Καλέ μας φίλε Σταύρο Κουγιουμτζή
09/04/2019Γράφει ο Γιώργος Λυσσαρίδης –
Κυριακή 13 Μαρτίου του 2005. «Το ρολόϊ σταμάτησε δω». Συγγενείς και φίλοι, σιγοτραγουδώντας το τραγούδι του «ο ουρανός φεύγει βαρύς πάνω από τη ζωή μου» συνοδεύουν τον Σταύρο Κουγιουμτζή στο ταξίδι του για τη γειτονιά των αγγέλων. Δεκατέσσερα χρόνια χωρίς τον μεγάλο μουσικό δημιουργό. Απών ο ίδιος, παρόντα όμως τα τραγούδια του. Ζωντανά και ακμαία, έχουν γίνει πλέον κτήμα ενός ολόκληρου λαού που σε πολλές στιγμές της καθημερινής του ζωής, στιγμές χαράς ή λύπης, ξενοιασιάς ή περισυλλογής, τα φέρνει σαν βάλσαμο ψυχής στα χείλη του, χωρίς μάλιστα πολλές φορές να γνωρίζει πως αυτός υπήρξε ο δημιουργός τους.
Θαρρείς κι ο χρόνος που ανελέητος ξεθωριάζει τα πάντα, αφήνει ανέγγιχτα τα τραγούδια του Κουγιουμτζή. Αυτή η αντοχή στον χρόνο είναι η πιο ακριβοδίκαιη αποτίμηση που, αυστηρός κριτής των πάντων, με το δικό του αλάθητο κριτήριο, απονέμει ο απλός λαός στο μεγάλο συνθέτη για την ανεκτίμητη προσφορά του στο λαϊκό μας πολιτισμό .
Τύχη αγαθή έφερε τα βήματά μας να συναντηθούν και να τον γνωρίσω από κοντά, αφότου επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, το 1987. Με τίμησε με τη φιλία του, γεύτηκα το νέκταρ της σοφίας του, θαύμασα την ευπρέπεια του χαρακτήρα του και γοητεύτηκα από την παιδεία του. Μια παιδεία πλήρη και ολόπλευρη που ανέδυε μια ψυχή ασκημένη σε όλες τις μορφές της τέχνης. Από τις συγχορδίες και την αρμονία της μουσικής ώς την άκρη της γραφίδας με την οποία έγραψε λογοτεχνία και σμίλεψε τους στίχους πολλών από τα τραγούδια του.
Πίσω από τα συμβατικά και μάλλον άκομψα γυαλιά του και την πρώτη εντύπωση για το στυφό του ύφος, σε περίμενε – εφόσον βέβαια περνούσες τις εξετάσεις από το ένστικτό του, με το οποίο «ζύγιζε» τους ανθρώπους- ένας άνθρωπος πολύ γλυκός και τρυφερός που, όταν αποφάσιζε να σου μιλήσει, θαύμαζες τη λιτότητα, την ειλικρίνεια και την ευθυκρισία στο λόγο του. Ακριβώς όπως στα τραγούδια του, δεν είχες τίποτε να προσθέσεις ούτε να αφαιρέσεις σε όσα έλεγε. Λιτότητα και σαφήνεια σε σπάνια συνύπαρξη. Λόγος ήπιος, χωρίς εξάρσεις, λεπτός και προσεγμένος. Ούτε το παραμικρό πρόχειρο ή κραυγαλέο.
Κάτω από τη δημόσια εικόνα ενός ανθρώπου συνεσταλμένου και μοναχικού, που φαίνονταν μελαγχολικός όπως κι η μουσική του, κρύβονταν (τον έκρυβε επιμελώς ο ίδιος) ένας άνθρωπος με βαθύ στοχασμό, με ευαισθησίες που προσπαθούσε να μη ξεχειλίσουν, μη τυχόν και παραβιάσει τα αυστηρά όρια της σεμνότητας που είχε θέσει o ίδιος για τον εαυτό του .
