ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Κερασούντος λαογραφικά: Παραδόσεις

Κερασούντος λαογραφικά: Παραδόσεις, Νικόλαος Σφαιρόπουλος

Το άρθρο αυτό, καθώς και τα δύο επόμενα, παρουσιάζουν δέκα δημώδεις παραδόσεις από την περιοχή της Κερασούντος, όπως τις κατέγραψε ο Νικόλαος Πολίτης, ο ιδρυτής της ελληνικής λαογραφικής επιστήμης, στους δύο πρώτους τόμους του βιβλίου του “Μελέται περὶ τοῦ βίου καὶ τῆς γλώσσης τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ-Παραδόσεις”. Το μνημειώδες αυτό έργο εκδόθηκε το 1904 με χορηγία του Γρηγορίου Μαρασλή από τη φερώνυμο βιβλιοθήκη και αποτέλεσε σταθμό για τη νεοελληνική επιστήμη. Ανατυπώθηκε το 1965 με σκοπό να συμβάλει στη βαθύτερη γνώση της ιστορίας του έθνους μας και να αναδείξει τον πλούτο των προγονικών μας παραδόσεων.

“Τὸ Στοιχειὸ”: Ο όρος “τὸ στοιχειὸ” ή “ὁ σκοιστεῖος” ήταν ευρέως διαδεδομένος στις ελληνικές περιοχές (μεταξύ άυτών και της Κερασούντος), όπως αναφέρει ο Λέων Αλλάτιος, Χιώτης λόγιος του 17ου αιώνα. Ο Ιωάννης Βαλαβάνης σημειώνει ότι στον Πόντο εμφανιζόταν παραφθαρμένος ως “ἀστεχεῖος” και στην Κερασούντα, κατά μετάθεση, ως “ἀσκεστεῖος”.

Σύμφωνα με λαϊκές παραδόσεις, η ψυχή μπορεί να μεταφερθεί σε άλλο οργανισμό μετά τον θάνατο. Έτσι, τα δέντρα ή τα φυτά που φυτρώνουν πάνω σε τάφους θεωρείται ότι περικλείουν την ψυχή του νεκρού. Συναφείς δοξασίες αναφέρουν ότι η ψυχή ενός ανθρώπου ή ζώου μπορεί μετά την αποδέσμευσή της από το σώμα να μετατραπεί σε στοιχειό, ιδιαίτερα αν ο θάνατος προήλθε από σφαγή ως θυσία.

Οι άνθρωποι πίστευαν ότι το αίμα είναι η έδρα της ψυχής, επομένως η αιματοχυσία του θύματος δεσμεύει την ψυχή του στον τόπο της θυσίας και σε ό,τι αυτή είχε αφιερωθεί. Στη σφαίρα της φαντασίας, το στοιχειό, χάρη στις υπερφυσικές του δυνάμεις, μπορεί να ενσαρκωθεί σε σώμα ανθρώπου, ζώου ή θηρίου και να αλλάζει μορφή κατά βούληση.

Η δημιουργία ενός προστάτη στοιχειού μέσω θυσίας είχε σκοπό τη φύλαξη γεφυρών, εκκλησιών, κτιρίων*, υδάτων, κρηνών, ποταμών (για να μην υπερχειλίζουν), σπηλιών, βουνών, δέντρων, θαλασσών, πλοίων, στρατών και εκστρατειών, καθώς και χωριών ή πόλεων από φυσικές καταστροφές ή εχθρικές επιθέσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η θυσία αποσκοπούσε στην υποταγή της ψυχής του θύματος, ώστε να υπηρετεί τον τιμώμενο νεκρό ή τους νεκρούς.

Οι μύθοι για την θυσία

Πολλοί μύθοι αναφέρουν ότι η θυσία ανδρών ή γυναικών ως εχέγγυο της σωτηρίας μιας πόλης από δεινό κίνδυνο ήταν εκούσια και ότι σε αυτούς απονέμονταν ισόθεες τιμές ή τους αφιέρωναν ηρώο. Το στοιχειό ήταν ευμενές και ευεργετικό προς όσους είχαν κάποιο δεσμό μαζί του ή το αγαπούσαν, ενώ ήταν τρομακτικό για τους υβριστές και εκείνους που προσπαθούσαν να το βλάψουν.

