Κωστής Βελώνης: Μορφή και περιεχόμενο συνομιλούν
10/07/2020Το πολιτικό περιεχόμενο στη σύγχρονη τέχνη αρέσει στις μεγάλες διοργανώσεις, όπως οι διεθνείς μπιενάλε και υποτίθεται ότι αποδίδει στην τέχνη έναν “ενεργητικό” ρόλο. Όμως η τέχνη έχει την δική της πλαστική γλώσσα, προτείνει μία αισθητική που κοινωνεί το περιεχόμενο. Αυτή η μέριμνα για την αισθητική, για τα υλικά, την υλικότητα και την κατασκευή του έργου, όλα απόλυτα συνδεδεμένα με μία μη προφανή πολιτική πρόθεση και στάση του καλλιτέχνη, χαρακτηρίζει όλη την δουλειά του Κωστή Βελώνη.
Η ενότητα έργων Ghost Βeggar που παρουσιάζει η γκαλερί Καλφαγιάν στην ατομική έκθεση του (με επιμέλεια της Έφης Φαλίδα) υποστηρίζει μία επανερχόμενη σκέψη στην δουλειά του: τον ιδιωτικό βίο, τις σχέσεις των ανθρώπων, τον ανθρώπινο ψυχισμό, την απώλεια, την επιθυμία, την αβεβαιότητα ως απόλυτα σύμφυτα με την πολιτική και την δημόσια ζωή. Η σύνδεση είναι ίσως αφηρημένη αλλά πάντως όπως και ο ατομικός βίος, ο δημόσιος έχει και αυτός μία “ψυχοσύνθεση”.
Έναυσμα ήταν η εικόνα κάποιων άστεγων που κυκλοφορούσαν πριν λίγα χρόνια στο κέντρο της Αθήνας καλυμμένοι με άσπρα σεντόνια και με πρόσωπα πουδραρισμένο επίσης με άσπρο χρώμα. Όπως προέκυψε αργότερα η μεταμφίεσή τους σε φιγούρες παντομίμας ή σε ανθρώπους-φαντάσματα ήταν τέχνασμα ενός κυκλώματος που απομυζούσε τους άστεγους από τα χρήματα που τούς άφηναν οι περαστικοί.
Ο Βελώνης μετέγραψε τις φιγούρες αυτές στην συμβολική μορφή του πιερότου, του εν μέρει άβολου, αφελούς και περιθωριακού χαρακτήρα του γαλλικού θεάτρου της παντομίμας από την εποχή του ύστερου μπαρόκ. Ήταν μια εκδοχή των αντίστοιχων παλαιότερων χαρακτήρων της ιταλικής commedia dell’arte του 16ου και 17ου αιώνα και του κλόουν (clown), του αγροίκου χαρακτήρα στην αγγλοσαξωνική του παραλλαγή.
Υπηρέτης πανούργος αλλά και εύπιστος, ζηλιάρης και εκδικητικός αλλά και καλοπροαίρετος, απογοητεύμενος από την Columbine πoυ απαρνιέται την αγάπη του, στην σκιά του επινοητικού Αρλεκίνου, ο πιερότος είναι ένας περίπλοκος και αντιφατικός χαρακτήρας η ψυχοσύνθεση του οποίου άλλαζε διαρκώς από τον 17ο ως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Το στοιχείο της μελαγχολίας πήρε κατά καιρούς μεγαλύτερη διάσταση κυρίως όταν στο πρόσωπό του, οι καλλιτέχνες προέβαλαν στον μελαγχολικό και απαξιωμένο από την αστική τάξη χαρακτήρα, τον τύπο του βασανισμένου καλλιτέχνη που παλεύει να βρει μία θέση μέσα στην κατάρρευση των παλαιών θεσμών και την καταξίωση στο πλαίσιο της ατομικότητας που αναδύεται ως νέα αξία. Μέσα σε αυτή την συνθήκη, ζει ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, όπως εξάλλου και η μορφή του πιερότου.
Η σύγχρονη εκδοχή του εξαθλιωμένου
Οι περιφερόμενοι άστεγοι της Αθήνας, μιμούμενοι μία εξαθλιωμένη μορφή της πιερότου, θα μπορούσε να ιδωθούν ως μία σύγχρονη εκδοχή εκείνου του ανθρώπου που είναι στις παρυφές της κοινωνίας. Πρόκειται για ό,τι εκπροσωπεί το “άλλο”, το απωθημένο, το ανοίκειο δηλαδή το ξένο αλλά και αναγνωρίσιμο καθώς πτυχές του υπάρχουν στον καθένα μας. Η επισήμανση και η αποδοχή του άλλου είναι μία ηθική και πολιτική στάση, προϋποθέτει μία υπέρβαση του εαυτού, μία δυνατότητα σύναψης σχέσεων αλλά και μία αναγνώριση των εσωτερικών αντιφάσεων που κατοικούν μέσα σε κάθε άνθρωπο.