Ταπεινόφρων μέσα στη μεγαλοσύνη του, μεγαλόψυχος, απολύτως ανεξίκακος και επιεικής με τους συνανθρώπους του, χαμηλών τόνων αλλά υψηλοτάτου ήθους, αδιαφορούσε και σάρκαζε τα συμβατικά και επιτηδευμένα, σέβονταν και εκτιμούσε τα αυθεντικά και ειλικρινή. Εκούσια παραιτημένος από κάθετι επιδεικτικό, επέλεξε συνειδητά να επικοινωνήσει μέσω των τραγουδιών του με τις μεγάλες αλλά σιωπηλές πλειοψηφίες, αντί να κολακέψει τις θορυβώδεις, πλην όμως αφοσιωμένες στον εαυτό τους και μόνο, μειοψηφίες.
Μια στάση ζωής και δημιουργίας με βαρύ κόστος και πολλές θυσίες. Βαθιά φιλοσοφημένος, αναζητούσε την ανταμοιβή στην ψυχή του και όχι στην κραυγάζουσα αναγνώριση μέσα από τις δημόσιες σχέσεις, αδιαφορώντας για τους δημόσιους επαίνους και τις κολακείες. Και όποτε (πάντοτε δικαίως) τού απονέμονταν, έμοιαζε να νιώθει άβολα και στενόχωρα . Ο ίδιος γράφει: «Είναι αλήθεια πως για τα τραγούδια μου δε στάθηκα στοργικός πατέρας. Δεν τα υποστήριξα. Δεν τα προώθησα. Τα άφησα σχεδόν αβοήθητα. Ή θα τα βγάλουν πέρα μόνα τους, έλεγα, ή θα πεθάνουν. Πάντως, κάλπικα δεν τα ήθελα. Ούτε και με δεκανίκια».
Λίγοι γνωρίζουν πως ο Σταύρος Κουγιουμτζής υπήρξε και συγγραφέας. Αξίζει να διαβάσει κανείς τα βιβλία του. Τα δύο, αυτοβιογραφικά, «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια» και «Χρόνια σαν βροχή». Το τρίτο, «Στα διώροφα έμεναν οι όμορφες», περιέχει 23 αυτοτελή μικρά διηγήματα. Από τις σελίδες τους όπου, χωρίς να το επιδιώκει, αυτοαποκαλύπτεται, αναδύονται η ανθρωπιά και η βαθύτατη κοινωνικότητα του συγγραφέα, καθώς και η αγάπη για τον τόπο του, τη Θεσσαλονίκη και τον «τενεκέ μαχαλά», στην Άνω Πόλη όπου γεννήθηκε και έγραψε τα πρώτα του τραγούδια, «το περιστεράκι», «αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», «μη μου θυμώνεις μάτια μου» και άλλα.
Ρεαλιστής και οραματιστής συγχρόνως, βίωνε με ένταση και προσωπική βάσανο αυτή τη διπλή, εξ ορισμού αντιφατική, ιδιότητα. Το μαρτυρούν κάποια αποσπάσματα από το συγγραφικό του έργο: «Χρόνια τώρα ποντάρουμε σε μια κούφια αισιοδοξία και σε χάρτινα οράματα. Ένα κιτς απλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Η κατανάλωση για την κατανάλωση, το καινούργιο για το καινούργιο. Γίναμε υπηρέτες της τεχνολογίας και των προϊόντων της. Βαδίζουμε σε μια τυφλή λεωφόρο. Χωρίς σημάνσεις, χωρίς πινακίδες. Στην προσπάθειά μας για καλύτερη ζωή, ξεχάσαμε τι είναι η ζωή. Σιγά σιγά γίναμε απλοί θεατές της ίδιας μας της ζωής. Και όλα αυτά στο όνομα μιας μπάσταρδης λέξης, όπως την αποκαλεί ο Στραβίνσκι στην «Ποιητική» του, της λέξης ‘πρόοδος'”.
Μέρος του συγγραφικού του έργου είναι και τα δεκάδες ποιήματα που έχει γράψει, αρκετά από τα οποία αποτελούν τους στίχους τραγουδιών από τα πιό γνωστά που ο ίδιος μελοποίησε. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Στα διώροφα έμεναν οι όμορφες» γράφει ο Κουγιουμτζής : «Τα διηγήματα αυτά τα έγραψα όπως γράφω τα τραγούδια μου, με μιά διάθεση να εκφραστώ με λίγα λόγια. Αυτό δεν είναι εύκολο, για μένα όμως είναι ζήτημα αισθητικής. Στα τραγούδια μου δεν υπήρξα «έξυπνος» συνθέτης. Δεν ξάφνιασα και δεν εντυπωσίασα. Η ίδια διάθεση διαπνέει κι αυτά τα διηγήματα».
Άλλοτε αισιόδοξος και άλλοτε (τις πιο πολλές φορές) συνεφιασμένος, στις όμορφες κουβέντες που κάναμε, επαναλαμβάνοντας τον Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς, έλεγε: «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» και ύψωνε τη φωνή του (πράγμα σπάνιο γι’ αυτόν) για να κάνει πιο πειστική την αισιόδοξη πρόβλεψη, αμέσως μετά όμως ψιθύριζε με κάποια πίκρα: « εκτός εάν η ασχήμια καταστρέψει την ομορφιά».
Ο λογοτέχνης Σταύρος Κουγιουμτζής μοιάζει να έφτασε στην ωριμότητα τη λογοτεχνική, χωρίς στο μεταξύ να έχει διανύσει τα ενδιάμεσα στάδια της λογοτεχνικής δοκιμασίας. Σε αφήνει με την εντύπωση ότι η λογοτεχνική του πληρότητα είναι αποτέλεσμα της μουσικής του παιδείας. Λές και ο συνθέτης της μελωδίας ετοίμασε το συνθέτη του λόγου. Αλλά ούτε αυτό είναι παράδοξο. Γιατί, όπως γράφει ο επίσης καλός του φίλος, αείμνηστος Χρίστος Τσολάκης: «Ένας είναι ο νους και μιά η παιδεία που ετοιμάζει τον καλλιεργημένο άνθρωπο, τον άνθρωπο με τον βαθύ στοχασμό, τον χαρακτήρα, το ήθος, την ευαισθησία. Στο βάθος, μιά είναι η τέχνη, μόνο που εκδηλώνεται εδώ με τον λόγο, εκεί με τον χρωστήρα, αλλού με τη σμίλη, αλλού με το τραγούδι».
Αυτός ήταν ο άνθρωπος, ο συνθέτης, ο συγγραφέας Σταύρος Κουγιουμτζής. Ήθος, σεμνότητα, αξιοπρέπεια. Συναίσθημα και πίστη στις ανθρώπινες αξίες. Χαρακτήρας και δημιουργός, πρόσωπο και συνθέτης σε απόλυτη ταύτιση. Καθρέφτης ο ένας του άλλου.
Δυό λόγια, όμως, οφείλουμε και για τη σύζυγό του Αιμιλία. Τη «μούσα» του, που τον οδήγησε σε πολλές από τις επιλογές του. Υπήρξε ο καλός του σύντροφος, ο άνθρωπος με τον οποίο μοιράστηκε, «εξ αδιαιρέτου» στην κυριολεξία, τη ζωή του, με όλες τις καλές και τις κακές στιγμές της. Εξαιρετική σύζυγος και λαμπρή μητέρα για τις δύο θυγατέρες τους. Όπως κι ο ίδιος ήταν στοργικός πατέρας, τρυφερός σύζυγος και καλός οικογενειάρχης. Από τον ξαφνικό θάνατο του Σταύρου Κουγιουμτζή και μετά, η Αιμιλία τιμά τη μνήμη και το έργο του συζύγου της με μιά υποδειγματική αξιοπρέπεια και έναν σπάνιο σεβασμό, έτσι ακριβώς όπως έκανε εκείνος εν ζωή και όπως θα επιθυμούσε να το κάνει η οικογένειά του όταν εκείνος θα «έφευγε».
Καλέ μας φίλε Σταύρο,
Εκεί που βρίσκεσαι τώρα, θα’ σαι πουλάκι ελεύθερο να πετάς και να χαίρεσαι τις χαρές του παραδείσου. Γιατί τό’ λεγες: «ήθελα νά’ μουνα πουλί, νά’ μουν χελιδονάκι». Εμείς οι φίλοι σου, Σταύρο, είμαστε βέβαιοι πως και κει πάνω που αναπαύεται η ψυχούλα σου, θα γράφεις και πάλι ουράνια τραγούδια…