“Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού”: Μια ταινία, ένα σύγχρονο οικογενειακό δράμα
23/05/2025
Ένα μελαγχολικό δράμα, το “Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού” (Kyuka: Before Summer’s End) του Κωστή Χαραμουντάνη εκπλήσσει με την ειλικρίνειά του. Ξεκάθαρα έχουμε να κάνουμε με έναν αρκετά ταλαντούχο κινηματογραφιστή, που στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία εδώ, μας αφηγείται μία ιστορία διανθισμένη με χιούμορ και υπαινιγμούς – ό,τι πιο σύγχρονο έχουμε δει τελευταία για την ελληνική οικογένεια και κοινωνία.
Δίδυμα αδέρφια με τον πατέρα τους φεύγουν για καλοκαιρινές διακοπές με σκάφος στον Πόρο. Εκεί ο πατέρας, εν αγνοία των διδύμων, θα συναντήσει την πρώην γυναίκα του και μητέρα των παιδιών, τα οποία άφησε σε πολύ μικρή ηλικία και ουσιαστικά δε γνώρισε ποτέ. Με εξαιρετικό τρόπο η αφήγηση είναι γεμάτη ανατροπές που δένουν αρμονικά με όλο το νοηματικό στόχο της ταινίας.
Με μία ιαπωνική λέξη “Κιούκα” (σημαίνει διακοπές στην ιαπωνική γλώσσα) ο Χαραμουντάνης μας ταξιδεύει με έναν νοσταλγικό, γκονταρικό, τρόπο στα υπέροχα ελληνικά καλοκαίρια, ταυτόχρονα και με τη μουσική που επιλέγει, κλασική ή εποχής δεκαετίας 1960, ως ένα παλίμψηστο εικόνων και μουσικής, ένας μεταμοντερνισμός της αφήγησης και της διάθεσης, που βρίθει μελαγχολίας και ματαίωσης. Τα δύο αδέρφια, Κωνσταντίνος (Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος) και Έλσα (Έλσα Λεκάκου) έχουν μία πολύ στενή σχέση και μοιάζουν να έχουν μεγαλώσει πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, ίσως επειδή εγκαταλείφθηκαν από τον ένα γονιό. Ο πατέρας (Συμεών Τσακίρης) τους ήταν πάντα κοντά τους.
Η σχέση του πατέρα με τον γιο πολλές φορές αντηχεί υπόκωφα ερειστική, αφού ο πατέρας επιτίθεται λόγω της εμφανούς gay ταυτότητας του γιου. Παρόλα αυτά, ο γιος δεν αντιδρά αρνητικά, αποδέχεται το ρόλο του σιωπηλού υιού, ενώ ο (έλληνας) πατέρας θα λέει μια λέξη παραπάνω ή θα έχει στιγμές-στιγμές αυταρχικής συμπεριφοράς. Η υποστηριχτική Έλσα είναι η συνήθως γκρινιάρα της υπόθεσης, αλλά με έναν συχνά χαριτωμένο τρόπο.
Η σχέση των διδύμων είναι πολύ ζωντανή με όλα τα συναφή σύγχρονα προβλήματα αδερφών στη νεότητα: το βαριέμαι συνεχές, η μελαγχολία της νεότητας, ο ενθουσιασμός με τα μικρά, η ένταση για πράγματα αθώα, ταυτόχρονα η συγχώρεση και η συνεχής πλάκα και το πείραγμα. Όλα αυτά η ταινία τα χρωματίζει μοναδικά. Παράλληλα, η σχέση με τον Μπάμπη (ο πατέρας) έχει σαφώς ένα σύγχρονο πρόσημο, μητέρα δεν υπάρχει, η σχέση πολλές φορές μοιάζει φιλική και η απόσταση γονιού- παιδιού δεν είναι ξεκάθαρη. Ο σκηνοθέτης της “Κιούκα” δημιουργεί αυτή τη σχέση αρκετά θολή, όσο χρειάζεται και είναι αναγκαία στην περίεργη συνθήκη που ζουν. Στο τέλος αυτή η περίεργη συνθήκη αναδεικνύεται ξεκάθαρα: το οικοδόμημα είναι σαθρό, ο καθένας παίρνει το δρόμο του μόνος του.