Αυτά δεν γίνονται απαραιτήτως αντιληπτά. Ο θεατής της έκθεσης αντικρίζει γλυπτικές κατασκευές σε διαφορετικές κλίμακες που είναι φτιαγμένα από φθαρμένα υλικά, όπως κομμάτια ξύλου, συναρμολογήσεις θραυσμάτων, αφαιρετικές και γεωμετρικές δομές σε μία εύθραυστη αλλά τέλεια ισορροπία. Κανείς μπορεί να απολαύσει τα έργα για την λεπτότητα και παράλληλη στερεότητα τους. Αν όμως διατρέξει κανείς το σύνολο του έργου του καλλιτέχνη, θα εντοπίσει μία μακροχρόνια κριτική στάση απέναντι στο επίσημο αφήγημα της ιστορίας, της νεωτερικότητας (του Διαφωτισμού) και της προόδου, του ορθολογισμού και της επιστήμης ως την κυρίαρχη οπτική της ζωής.
Ο Βελώνης επισημαίνει τις απρόσωπες εξουσιαστικές δομές που συντρίβουν την ατομικότητα και το ιδιωτικό –χαρακτηριστικό το Κάστρο του Κάφκα– εστιάζοντας στην αντίστροφη όψη της νεωτερικότητας που ανέδειξαν οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες όπως το fluxus και το dada: το παράδοξο, το αλλόκοτο, το κωμικοτραγικό μέσα από το θέατρο του παραλόγου, τους αντι-ήρωες όπως ο Ubu Roi του συμβολιστή Albert Jarry, τον Pierrot Lunaire, τον “σκοτεινό” αλλά και αθώο χαρακτήρα που ζει παρέα με το φεγγάρι, ήρωα της ομώνυμης όπερας του Αrnold Schoenberg. Ο Κωστής Βελώνης φωτίζει τις πλευρές τους εκείνες που ανέδειξαν τον ανθρώπινο ψυχισμό.
Προσήλωση στον άνθρωπο
Αμφισβητεί τα δίπολα της νεωτερικότητας και συνθέτει μία πιο ρευστή πραγματικότητα στην οποία οι αντιθέσεις εμφανίζονται ως διαφορετικές όψεις ενός πράγματος. Με την σκέψη ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός, η ιδιωτικότητα είναι ιδιότητες απόλυτα συνδεδεμένες με τον δημόσιο βίο, ο καλλιτέχνης προσηλώνεται στον άνθρωπο. Αν η ατομικότητα φαίνεται να είναι ο κυρίαρχος λόγος σήμερα, ο Κωστής Βελώνης προσδίδει σε αυτή και μία ευρύτερη, πολιτική διάσταση. Η ισορροπία είναι λεπτή καθώς η ατομικότητα ως ελευθερία μπορεί να μετατραπεί σε εύκολο υποκατάστατο άλλων συλλογικών ελευθεριών. Ο Κωστής Βελώνης όμως θεωρεί ότι τα δύο δεν διαχωρίζονται.
Η ρευστότητα της σύγχρονης συνθήκης δεν σημαίνει σχετικότητα. Δεν πρόκειται για μία “μεταμοντέρνα” οπτική ενός διαρκώς διαφεύγοντος μηνύματος, μίας πραγματικότητας που δεν εδραιώνεται ποτέ και υπάρχει μόνο ως «διακειμενικότητα» και διαρκής αναπαράσταση. Η μετανεωτερική ρευστότητα που εντοπίζει ο Κωστής Βελώνης και φέρνει στον νου την Ρευστή Νεωτερικότητα του Zygmnunt Bauman ή το υβριδικό μοντέλο και όχι την πόλωση (για παράδειγμα ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση) η οποία σύμφωνα με τον Bruno Latour χαρακτηρίζει την νεωτερικότητα, ανατρέχει στους προσωκρατικούς, στην ρευστότητα ως γενεσιουργό και ζωτική δύναμη, δηλαδή σε μία αλήθεια. Όπως σημειώνει ο καλλιτέχνης, η λέξη clown, πιθανόν να έχει την ρίζα clot που είναι ο θρόμβος, ο σβώλος, η πρώτη ύλη της γλυπτικής.
