Κώστας Ηλιάδης: Ένας Έλληνας ζωγράφος στο Παρίσι του 1930
12/06/2024Πριν από σαράντα χρόνια, το 1984, ο Δήμος Αθηναίων απένειμε στον ζωγράφο Κώστα Ηλιάδη (1903-1991) χρυσό μετάλλιο για την καλλιτεχνική δημιουργία του. Το 1932 δημοσιεύεται στην αθηναϊκή εφημερίδα “Η Βραδυνή” άρθρο για τον ζωγράφο με φωτογραφία έργου του που εκτέθηκε στη φθινοπωρινή έκθεση του Παρισιού.
Την πορεία της ζωής του τη γνωρίζουμε από το βιβλίο του “Ο κόσμος της τέχνης στο Μεσοπόλεμο” (Πελασγός, Αθήνα 1978), όπου καταγράφονται πολλές βιωματικές πληροφορίες για τα εικαστικά πρόσωπα και τα πράγματα της προπολεμικής Αθήνας.
Ενδεκάχρονος ο Ηλιάδης είχε εμφανιστεί στον ζωγράφο, καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας Γεώργιο Ν. Ροϊλό (1867-1928) μένοντας στο κυριακάτικο εργαστήριό του ως παραγιός. «Σχέδια αγαπητών φίλων μου, σχέδια με το σκύλο μας, το γάτο μου, τα περιστέρια μας, που πρόσθεταν χαρά στη ζωή της φτωχικής αγροικίας όπου ζούσαμε, πλάι στα παλιά αθάνατα και γέρικα λιόδεντρα, κοντά στο λόφο του Κολωνού. Πάνω σ’ αυτόν το λόφο, στις ωραίες ανοιξιάτικες δύσεις, δώσανε και πήρανε οι νερομπογιές μου…». Άλλοι δάσκαλοί του υπήρξαν στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1920 ο γηραιός Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932), ο Νίκος Λύτρας (1883-1927) και ο Σπύρος Βικάτος (1872-1960).
Εργάστηκε ακόμα στο φωτογραφείο του ονομαστού και στο Λονδίνο για την τέχνη του φωτογράφου Γεώργιου Ι. Μπούκα (Geo Boukas, Γεώργιου Βουγιούκα, 1879-1940), στο τέρμα της οδού Φιλελλήνων: «Πήγα στον Γεώργιο Μπούκα, φωτογράφο της “Βασιλικής Αυλής”, τον οποίο, με παράκληση του δασκάλου μου Ροϊλού, βοηθούσα συχνά χρωματίζοντας μεγεθύνσεις ή ζωγραφίζοντας με κάρβουνο μακαρίτες από καταστραμμένες φωτογραφίες. Η δουλειά αυτή που έμαθα κοντά του, βοηθώντας τον, τώρα θα μου εξασφάλιζε τη ζωή μου και τη σπουδή μου».
Δεν τον άφησε αδιάφορο και η τέχνη της γλυπτικής, έχοντας γνωρίσει τους γλύπτες Νικόλαο Στεργίου (1888-1919) και Επαμεινώνδα Μαυρουδή (1890-1939). Μαθήτευσε έτσι στο εργαστήριο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου (1873/5-1937) στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Τον ενδιαφέρει επίσης και η συντήρηση ζωγραφικών έργων, την εμπειρία της οποίας την απέκτησε δίπλα στον ζωγράφο Γεώργιο Χατζόπουλο (1859-1935).
Ο Κώστας Ηλιάδης στο μεσοπολεμικό Παρίσι
Το 1929 έλαβε μέρος σε πανελλήνιο διαγωνισμό για το Αβερώφειο Βραβείο στη ζωγραφική, κέρδισε παμψηφεί με το έργο του “Μητρότητα” και έφυγε υπότροφος για σπουδές στο Παρίσι. «Κατέλυσα σ’ ένα ξενοδοχείο της ρυ Ντελάμπρ, πλάι στο Καφέ Νταμ», θυμόταν. Απέκτησε εργαστήριο σε πλατεία του Montparnasse. «Μια γραφική είσοδος με καλντερίμι για τις άμαξες που μπαινόβγαιναν τον παλιό καιρό οδηγούσε σε μια μεγάλη αυλή που έμοιαζε σαν μικρή αδιέξοδη πλατεία. Δεξιά ήταν τα ιστορικά ατελιέ, αριστερά ένα πολυώροφο παλιό συγκρότημα πολλών μικρών διαμερισμάτων.
Στη μέση της γραφικής αυλής ένα χαρακτηριστικό φανάρι του Δήμου φώτιζε τη νύχτα με γκάζι τη μικρή αυτή πολιτεία των καλλιτεχνών». Παρακολούθησε ελεύθερα μαθήματα ζωγραφικής σε ιδιωτική ακαδημία καλών τεχνών. «Είχα την τύχη να ζήσω αυτό το φλογερό καρτιέ από κοντά, γιατί το ατελιέ μου βρισκόταν στο επίκεντρο του Μονπαρνάς. Είναι γνωστά τα πολυθρύλητα κέντρα του. Το Ντομ, απέναντι η Ροτόντ, λίγο παρακάτω η μεγάλη και πολυτελέστατη Κουπώλ, το καφέ Ντυπόν και πολλά άλλα κέντρα γύρω απ’ την Γκαρ Μονπαρνάς».
