Joker και “Παράσιτα” – Το σινεμά ανακαλύπτει τους “από κάτω”
25/11/2019Πολλές φορές ο κινηματογράφος μας φέρνει αντιμέτωπους με αλήθειες που έρχονται από το μέλλον. Άλλοτε τοποθετείται εγγύτερα στην πραγματικότητα που ζούμε αναπαριστώντας όψεις και διαστάσεις εκείνου που ο φακός του επιλέγει να προβάλει κι άλλοτε δημιουργεί “κατασκευές” με κοινωνικά, ηθικά, αισθητικά κ.α. συμφραζόμενα δημιουργώντας τα δικά του σημειολογικά σύμπαντα.
Όσοι είδαν το τελευταίο διάστημα τις ταινίες Joker του Toντ Φιλιπς με τον ανεπανάληπτο Χοακίν Φίνιξ και την νοτιοκορεάτικη ταινία Παράσιτα του Μπονγκ Τζουν-Χο, ενδεχομένως να καταλάβουν ευκολότερα τι εννοώ. Χωρίς να υπεισέλθω στις διαφορές ύφους, κινηματογραφικής αισθητικής και σεναριακής γραφής, που καταφανώς ενυπάρχουν και στις δύο παραγωγές, εστιάζω ευθέως στο κοινό νήμα που συνδέει “υπόγεια” τις δύο αυτές δημιουργικές καταθέσεις.
Δυστυχώς, βιώνουμε μια πραγματικότητα όπου πολλές φορές δεν κατανοούμε επαρκώς πώς η ευτυχία των λίγων, όταν πλαισιώνεται ασφυκτικά από τη δυστυχία των πολλών, την ακραία φτώχεια, την ανισότητα, τη διαβρωτική επενέργεια της αλλοτρίωσης, η βιωσιμότητα κάθε “ιδιωτικού οράματος” αποδεικνύεται ισχνή, ανυπεράσπιστη και ελλειμματική. Κι αυτό γιατί ο στεγανοποιημένος παράδεισος των λίγων θα αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο από την ανερχόμενη ορμή ενός εγγενούς θυμού, όλων εκείνων που υφίστανται την άτεγκτη οικονομική, κοινωνική, ψυχολογική, συμβολική βία των λίγων και των ισχυρότερων που κανοναρχούν τα πεδία των κοινωνικών σχέσεων.
“Παράσιτα κοινωνικών χωματερών”
Υπό την έννοια αυτή και κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες οι πρωταγωνιστές του δράματος απέναντι στην παράνοια ενός κυνικού συστήματος που τεκμηριώνεται καθημερινά στην πολυτροπικότητα της βίας και της ανισότητας εμφανίζονται να ενεργούν εξίσου άνισα και ανορθολογικά όταν απορρυθμίζονται βάναυσα οι προσωπικές και οικογενειακές τους σταθερές: χωρίς δουλειά, χωρίς φάρμακα, χωρίς ανθρώπινη στήριξη, χωρίς στέγη, χωρίς ασφάλεια, χωρίς εκπαίδευση…
Όλα αυτά, τα “χωρίς” συνθέτουν την παράνοια ενός δυστοπικού μετανεωτερικού τοπίου όπου το φάσμα της ανισότητας σε συνδυασμό με την απουσία ενός δικτύου κοινωνικής προστασίας μετατρέπουν την καθημερινότητα σε ερεβώδη αρένα. Οι λίγοι δύνανται να ζουν ως άνθρωποι, ενώ οι πολλοί περιφέρονται ως “παράσιτα”, δημιουργήματα των σύγχρονων κοινωνικών “χωματερών”, ψάχνοντας από κάπου να πιαστούν.
Οι μειοψηφικές elites αναπαράγουν την κανονικότητα των βεβαιοτήτων τους ως κληρονόμοι προνομίων, ενώ οι απρόσωπες πλειοψηφίες μετατρέπονται σε καύσιμες ύλες για την αναπαραγωγή των κυρίαρχων μηχανισμών. Οι ελάχιστοι διαμένουν στις πράσινες επαύλεις της υψηλής αισθητικής, ενώ οι πολλοί βυθίζονται στα πλημμυρισμένα και σκοτεινά υπόγεια, εκεί που δεν φτάνει ούτε το wi-fi του πάνω κόσμου, το νήμα δηλαδή που σε κρατά συνδεδεμένο με τη λειτουργία μιας κοινωνίας που, ενώ υπόσχεται τα πάντα, στο τέλος καταβροχθίζει και το έσχατο απομεινάρι αξιοπρέπειας.
Η βία ως άμυνα
Πάνω ακριβώς σε αυτή την αρχέγονη διαλεκτική μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας, ευγένειας και αγριότητας, λογικής και παραλόγου, ανθρωπιάς και αποκτήνωσης, κοινωνικών κατακτήσεων και βίαιων απορρυθμίσεων, εμφανίζονται να ευδοκιμούν οι ρωγμές, τα ρήγματα, οι χαράδρες των “ελεύθερων πτώσεων”. Εκεί ακριβώς είναι που, και μόνο η οσμή της φτώχειας, της απελπισίας και της περιθωριοποίησης αρκεί για να αντιλαμβάνονται οι “εντός”, τη δυσάρεστη ύπαρξη των ανεπιθύμητων “άλλων”.
Αναπόφευκτα τότε η ανάδυση των ορμέμφυτων της επιβίωσης εμφανίζεται ως η μόνη άμυνα απέναντι στη βία του καταναγκασμού και της απώθησης στο περιθώριο. Και τότε είναι που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα μπροστά στην επερχόμενη σύγκρουση. Κοινωνική, υπαρξιακή, συμβολική, δεν έχει σημασία.
Εν κατακλείδι, όσο η μετανεωτερική πολιτική τάξη πραγμάτων θα συναινεί στο συνεχές της ακραίας ανισότητας, της βίας και της αλλοτρίωσης τόσο η τέχνη ως μορφή κοινωνικής συνείδησης, θα διαισθάνεται ενστικτωδώς την ανάγκη να αναδεικνύει με τους δικούς της όρους την κορύφωση του ανθρώπινου δράματος μέσα στις κοινωνικές συνθήκες που αυτό λαμβάνει χώρα. Και ο νοών νοείτω!