Ο Μπάμπης μόλις φτάσουν στον προορισμό τους θα συναντήσει την Άννα (Έλενα Τοπαλίδου), μία μυστηριώδη γυναικεία περσόνα, και πολύ γρήγορα θα γίνει σαφές ότι αυτή είναι η μητέρα των παιδιών του. Με μία μυστική μεταξύ τους συνεννόηση φαίνεται να έχουν συμφωνήσει να δει η μητέρα τα δίδυμα, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ. Ο Μπάμπης είναι επιθετικός, εκείνη αμήχανη, νευρική. Στο επόμενο ραντεβού η Άννα δε θα φανεί.
Για ακόμη μια φορά θα χαθεί. Από εκεί και πέρα ο Μπάμπης είναι εμφανώς ταραγμένος. Τα δίδυμα αδέρφια παράλληλα κάνουν αναπάντεχες γνωριμίες με λουόμενους της περιοχής: ένα χαριτωμένο μικρό κοριτσάκι, την Ιόλη (Καλαϊτζή), μαζί με τη μεγάλη της αδελφή (Αφροδίτης Καποκάκη). Θα κάνουν παρέα συνέχεια, ενώ ο Μπάμπης επικεντρώνεται στο ψάρεμα. Η ταινία από εκεί και πέρα αρχίζει να μετεωρίζεται μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού.
Ο ψυχικός κόσμος του Μπάμπη θα γίνει το επίκεντρο και η κακή του διάθεση, μετά την ακόμα μία εξαφάνιση της πρώην γυναίκας του, τον έχει επηρεάσει. Με έναν έκρυθμο χαρακτήρα παίρνει τους δρόμους και εκεί έρχεται ακόμα μία ανατροπή. Γνωρίζει τον νέο σύζυγο της Άννας που με έκπληξη μαθαίνει ότι έχει ξαναπαντρευτεί και έχει κάνει ακόμα ένα παιδί, που είναι η μικρή Ιόλη. Η μουσική που συνοδεύει αυτή την ανακάλυψη είναι εξαιρετική, όπως και ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτή την αναπάντεχη αποκάλυψη. Και γίνεται πιο σουρεαλιστικό, καθώς τους καλεί οικογενειακώς στο σκάφος να τους κάνει το τραπέζι χωρίς να έχει αποκαλύψει τη σχέση του με την Άννα, χωρίς κανείς να ξέρει τι είναι η Άννα για τα δίδυμα, παρά μόνο αυτός και εκείνη.
Ο καβγάς
Στο τραπέζι διαλύονται όλα. Ένα τραπέζι φιάσκο και ο ψυχισμός των εμπλεκομένων σε πλήρη σύγχυση. Η επιλογή του σκηνοθέτη να κινηματογραφήσει χωρίς ήχο το μεγάλο καβγά των δύο αντρών, που ακολούθησε (απρόσμενα), είναι εξαιρετική. Ο καβγάς των δύο αντρών, πρώην και νυν συζύγου της Άννας, με φόντο τα ετεροθαλή αδέλφια και την ίδια την Άννα ως τρόπαιο, μιας ανούσιας έντασης.