Συνάντησε τον γλύπτη Κώστα Δημητριάδη (1879-1943), που το 1930 ανέλαβε στην Ελλάδα τη διεύθυνση της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Η πιο σημαντική γνωριμία του ήταν ο ζωγράφος-χαράκτης Δημήτρης Γαλάνης (1879-1966), που τον συνάντησε με σύσταση του λογοτέχνη, τεχνοκρίτη, καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στην ΑΣΚΤ και διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου (1877-1940). Πρόσεξε στο σπίτι του Γαλάνη τις παλιές βιβλιοθήκες με σπάνιες εκδόσεις και κάθε λογής βιβλία σε στοίβες, ανακατεμένα, κιτρινισμένα από τον χρόνο. Έγινε μαθητής του στη χαρακτική. Ο Γαλάνης τον επηρέασε στη ζωγραφική του. Έζησε τον έντονο παλμό της συνοικίας των καλλιτεχνών έως το 1934, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα.
Δάσκαλος και δημιουργός
Από το 1934 έως το 1940 δίδαξε στην Ελληνική Βιοτεχνική Εταιρία – Διπλάρειο Σχολή. Το 1938 εγκαταστάθηκε στο Άσυλον Τέχνης του Νίκου Βέλμου (1890-1930), στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Νικοδήμου 21, , όπου επιμελήθηκε δύο εκθέσεις, ενώ τότε έστησε και την Αντι-Πανελλήνιο έκθεση, με έργα των απορριφθέντων από την πρώτη επίσημη πανελλήνια έκθεση καλλιτεχνών, στην Αθήνα, γεγονός που ενόχλησε το μεταξικό καθεστώς, με συνέπεια να κλείσει το Άσυλον Τέχνης. Ιδρυτικό μέλος το 1944 του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου, έλαβε μέρος σε αρκετές επιτροπές του.
Από τη δεκαετία του 1950 απέκτησε ιδιόκτητο κτήριο στη Νεάπολη, στην οδό Ασκληπιού 58, που το σχεδίασε ο Δημήτριος Φωτιάδης (1894-1974). Προχώρησε τότε σε σιδερένιες κατασκευαστικές συνθέσεις που τις εξέθεσε στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας το 1958, περνώντας το 1950 σε αφαιρετικά ζωγραφικά έργα και με επικολλήσεις, όπως και σε μικρογλυπτά από ψημένο πηλό που τα παρουσίασε το 1963 πάλι στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, ενώ από το 1980 δοκίμασε τις δυνάμεις του σε αφαιρετικές κατασκευές. Η κατοχή των υλικών, η γνώση της συμπεριφοράς τους δεν τον προστάτευσαν πάντοτε από τη φορμαλιστική προσέγγιση που συνεπαγόταν διάσταση μορφής και περιεχομένου, χωρίς να δικαιώνει τις προθέσεις του, σε έργα του. Πληθωρικός, με διάθεση για τη ζωή και για τις απολαύσεις της, μαγείρευε εξαιρετικά, με γαστριμαργικές συνταγές που τις είχε αναγάγει σε αποκλειστική επιστήμη, για να τις μοιραστεί στα φημισμένα τραπέζια που οργάνωνε σπίτι του και στα οποία περιποιόταν φίλους του!
Πρωτοπόρος επιμορφωτικών κέντρων καλών τεχνών
Δραστηριοποιήθηκε, εκτός από την καλλιτεχνική δημιουργία, και στη διδασκαλία της ζωγραφικής, ιδρύοντας το 1952 στην οδό Ασκληπιού 58 το πρώτο στην Ελλάδα επιμορφωτικό κέντρο καλών τεχνών, όπου επί οκτώ χρόνια δίδαξε ελεύθερο σχέδιο, σύνθεση, χρώμα, σπουδή γυμνού και εφαρμογή υλικών. Το 1960 λειτούργησε εκεί εργαστήριο ελευθέρων σπουδών σχεδίου και αρχιτεκτονικής, προγυμνάζοντας υποψηφίους για την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, καθώς και ερασιτέχνες.
Το 1985 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη με κείμενα Δημήτρη Παπαστάμου, Μάνου Σ. Στεφανίδη και του ίδιου του Ηλιάδη. Το 1987, στην τελευταία Πανελλήνια έκθεση, στην Αθήνα, παρουσιάστηκε τιμητικά το έργο του «Ωδή στην Κύπρο», που το είχε φιλοτεχνήσει το 1984, στη δεκαετηρίδα της τουρκικής εισβολής στη μεγαλόνησο. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και σε ιδιωτικές συλλογές.