Καράβια από το παρελθόν στο παρόν – Ένα λεύκωμα για την ελληνική ναυτιλία
04/08/2022Τον Αύγουστο του 1995 παρουσιάστηκε στους Δελφούς το δίγλωσσο (ελληνοαγγλικό) λεύκωμα “Ελληνικά Πλοία του Μεσαίωνα” (Αθήνα 1994). Καρπός συνεργασίας του τότε επίκουρου καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, καθηγητή της Ναυτικής Σχολής Πολέμου και της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και διευθυντή του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών Δημήτρη Γ. Μιχαλόπουλου (γ. 1952) και του ζωγράφου Αντώνη Ν. Μιλάνου (γ. 1945), εκδόθηκε από τον Γιάννη Αρσενίδη (1927-2021).
Η γνωριμία του Γιάννη Αρσενίδη με τον διευθυντή της Καθημερινής Αιμίλιο Χουρμούζιο (1904-1973) και με τον λόγιο δημοσιογράφο-μεταφραστή Κώστα Σταματίου (1929-1991) τον έστρεψε προς την έκδοση στην Ελλάδα των βιβλίων του Bertrand Russell (1872-1970) και του Jean-Paul Sartre (1905-1980).
Δημοκράτης και συνδικαλιστής, ο πάντα σεμνός Αρσενίδης διατήρησε την έδρα του στην οδό Ακαδημίας 57, μέσα στη στοά του κινηματογράφου “Όπερα”, σε ημιώροφο πολυκατοικίας. Από το 1963 είχε φέρει σε επαφή το ελληνικό κοινό με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη.
Συνεχιστής εικονογράφων καραβιών
Με καταγωγή από τη Ζάκυνθο, στη Χρυσόβιβλο (Libro d’Οro) της οποίας αναγράφεται η οικογένειά του από το 1588 και έχοντας πραγματοποιήσει από το 1953 ελεύθερες σπουδές σχεδίου και ζωγραφικής παράλληλα κοντά στον άξιο προγυμναστή νέων ζωγράφων Πάνο Σαραφιανό (1919-1968) και στον Ιταλό κλασικιστή ζωγράφο Carlo Maria Mariani (1931-2021), ο Μιλάνος επιδόθηκε στη μελέτη ελληνικών πλοίων από την αρχαιότητα έως τον μεσαίωνα και την επανάσταση του 1821, από τα αρχέγονα ατμόπλοια έως τα φτωχά καΐκια και τα φημισμένα υποβρύχια του 1940. Τα καράβια του, με χρώματα τέμπερας, αποτελούν λυρικές εικόνες. Χαρακτηρίζονται για την ακρίβεια περιγραφής και τη λεπτομέρεια γραμμών τους.
Ο Μιλάνος φαίνεται ότι συνεχίζει την παράδοση επαγγελματιών χαρακτών που δούλεψαν ως ξυλογράφοι για την εικονογράφηση εντύπων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και λαϊκότροπων ζωγράφων, όπως οι Ανδριώτες Νικολός Μιχ. Θερμιώτης (Ξύδης, 1856-1941) και Γεώργιος Α. Μπουκουβάλας (1861-1916), ο Χιώτης Αριστείδης Γλύκας (1870-1940), ο Βολιώτης Νικόλαος Χριστόπουλος (1880-1966). Γίνεται έτσι επιμελής ιστοριογράφος ελληνικών καραβιών.
Πηγή έμπνευσης τα ιστορικά κείμενα
Αλλά από πού αντλεί τις αναγκαίες εκείνες πληροφορίες για την ακριβή αποτύπωση των παντοειδών καραβιών του; Πηγή του στην περίπτωση του λευκώματος “Ελληνικά Πλοία του Μεσαίωνα” συνιστούν εξειδικευμένα κείμενα που τα έχει μελετήσει κριτικά ο Δ. Γ. Μιχαλόπουλος, όπως το βιβλίο του υποπλοιάρχου του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, εγγονού του Αϊβαλιώτη λογίου του 18ου αιώνα Γρηγόριου Σαράφη, Κωνσταντίνου Α. Πιτζιπιού (Πιτσιπίου) Σαράφη “Ο ελληνικός αυτοκρατορικός στόλος”.
Το βιβλίο εκδόθηκε το 1907 από το Τυπογραφείο Εστία των Καρόλου Μάισνερ (1864-1948) και Νικόλαου Καργαδούρη (1862-1935), το οποίο στεγαζόταν στο μέγαρο Γεώργιου Αφθονίδη, στην Πλατεία Κλαυθμώνος, και επανεκδόθηκε το 2019 με τον τίτλο “Ο αυτοκρατορικός στόλος του Βυζαντίου” από τον εκδοτικό οίκο Eurobooks. Το κείμενό του το εικονογραφούν 107 σχεδιάσματα των καραβιών, του εξοπλισμού και των λαβάρων τους, έργα του ίδιου του συγγραφέα.
Ο αγώνας στη θάλασσα
Ένα ακόμα δίγλωσσο (ελληνοαγγλικό) λεύκωμα, επετειακό αυτό για τα 200 χρόνια μετά από την Επανάσταση, έκδοση του Επιμελητηρίου Ζακύνθου το 2022, ήρθε να υπενθυμίσει τη φιλική συνεργασία των δύο, του Δ. Γ. Μιχαλόπουλου που έγραψε-μετέφρασε τα κείμενα και του Αντ. Ν. Μιλάνου που φιλοτέχνησε τους πίνακες. Ο τίτλος του: “Ο Αγώνας στη Θάλασσα. Καπετάνιοι, πλοία και ναυμαχίες της Ελληνικής Επανάστασης”.
Στο συγκεκριμένο λεύκωμα, εκτός από την ιστορική και την εικαστική τεκμηρίωση των παραπάνω, αξίζει να εξαρθεί το πρωτότυπο γλωσσάριο ναυτικών όρων που συνέταξε ο Δ. Γ. Μιχαλόπουλος με πειστικά δόκιμα ερμηνεύματα του ετύμου τους. Δύο παραδείγματα: Γεμιτζής. Ο ναύτης, από το “gemici” (τουρκ.<gemi = πλοίο [τουρκ.]), Καβοντόρο. Ακρωτήριο ορεινό ή, έστω, βραχώδες, ο περίπλους του οποίου συνήθως εγκυμονεί κίνδυνο, από το cabo duro (ισπ., πορτ.). Από το duro προήλθε η λέξη ντόρος (= φασαρία, αναταραχή).
Την πρώτη προσπάθεια για τον καταρτισμό ελληνικής ορολογίας ναυτικών την οφείλουμε σε τρεις ανθρώπους: στους πλωτάρχες Λεωνίδα Παλάσκα (1819-1880) και Αλέξανδρο Κουμελά (1818-1879) και στον καθηγητή της Φιλοσοφίας και της Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Φίλιππο Ιωάννου (1800-1886). Έγραψαν και εξέδωσαν το 1858 το βιβλίο Ονοματολόγιον Ναυτικόν (σελ. 72), που επανεκδόθηκε συμπληρωμένο το 1884 (σελ. 236).
Ούτε θαλασσογραφίες, ούτε αντίγραφα
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τα έργα του Μιλάνου θαλασσογραφίες ή να του προσάψει ότι παραμένει απλός αντιγραφέας των προτύπων του; Ο Μιλάνος δεν ενδιαφέρεται για τις μεταπτώσεις του υδάτινου στοιχείου, όπως οι Ολλανδοί του 17ου αιώνα, ενώ επενδύει με λεπταίσθητες χρωματικές αρμονίες τα μονοχρωματικά έργα του. Φυσικά και δεν μπορεί να καινοτομήσει, διότι οφείλει να σεβαστεί την περιγραφή των σκαριών.
Δημιουργός της Πινακοθήκης του Ινστιτούτου Ιστορίας Εμπορικής Ναυτιλίας, έχει κάνει ατομικές εκθέσεις, ενώ έχει συμμετάσχει και σε αρκετές ομαδικές. Το 1995 το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού από κοινού με την Τράπεζα της Ελλάδος και το Εθνικό Νομισματοκοπείο προέβησαν στην έκδοση συλλεκτικής σειράς έξι αργυρών μεταλλίων που απεικονίζουν θέματα από ζωγραφικούς πίνακές του. Το 1997 επέστρεψε στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, όπου στο χωριό Τσιλιβί ίδρυσε το Μιλάνειο Ναυτικό Μουσείο.
Το 2014 έργα του εικονογράφησαν το λεύκωμα “Η εξέλιξη της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας” στο πέρασμα των αιώνων (έκδοση Ινστιτούτου Ιστορίας Εμπορικής Ναυτιλίας), με κείμενα Δ. Γ. Μιχαλόπουλου. Από το 1998 μέλος του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, τακτικό μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος. Δυστυχώς, χρόνια τώρα, δοκιμάζεται ανεπανόρθωτα η υγεία του…