στην λογοτεχνία με ένα τριπλό εκδοτικό ντεμπούτο. «Η καλύβα του θανάτου», το «Φάντασμα του γέλιου» και «Ο καθρέφτης, που πέφτει πίσω» εκδίδονται εκείνη τη χρονιά. Και τα τρία αυτά έργα εκδίδονται στην πρώτη τους εκδοχή, καθώς στη συνέχεια θα ακολουθήσουν κι άλλες, μέχρι να καταλήξουν σε οριστική μορφή, διατηρώντας πάντα τη βασική ιδέα της αρχικής τους έκδοσης.
Οι αρνητικές κριτικές
Τον Σεπτέμβριο του 1928, ο Γιάν και η Γιαρόσλαβα παντρεύονται στο Δημαρχείο και φεύγουν για μήνα του μέλιτος στο Παρίσι και τη Νίκαια, από όπου θα επιστρέψουν μέσω Ελβετίας και Αυστρίας. Το ζεύγος εγκαθίσταται σε ένα ωραία επιπλωμένο κρατικό διαμέρισμα στην οδό Podlipná που διαθέτει ραδιόφωνο! Στις 29 Ιουνίου του 1929 γεννιέται η κόρη τους, ενώ εκδίδεται στην πρώτη του μορφή το πιο διάσημο διεθνώς έργο του «Το Σπίτι με τα χίλια πατώματα», το οποίο αργότερα θα έχει ορισμένες αλλαγές στην εικονογράφηση του. Την ίδια χρονιά το ζεύγος επισκέπτεται το Sušak στην επίσης νεοσύστατη Γιουγκοσλαβία.
Το 1930 εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων «Ένα τρελό σύνταγμα» και το 1931 τη «Σχολή Εγκλήματος», καθώς και ένα ερωτικό έργο «Τα τρία όνειρα της Kristina Bojarová». Το 1933 ακολουθεί «Η σιωπή είναι χρυσός» που θα προκαλέσει την αρνητική κριτική ενός Götz και την οργή του Βάις που πάνω στα νεύρα του άφησε ανοιχτό το αέριο στο μπάνιο με αποτέλεσμα να εκραγεί.
Το 1934 θα ταξιδέψει για δεύτερη φορά στη Γιουγκοσλαβία, όπου στο Σπλιτ εντυπωσιάζεται από το παλάτι του Διοκλητιανού. Την επόμενη χρονιά, «Η σιωπή είναι χρυσός» θα πάρει το Χρυσό Βραβείο της Πόλης της Πράγας. Αυτό θα δυσαρεστήσει τον κριτικό Kopecky ο οποίος γράφει στην εφημερίδα Národní politika ότι το βραβείο κέρδισε ο «Εβραίος Βάις». Το 1937 θα του προσφερθεί μια υποτροφία στην Ιταλία, όμως δεν θα κάνει χρήση γιατί εκείνη την περίοδο τέλειωνε το βιβλίο του «Ένας υπναράς στο κρεβάτι του ζωδιακού κύκλου».
Πατριωτικές απόπειρες εμψύχωσης
Μέσα στο κλίμα εθνικής απογοήτευσης που βίωναν οι Τσεχοσλοβάκοι το 1938, ο Γιάν Βάις για να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του απέναντι στην ναζιστική απειλή μαζί με άλλους συγγραφείς θα πετάξει με ένα πολεμικό αεροπλάνο στο Kbely, μια πόλη στο βόρειο τμήμα της Πολωνίας κοντά στη Βαλτική Θάλασσα.
Όμως, η ανοχή που επέδειξαν στη βουλιμία του Χίτλερ οι Σύμμαχοι θα οδηγήσει στο μοιραίο, την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τα ναζιστικά στρατεύματα και τον διορισμό Αρμοστή του Ράιχ στην Πράγα. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι συσκέψεις του περιοδικού τέχνης Umělecká Beseda γίνονται στο σπίτι του Βάις ως «οικογενειακές συγκεντρώσεις». Στο μεταξύ ο Βάις συνταξιοδοτείται ως παλιός λεγεωνάριος.
