Κοιτάζω την εικόνα που μικραίνει
20/07/2019…αυτές οι ταξειδιωτικές εντυπώσεις
περισσότερο αφορούν σε εσωτερικούς περιπάτους
και λιγότερο σε χαρτογραφήσεις τόπων
Δημήτρης Νόλλας
Μικρά ταξείδια
Κοιτάζω την εικόνα που μικραίνει, μα δεν εξαντλείται όσο τα μάτια είναι ανοιχτά. Ένας αέρας ελαφρύς, ούριος σχεδόν σαν ανάσα φέρνει στο πρόσωπό μου ένα ψυχρό ρεύμα, όπως ακριβώς μ’ αρέσει να τον νιώθω, όχι ενοχλητικό μα προκλητικό. Μέσα στο λυκόφως η πόλη κατεβαίνει στη θάλασσα κάθεται στα πόδια της, απλώνει την αγάπη της στα κύματα, με συντροφιά τους γλάρους ζει και θρέφεται σαν κήτος στο νερό.
Την άφησα στην άκρη της Βαλτικής σ’ ένα πλαίσιο που κάνει το πρόσωπό της να μοιάζει με φιλήδονο στοχασμό της φύσης. Το σπασμένο φως του ήλιου προβάλλει τους καταπράσινους λοφίσκους, τα κτίρια σε παστέλ, αμμώδες ροζ, κόκκινες στέγες, τις εκκλησιές που ρίζωσαν στις κορυφές των λόφων, σκιαγραφεί τις ανθρώπινες περιπλανήσεις κατά μήκος της ακτής που είναι κατάστικτη από νησιά που κολυμπάνε, σε σχήματα και μεγέθη ακαθόριστα με το μάτι.
Ακούγεται θολό το βούισμα των τροχοφόρων καθώς το πλοίο απομακρύνεται. “Η αδελφή της Βαλτικής” όπως την αποκαλούν, ενδυναμώνει την σκέψη, μπαίνει στον ύπνο μου. Ο ουρανός δεν σκοτεινιάζει εντελώς, παίρνει μόνο ένα σκούρο γαλάζιο.
Η φύση είναι ευεργέτης της καρδιάς και του μυαλού. Κουβαλώ μαζί μου αυτό το σμίξιμο της φύσης με την ομορφιά που βγαίνει καθαρό σαν κρύσταλλο όταν οι ήχοι και οι παύσεις της μουσικής διαπερνούν τα πνευμόνια μου. Το ένιωσα, την ώρα που η μελωδία απελευθερώθηκε σε θεσπέσιες παραλλαγές, όταν άγγιξα απαλά τους γλυπτούς σωλήνες του Σιμπέλιους στη γαλήνη του πάρκου. Το είδα να ισορροπεί, να φτάνει στη συγκλονιστική αποκορύφωση καθώς ο μεγαλόπρεπος κύκνος ελίσσονταν διασχίζοντας τη λίμνη και τα πόδια του άγγιζαν τα μαύρα νερά της Τουονέλλα…
Το ταξίδι με ακολουθεί. ένα αντίτιμο από εικόνες πολλές και στίχους, που περνούσαν σκυφτοί, απαρατήρητοι ως εκείνη τη στιγμή που κάθισα για καφέ στο πέταλο της θάλασσας και τους κατέγραψα:
Το χιόνι σαν φτερό στο πρόσωπό μου
το νιώθω, ψάχνει ζεστή γωνιά, να λιώσει μέσα μου
μα είναι ακόμη νωρίς
κι όσο κι αν ψάχνω μες στο πλήθος
το ενδιάμεσο φως των ματιών σου
είναι ακόμη νωρίς, δεν έχει απόλυτα νυχτώσει.
οι πόρτες κλείνουν σιγά σιγά
τα τελευταία φώτα, σε λίγο, θα σβήνουν
η άυπνη νύχτα είναι έντρομη
στα βλέφαρά μου τα φτερά του χιονιού
κι οι αιχμηρές γραμμές της παλάμης σου.
διαβάζω τον αστερισμό αυτών των χεριών
τις αποστάσεις που ενεδρεύουν
μα κάθε φορά που μ’ αγκαλιάζεις
διευρύνομαι σαν παρατεταμένη μέρα
μες στο βόρειο σέλας
Ελσίνκι
Μάιος, 2010