Ζητούμενα γίνονται και η κατασκευή του έργου, ο τρόπος που δημιουργείται, η τέχνη ως τεχνική και ως υλικότητα και ο καλλιτέχνης με έναν πιο προνεωτερικό ρόλο, πιο κοντά στην ίδια την ζωή. Η γλυπτική του Κωστή Βελώνη είναι επιτελεστική, έχει το στοιχείο της πράξης: της χειρωνακτικότητας και της γλυπτικής που έχει επιτελεστικό ρόλο, όπως το θέατρο. Ο χαρακτήρας του πιερότου παραπέμπει και αυτός στην δημιουργία, στην φαντασία που διαθέτει ο άνθρωπος και καθιστά τον καθέναν ξεχωριστό.
Τα αριστουργηματικά έργα του Jean-Antoine Watteau
Στην έκθεση το άσπρο και το μοτίβο του κύκλου που παραπέμπει στο φεγγάρι είναι ο πιο κυριολεκτικός υπαινιγμός στον πιερότο. Η ονειροπόλα πλευρά του πιερότου, η εσώτερη πλευρά του φαίνεται να κυριαρχεί. Σε αυτό το σημείο αξίζει ίσως να αναφερθεί κανείς στα αριστουργηματικά έργα Jean-Antoine Watteau. Στον σύντομο βίο του που έληξε το 1721, ο Watteau προέβλεψε και έθιξε όσο κανείς άλλον στην εποχή του την συνθήκη του ανθρώπου κατά το σταδιακό πέρασμα του ancien régime στην μοντέρνα εποχή.
Τα έργα του δεν έχουν ηθικό αλλά ψυχολογικό περιεχόμενο, μιλούν για το αντι-ηρωικό, την ανθρώπινη φύση κατά αντιστοιχία με την ίδια την φύση, για τον κύκλο της ζωής, την απώλεια (σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο με την σταδιακή μεταβολή του παλαιού καθεστώτος), την επιθυμία, τον έρωτα και το κάνει με λεπτότητα και με έναν στοχασμό κυρίως στις περίφημες σκηνές των fêtes galantes.
Ο μεγάλος διαστάσεων πίνακάς Gilles (μορφή που συχνά ταυτίζεται με τον πιερότο) αντικρίζει μετωπικά, όρθιος, μόνος και με μελαγχολικό βλέμμα τον θεατή – η μελαγχολία έχει πλέον απολέσει το στίγμα της παθολογικής αρρώστιας. Αν υπάρχει ονειροπόληση, αυτή έχει την έννοια που ο όρος αποκτά στα τέλη του 17ου αιώνα, δηλαδή μίας περιδιάβασης του νου και όχι της ευχάριστης βόλτας ή της παραίσθησης που είχε στις αρχές του αιώνα.
Η σύντομη αυτή αναδρομή σε μία μεγάλη μορφή της ιστορίας της τέχνης ίσως είναι ένα παράδειγμα που δείχνει ότι ανάλογα με τις συνθήκες της εποχής, η ιδιωτικότητα μπορεί να γίνει χώρος διαπραγμάτευσης καινούριων ιδεών. Η καθημερινότητα με τους αντι-ήρωές του χτίζει τις συλλογικές αξίες και ο μικρόκοσμος υπάρχει μέσα στην μεγάλη εικόνα.
Αυτό είναι και ένα πρίσμα από το οποίο μπορεί να δει κανείς την έκθεση Ghost Beggars. Κάθε εποχή έχει τους αντι-ήρωές του. Το ποιοί είναι αυτοί την σημερινή εποχή που ίσως οι ήρωες εκλείπουν, δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Αν ο αντι-ήρωας είναι ο “άλλος”, σκοντάφτει κανείς σε έναν χαρακτηρισμό τόσο άχρωμο όσο και η πολιτική ορθότητα, κοινότοπο και αόριστο ώστε να χάνει το νόημά του. Ας μείνει κανείς στην τέχνη ως “μεταμφίεση” της πραγματικότητας, την αισθητική και, τέλος, στην ρευστότητα της ζωής μέσα στην οποία ο άνθρωπος παλεύει να βρει κάποιο νόημα, στην ρευστότητα που όμως δεν περιέχει μόνο σχετικότητες αλλά και αλήθειες.