Ο όρος “στοιχειώνω” αναφέρεται στη δημιουργία στοιχειού ως φύλακα κτίσματος μέσω ανθρωποθυσίας ή ενταφιασμού ζώντος στα θεμέλια, όπως αναφέρουν η ελληνική μυθολογία, οι βυζαντινές παραδόσεις καθώς και η πιο πρόσφατη ιστορία του γεφυριού της Άρτας. Με την πάροδο του χρόνου την ανθρωποθυσία αντικατέστησε η θανάτωση ενός ζώου, γνωστή ως “θυσιὸ”, συνήθως πετεινού, μόσχου, αμνού ή κριού. Ακόμη και σήμερα, ραντίζεται με το αίμα ζώων ο πρώτος ακρογωνιαίος λίθος ή οι τέσσερις γωνίες των θεμελίων, ώστε τα εγειρόμενα σπίτια, γέφυρες και κτίρια να είναι γερά, ασφαλή και καλορίζικα.

Η φαντασία του λαού απέδιδε τη σπανιότητα εύρεσης και τη δυσχέρεια σύλησης θαμμένων ή άλλων θησαυρών στη φύλαξή τους από στοιχειά, αλλά και στην ανάγκη προσφυγής σε δεισιδαίμονες πράξεις, μαγγανείες ή μυστηριώδεις τελετές για την απόκτησή τους. Όπως στη θεμελίωση κτιρίου, έτσι και στην περίπτωση αυτή, η ανθρωποθυσία αντικαταστάθηκε από θυσία ζώου στον τόπο ταφής του θησαυρού, με σκοπό να στοιχειώσει και να γίνει φύλακας του θησαυρού. Συνήθως το στοιχειό που προστάτευε έναν θησαυρό εμφανιζόταν ως δράκος, φίδι (ή φίδια), θηρίο, σκύλα, φωτιά, καθώς και ως ανδρόγυνο, γέρος ή τσοπάνης.

Αργότερα προστέθηκαν παραδόσεις για τη φρούρηση θησαυρών από διαβολικά όντα, όπως δαίμονες, τελώνια (djnûn, πληθ. του djinn) ή “Ἀράπη”. Υπήρχε επίσης η δοξασία ότι όποιος ανακάλυπτε θησαυρό δεν θα μπορούσε να τον καρπωθεί αν δεν τον ράντιζε με αίμα, ώστε να εκπλυθεί αυτό που είχε χυθεί για τη στοίχειωση του φύλακα. Σύμφωνα με αρχαίες δοξασίες οι νεκροί ήταν φύλακες των υπό τη γη αγαθών. Κάθε πολύτιμο εύρημα που φυλασσόταν από πνεύματα και αποκτήθηκε μετά την εξουδετέρωσή τους ονομαζόταν με την αρχαία λέξη θησαυρός, καθώς και ως βιο (το), βιος (ο), λογάρι ή βλυσίδι (από το βλύζω, που σημαίνει αναβλύζω, εκπηγάζω).

Το χωριό Αγραμπελίτη

Ιδιαίτερη αξία έχει η παράδοση που κατέγραψε ο Βαλαβάνης σχετικά με ένα βαθύ χάσμα γεμάτο αμύθητους θησαυρούς στο χωριό Αγραμπελίτη, στο ακρωτήριο Ζεφύρου. Το χάσμα αυτό ήταν απρόσιτο λόγω της φύλαξής του από δαιμόνια. Αυτή η φήμη πιθανόν να σχετιζόταν με τον πλούτο της περιοχής, αφού το λιμάνι Ζεφύριο, που βρισκόταν ανάμεσα στην Τρίπολη και την Κερασούντα, ήταν το πιο γνωστό της Ανατολικής Μαύρης Θάλασσας.

Το λιμάνι είχε καθιερωθεί ως σταθμός στον Δρόμο του Μεταξιού από τη Δυναστεία των Αχαιμενιδών και παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η δοξασία ήταν επίσης γνωστή στους Τούρκους, όπως αποδεικνύει η μετάφρασή της από τα τουρκικά: “Ἡ Πόλη ἂν χαλάσῃ τὸ Ἀγραμπελίτιν τὴ φτειάνει, τὸ Ἀγραμπελίτιν ἂν χαλάσῃ, ἡ Πόλη δὲν τὸ φτειάνει”.

