“Κάποια μέρα θα πούμε τα πάντα ο ένας στον άλλο”
14/03/2024Γερμανική ταινία του 2023 που έκανε πρεμιέρα στις 7 Μαρτίου. Πρόκειται για αισθηματική, δραματική, ερωτική και νεανική ταινία εποχής διάρκειας 129 λεπτών με βαθμολογία 2,5 στα 5. Μετά τη σύνοψη της ταινίας ακολουθεί η κριτική.
Καλοκαίρι του 1990, στην ύπαιθρο των συνόρων ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία, οι οποίες πια ετοιμάζονται για την ένωση μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η Μαρία θα γίνει σε λίγο καιρό 19 ετών. Οι γονείς της έχουν χωρίσει και η μητέρα της είναι άνεργη και ανήμπορη να τη ζήσει, οπότε η Μαρία μένει με τον φίλο της, Γιοχάνες, στο αγρόκτημα των γονιών του, οι οποίοι την έχουν υποδεχθεί σαν δική τους κόρη.
Η Μαρία προτιμά να χάνεται στα βιβλία παρά να εστιάζει στην αποφοίτηση και το μέλλον της, ώσπου συναντά τυχαία τον Χένερ, έναν αρκετά μεγαλύτερό της, μοναχικό και κακόφημο αγρότη που ζει εκεί κοντά. Ένα μόνο άγγιγμα αρκεί για να πυροδοτήσει έναν έρωτα που κατακαίει τη ζωή της, ένα μυστικό πάθος γεμάτο λαχτάρα και επιθυμία που καταβροχθίζει τα πάντα στο πέρασμά του και αφήνει τη Μαρία με περισσότερα ερωτήματα, παρά απαντήσεις. Το μόνο σίγουρο; Μετά από αυτό το καλοκαίρι, δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια.
Κριτική
Μια περίληψη της υπόθεσης προϊδεάζει για κάτι αρκετά πιο πολιτικά φορτισμένο από αυτό που τελικά προκύπτει, χωρίς να λείπει το αντίστοιχο σχόλιο ανά σημεία, δίχως όμως αυτές οι στιγμές να χαρακτηρίζουν και το σύνολο. Μπορεί κανείς να κάνει παραλληλισμούς ανάμεσα στον πυρήνα της πλοκής και τις μεταβολές που έλαβαν χώρα μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, μερικές εκ των οποίων αποτυπώνονται και σεναριακά, σίγουρα όμως αυτή η διάσταση περνάει σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά με άλλα στοιχεία.
Το φιλμ της Emily Atef ανταποκρίνεται από την αρχή μέχρι το τέλος στην κλασική συνταγή του «απαγορευμένου» ρομάντζου, με ερωτικές σκηνές πιο τολμηρές από τον μέσο όρο, αλλά χωρίς να δίνει μια πειστική απάντηση ως προς το γιατί η συγκεκριμένη ιστορία αγάπης να αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Ακόμη και το φινάλε φαντάζει ως μια κίνηση απόγνωσης τύπου «βγάζω το βαρύ πυροβολικό» για να προστεθεί βαρύτητα σε μια αφήγηση που ελάχιστα συναρπάζει μέχρι εκείνο το σημείο.
Το ζήτημα είναι ότι το ειδύλλιο που βρίσκεται στο επίκεντρο παραείναι απλοϊκό, με συστατικά που έχουν χρησιμοποιηθεί υπερβολικά πολλές φορές για να εκπλήξουν εδώ. Σε ορισμένες μάλιστα πτυχές του αγγίζει μια αφέλεια που θυμίζει παραδείγματα τύπου «Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι». Και οι δύο πρωταγωνιστές ποτέ δεν αποκτούν μια πραγματικά στέρεα ψυχολογική υπόσταση, ούτε όμως τα κενά τους είναι σχηματισμένα με τρόπο τέτοιο που να υπονοούνται πολλές λεπτομέρειες και από αυτά ακόμη.