Το 1941 προσπαθεί και πάλι να δώσει ελπίδα στους συμπατριώτες του με τα μυθιστορήματα, «Ήρθε από τα βουνά» και τον «Μεταφορέα επίπλων». Το 1942 οι Ναζί θα πετάξουν τους Βάις έξω από το σπίτι του. Έτσι, εγκαθίστανται στο Radotín, όπου θα ζήσουν μέχρι το 1950. Το 1943, ο Γιάν ολοκληρώνει το μυθιστόρημα «Θαυματουργά χέρια», το οποίο αναφέρεται στη μάχη του καλού με το κακό και είχε συμπεριληφθεί σε μια αρχική μορφή στη «Σχολή του Εγκλήματος». Το 1944 εκδίδονται οι «Μικρές ιστορίες για την αγάπη και το μίσος».
Μετά τον πόλεμο
Αμέσως μετά τον Δεύτερο Πόλεμο, ο Γιάν Βάις αναλαμβάνει αρχισυντάκτης του λογοτεχνικού τμήματος της εφημερίδας Umělecká Beseda, όπου αρχίζει και πάλι να δημοσιεύει ιστορίες του. Ανανεώνει τις επαφές του με τον Γιόζεφ Μάζαρικ. Το1946 εκδίδεται το μυθιστόρημα «Μια έκκληση βοήθειας», που γράφτηκε κατά τη διάρκεια της κατοχής, αλλά δεν είχε τότε καταφέρει να το εκδώσει.
Την ίδια χρονιά, μετά από παράκληση της συγγραφέα Μαρία Μαγέροβα, γράφει το σενάριο για να γίνει ταινία το βιβλίο της «Σειρήνα», το οποίο σκηνοθέτησε ο Karel Steklý (83΄). Τον Οκτώβριο του 1947, ο Γιάν Βάις συνταξιοδοτείται με τον βαθμό του Διευθυντή Λογιστηρίου.
Το 1950 ο Βάις θα αποκτήσει μια μονοκατοικία στην Πράγα και επανέρχεται στο επίκεντρο των συζητήσεων, καθώς ο Jiří Hajek, αρχισυντάκτης του Tvorba, που γνώριζε τον Βάις από Umělecká Beseda, κάνει ένα αφιέρωμα σε αυτόν, ενώ για το έργο του γράφει και ο Milan Schulz. To 1954, μετά μια δημιουργική αναζήτηση της νέας κοινωνικής κατάστασης που διαμορφώνεται στη χώρα, ο Βάις εκδίδει τη συλλογή «Μικρές παλιές και νέες ιστορίες». Το 1957, εκδίδεται «Η χώρα των εγγονών», μια προσπάθεια συγκερασμού του κοινωνικού αιτήματος και της αχαλίνωτης τάσης του Βάις για το φανταστικό. Ο Jan Kristek επανεκδίδει όλο το έργο του Βίας στον οίκο Československý spisovatel.
Το τέλος της συγγραφής
Το 1960 εκδίδεται η συλλογική διηγημάτων του «Δορυφόροι και Αστροναύτες», ενώ πηγαίνει τη Μόσχα για δεύτερη φορά με αφορμή την ρώσικη έκδοση του «Σπιτιού με τα χίλια πατώματα». Οι Βάις θα επισκεφθούν με τραίνο την Gagra στην Αμπχαζία, προσκεκλημένοι του τοπικού συνδέσμου συγγραφέων, με τους οποίους θα κρατήσει επικοινωνία. Είναι η καλή περίοδος του Γιάν Βάις.
Το 1962 του απονεμήθηκε το παράσημο του Τάγματος της Εργασίας. Το 1963 στη σειρά της «σοσιαλιστικής επιστημονικής φαντασίας» εκδίδεται η συλλογή του «Εικασία για το μέλλον». Στην αρχή του 1964, μετά από μια συντριπτική κριτική για ολόκληρο το έργο του Βάις από τον Oleg Sus, ο Γιάν θα σταματήσει να γράφει.
Το 1968 προβάλλεται η ταινία «Η γλυκιά ώρα του Καλιμαγκντόρα» (102΄) που βασίζεται στο βιβλίο του Βάις «Ένας υπναράς στο κρεβάτι του ζωδιακού κύκλου» σε σκηνοθεσία Leopold Lahola.