Επιπλέον, έχει καταγραφεί η πίστη σε ένα στοιχειό που φυλάγει και προστατεύει το σπίτι και τους ενοίκους του, ιδιαίτερα τα παιδιά, το πηγάδι ή το περιβόλι, φέρνοντας ευδαιμονία (εὖ+δαίμων), πλούτο και αφθονία αγαθών. Ο αγαθός αυτός δαίμονας απεικονιζόταν συνήθως ως “οἰκουρὸς” όφις (φιδόσπιτο), καθώς και ως ζώο ή πτηνό, κυρίως σαύρα (σαμιαμίδι ή τσαπερδόνα), πάπια (στις ποντικές παραδόσεις) και βάτραχος (στην Οινόη του Πόντου).

Οι άνθρωποι, όταν κάποιο από αυτά τα πλάσματα εμφανιζόταν ξαφνικά στην καθημερινότητά τους, πίστευαν ότι ήταν η μετενσάρκωση του στοιχειού και ότι δεν έπρεπε να το ενοχλήσουν, να το πειράξουν ή να το σκοτώσουν, γιατί κάτι τέτοιο θα τους έφερνε συμφορές και θάνατο. Αυτή η παράδοση έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, όπου, εκτός από τους ήμερους όφεις των οικιών, ιεροί όφεις εκτρέφονταν ή απεικονίζονταν ως φύλακες των ναών, των τεμενών, του μαντείου των Δελφών, των Ασκληπιείων και της Ακρόπολης.

Σύμφωνα με μακεδονικές δοξασίες, τα στοιχειά των σπιτιών αποκαλούνταν τιμητικά “Νοικοκύρηδες” και ήταν οι ψυχές των προγόνων που επαγρυπνούσαν για την ευημερία των απογόνων τους. Ως συνώνυμο του στοιχειού χρησιμοποιούνταν η λέξη “ζώδιον” ή “ζούδιο”, γνωστή για τη σύνδεσή της με τον χαρακτήρα, την τύχη και τη μοίρα του ανθρώπου. Σύμφωνα με την αστρολογία, αυτά τα χαρακτηριστικά καθορίζονται από τη σχέση της στιγμής γέννησης του ατόμου με τα 12 τμήματα του ζωδιακού κύκλου ή προδιαγράφονται από τα άστρα (“τὰ κατ’ οὐρανὸν στοιχεῖα”). Η σύγχυση μεταξύ των λέξεων “στοιχεῖα” και “στοιχειὰ” οδήγησε στην ταύτιση της δεύτερης με το “ζώδιο”. Στη Σολομωνική τα “στοιχεῖα” συνδέονται με τα στοιχεία της φύσης, τους δαίμονες ή τα στοιχειά, κυρίως τον φύλακα θησαυρού.

Ωστόσο, το πιο κοινό συνώνυμο του στοιχειού ήταν η λέξη “ὁ ἥσκιος” ή “τὸ σκίον”, που σημαίνει σκιά. Αυτό επιβεβαιώνεται από δύο σύνθετες λέξεις: την παλαιότερη “ἐλαφρόστοιχος” και τη νεότερη “ἀλαφρόσκιωτος”, όπου παρατηρείται αλλαγή του αρκτικού φωνήεντος. Αυτές οι λέξεις αναφέρονται σε άτομα που μπορούν να επικοινωνούν με στοιχειά και ξωτικά. Από την αρχαιότητα, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και πολλοί άλλοι λαοί ταύτιζαν τη σκιά με την ψυχή και φαντάζονταν την ψυχή ως σκιά.

Επιπλέον, οι Έλληνες συνήθιζαν να πατούν τη σκιά εκείνου που ήθελαν να βλάψουν. Από αυτές τις παραδόσεις προήλθε η δοξασία ότι ανείπωτες συμφορές περιμένουν αυτόν του οποίου η σκιά καλύφθηκε από τον θεμέλιο λίθο κτίσματος. Μεταφορικά, η λέξη στοιχειό χαρακτηρίζει κάποιον ρωμαλέο ή μεγαλόσωμο, αλλά και κάποιον που είναι “σπιτόγατος”, κυρίως τις ανύπαντρες γυναίκες (“ἔχω ’ς τὸ σπίτι μου δύο στοιχειὰ, θυγατέρα καὶ ἀδελφὴ”).