Πρόκειται για ένα ζευγάρι που μπορεί να συνοψιστεί κάπως απαξιωτικά ως το δοκιμασμένο δίπολο του μυστηριώδη άντρα με τη συναισθηματικά παρορμητική γυναίκα, με τις περισσότερες από τις αναμενόμενες αλληλεπιδράσεις που θα περίμενε κανείς από ένα ταίριασμα των δύο αυτών στερεοτύπων. Κι ενώ είναι ένα γεγονός που μπορεί να περάσει απαρατήρητο από τη μερίδα του κοινού που θα εστιάσει στον χείμαρρο πάθους που αποτελεί την καρδιά του σεναρίου, αφήνει μια άσχημη επίγευση το ότι σε μια χρονική διάρκεια άνω των δύο ωρών συμβαίνουν στην πραγματικότητα ελάχιστα.
Το όλο «πακέτο» πάντως έχει κάποια ατού που το εμποδίζουν από το να γίνει εντελώς απορριπτέο. Τα χρώματα της φωτογραφίας του Armin Dierolf για παράδειγμα χαρίζουν στο μάτι αρκετές όμορφες εικόνες, οι οποίες μάλιστα ανταποκρίνονται αισθητικά σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο της τότε εποχής (μετάβαση από τη δεκαετία του 1980 σε αυτή του 1990). Εντοπίζονται και σκηνές που, έστω και στιγμιαία, βάζουν τον θεατή μέσα στο δράμα λόγω κάποιων καλών χειρισμών εκ μέρους της Atef. Και η ερμηνεία της νεαρής Marlene Burow ταιριάζει «γάντι» με την ηρωίδα που καλείται να υποδυθεί, εναλλάσσοντας εσωστρέφεια κι ένταση με τη σωστή δοσολογία για έναν χαρακτήρα που έρχεται αντιμέτωπος με τις προκλήσεις στο κατώφλι της ενηλικίωσης.
Μια παρόμοια σεναριακή αφετηρία με μια διαφορετική αξιοποίηση μπορεί να έδινε κι ένα ιδιαίτερα δυνατό ρομαντικό δράμα σαν αποτέλεσμα. Το «Κάποια Μέρα θα Πούμε τα Πάντα ο Ένας στον Άλλον» δυστυχώς επιλέγει να επεξεργαστεί τη σχέση στην οποία εστιάζει με μπανάλ ως επί το πλείστον τεχνάσματα και με μια κατά βάθος συντηρητική λογική, παρά τον φαινομενικά απενοχοποιημένο τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη σεξουαλικότητα. Παρακολουθείται με κάποιο ενδιαφέρον, χωρίς όμως ποτέ αυτό να μετατρέπεται από μια επιδερμική περιέργεια σε ουσιαστική επένδυση στα όσα διαδραματίζονται επί της οθόνης.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Emily Atef
Κύριοι Ρόλοι:
Marlene Burow … Maria
Felix Kramer … Henner
Cedric Eich … Johannes
Silke Bodenbender … Marianne
Florian Panzner … Siegfried
Jordis Triebel … Hannah
Christian Erdmann … Hartmut
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Emily Atef, Daniela Krien
Παραγωγή: Karsten Stoter
Μουσική: Christoph Kaiser, Julian Maas
Φωτογραφία: Armin Dierolf
Μοντάζ: Anne Fabini
Σκηνικά: Beatrice Schultz
Κοστούμια: Gitti Fuchs
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Irgendwann Werden wir uns Alles Erzahlen της Daniela Krien.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.
Παραλειπόμενα
- Η Emily Atef διάβασε το βιβλίο το 2012, και αναζήτησε άμεσα τα δικαιώματα για μια κινηματογραφική του μεταφορά. Ανακάλυψε όμως ότι αυτά είχαν ήδη πουληθεί, και απτόητη επέμεινε αναζητώντας την ίδια τη συγγραφέα. Όχι απαραίτητα για τα δικαιώματα, αλλά τουλάχιστον να τη γνωρίσει. Μέσα σε 15 λεπτά που έστειλε το μήνυμα, η Daniela Krien είχε ήδη δώσει θετική απάντηση.
- Μετά από 18 χρόνια καριέρας στη σκηνοθεσία, η Emily Atef γυρίζει για πρώτη φορά μια ταινία που δεν βασίζεται σε αυθεντικό σενάριο.
Σε συνεργασία με το filmy