Ο Μπάμπης με το βλέμμα έντονο και με την εσωτερική του ένταση ερμηνεύει εξαίρετα το χαρακτήρα και τη δύσκολη στιγμή που βρίσκεται. Γενικότερα οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, όπως και οι επιλογές των ηθοποιών για τους ρόλους, τα δύο αδέρφια σε καθηλώνουν, η Τοπαλίδου μία μαγευτική σιωπηλή φιγούρα, ιδανική για τη μυστηριώδη και απρόβλεπτη Άννα, ενώ η μικρή Ιόλη σε διασκεδάζει ευχάριστα και παίζει με το φακό χαριτωμένα, καθοδηγείται από τον σκηνοθέτη με συνέπεια. Ο Συμεών Τσακίρης στο ρόλο του Μπάμπη είναι ξεχωριστός, επίσης, με μία ελληνικότητα που σε παρασύρει.
Γενικότερα οι επιλογές του σκηνοθέτη της “Κιούκα” στα κρίσιμα σημεία κινηματογράφησης, τα ευφάνταστα τρικ και οι εντάσεις δένουν με το γενικότερο δραματικό φινάλε που ετοιμάζει. Παράλληλα, η φωτογραφία αποτυπώνει έξοχα το ελληνικό καλοκαίρι, ενώ το τελευταίο τραγούδι που επιλέγει ο σκηνοθέτης για να κλείσει την αφήγηση είναι μία ακόμα εξαιρετική επιλογή. Ένα κινηματογραφικό περισσότερο ξέσπασμα το φινάλε παρά αφηγηματικό.
Εξηγήσεις δε δίνονται από κανέναν. Δεν ξέρουμε τελικά τίποτα για κανέναν. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς κάνουν στη ζωή τους, γιατί έφυγε και παράτησε η Άννα τα παιδιά της, πότε και πως ξαναπαντρεύτηκε, όλα μένουν ένα μυστήριο. Ο σκηνοθέτης από ένα σημείο και πέρα εστιάζει δημιουργικά στη ζωή των ψαριών και η σχέση τους με τον άνθρωπο παραπέμπει στο “Ο γέρος και η θάλασσα” του Χέμινγουεϊ ή τον “Μόμπι Ντικ” του Χέρμαν Μέλβιλ.
Κιούκα: Θα μπορούσε περισσότερα
Η σχέση του πατέρα με τα ψάρια, με τα παιδιά και την πρώην γυναίκα του είναι άρρηκτα δεμένες με μία προσωπικότητα που το παρελθόν τον έχει στοιχειώσει, ενώ η φιλοσοφία της θάλασσας και των ψαριών αποκτά μεταφυσικό χαρακτήρα, όπως και στα σχετικά παραπάνω λογοτεχνικά αριστουργήματα. Η ταινία θα μείνει εκεί. Η έλλειψη στοιχείων για τους χαρακτήρες ή η κάπως υπερβολική επιμονή του σκηνοθέτη στον κόσμο των ψαριών, ίσως κάπως να αποπροσανατολίζει τον θεατή από την τραγική ιστορία που παρακολουθεί, ή να αισθάνεται μία αποσπασματικότητα στο σύνολο.
Παρόλα αυτά, η ταινία σε παρασύρει σε ένα μοναδικό κόσμο, ενώ η οικογένεια ως θέμα, οι σχέσεις των ανθρώπων, ο εγωισμός και η ατομικότητα, η κοινωνική αποξένωση, θέματα που έμμεσα ή άμεσα θίγονται, θα αναδειχθούν με έναν σχετικά ευφάνταστο, καινοτόμο, αλλά και συμπαγή τρόπο.
Η “Κιούκα” θα μπορούσε να εμβαθύνει περισσότερο στον ψυχισμό των διδύμων, και όχι να μένει τόσο πολύ στις περιγραφές καθημερινότητας ή τις ανέμελες στιγμές τους, αλλά και έτσι, η αφήγηση δε μένει στάσιμη, εξελίσσεται παρορμητικά, με ένα σύνολο με πολύ θετικό πρόσημο. Η ταινία κέρδισε 4 βραβεία στο περασμένο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει έξι υποψηφιότητες στα επερχόμενα βραβεία Ίρις, ενώ έκανε πρεμιέρα στο ACID του Φεστιβάλ Καννών.