Η αναφορά στον “Ἀράπη”

Η αναφορά στον “Ἀράπη” (δημώδης όρος για τον Άραβα, τον μελαψό Αιθίοπα ή Σαρακηνό) σε πολλές παραδόσεις, είτε με κακοποιό (δαίμων) είτε σπάνια με ευεργετικό χαρακτήρα (στοιχειό), δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Ο Πολίτης έχει καταγράψει τη χρήση της λέξης ως εναλλακτική του στοιχειού, κυρίως αναφερόμενος στη θυσία ενός “Ἀράπη”, συνήθως Αιθίοπα αιχμαλώτου ή δούλου, για τη δημιουργία στοιχειού προς φύλαξη κτιρίων, τόπων ή θησαυρών.

Επίσης, αποδίδει τη χρήση του όρου στο ότι οι χριστιανικοί λαοί φαντάζονταν τον διάβολο μαύρο με ειδεχθή όψη και τους ψυχοπομπούς δαίμονες και τους νεκρούς επίσης ως μαύρους. Επιπλέον, οι “Ἀράπηδες”, λόγω της ταύτισής τους με τους Σαρακηνούς, τους άσπονδους εχθρούς του ελληνικού έθνους, προκαλούσαν έντονο φόβο και μίσος στους Έλληνες. Η απεχθής τους εικόνα ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο αργότερα, καθώς υπηρετούσαν τους Τούρκους ως δήμιοι και βασανιστές.

Τα κτίσματα που είχαν στοιχειό δεν θεωρούνταν επίφοβα ή στοιχειωμένα. Σύμφωνα με τον Βαλαβάνη, το στοιχειό που προστάτευε μια κατοικία ή ένα πλοίο στην Κερασούντα ονομαζόταν “ζώδιον” ή “Ἀράπης”. Σε αντίθεση με τα στοιχειά, οι βρικόλακες είναι ψυχές που δεν απελευθερώθηκαν από το σώμα τους μετά τον θάνατο και περιγράφονται ως κακοποιά νυκτερινά δαιμόνια.

Με την πάροδο του χρόνου η έννοια της λέξης στοιχειό υπέστη πολλές μεταβολές με κυριότερη αυτή της σύγχυσης με τους δαίμονες, αν και ο ελληνικός λαός διατήρησε αδιάσπαστη τη συνέχεια πολλών δοξασιών από την αρχαιότητα. Έτσι, πιστευόταν ότι το αίμα ενός αθώου θύματος, ως έδρα της ψυχής, στοιχειώνει και κρατά την ψυχή δεσμευμένη στον τόπο του φόνου, βασανίζοντας τους ανθρώπους μέχρι να πάρει εκδίκηση, ενώ για να ξεστοιχειώσει έπρεπε να εκπλυθεί με αίμα. Οι δοξασίες αυτές είναι παρόμοιες με τους αρχαίους μύθους για τη γέννηση των Ερινύων.

Λόγω των δεισιδαιμονιών και προλήψεων, υπήρχε η πεποίθηση ότι ορισμένα σπίτια ήταν στοιχειωμένα (καταραμένα), καθώς εκεί είχαν εγκατασταθεί βρικόλακες εξαιτίας μιαρών πράξεων, παραλείψεων κατά την ταφή ενός νεκρού (“… τὸν ἐφόνευσαν, καὶ μείνας ἄταφος ἐβρικολάκιασεν”) ή λαθών του ιερέα κατά την ανάγνωση της νεκρώσιμης ακολουθίας, που έκαναν τον κηδευόμενο να βρικολακιάσει. Αυτοί οι νυκτιπλανείς δαίμονες προκαλούσαν κρότους, αταξία και σύγχυση, καθώς και αρρώστιες, συμφορές και θάνατο στους ενοίκους.

Ο Βαλαβάνης αναφέρει ότι στην Κερασούντα αποκαλούσαν κάποιον “ἀποστεχειωμένο” ή “ἀπεστεχειωμένο” όταν έμενε σαν απολιθωμένος λόγω της επήρειας ενός στοιχειού. Ο Πολίτης παρατηρεί ότι οι όροι “απολιθώθηκε”, “πάγωσε” ή “μαρμάρωσε”, όπως στον θρύλο του “Μαρμαρωμένου Βασιλιὰ”, σχετίζονται με την έννοια του θανάτου, είναι συγγενικοί και εναλλάσσονται στις παραδόσεις.


*Η λέξη γράφτηκε σύμφωνα με την ορθογραφία που χρησιμοποιεί ο Πολίτης.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx