ΑΦΗΓΗΜΑ

Λύκος στη βιτρίνα

Λύκος στη βιτρίνα, Πόπη Αρωνιάδα

Ο χειμώνας έχει κατακλύσει την κωμόπολη, κρύο και υγρασία, το γκρίζο σέρνεται παντού, το κρύο δείχνει τα δόντια του, κοκαλωμένη παγωνιά, τσουχτερός αέρας κι εσύ να περπατάς ανόρεχτα πρωί πρωί προς το κατάστημά σου, το σώμα και ο ίσκιος σου βαριά, από μικρός διδάχτηκες να δουλεύεις και να σιωπάς, ακόμα και τότε στα χρόνια της νιότης, παρότι ένιωθες σαν παγιδευμένο αγρίμι, όμως δεν έμαθες ποτέ πώς ν’ αντιμετωπίζεις τα επιθετικά βλέμματα, από τότε που τα πρωτοπαρατήρησες, τις πρώτες μέρες στη φάμπρικα της Γερμανίας, δεν καταλάβαινες τη γλώσσα και διάβαζες τα μάτια τους, επιθετικά βλέμματα απαξίωσης, δεν επέτρεπες στα δικά σου να μαρτυρήσουν το πένθος της ψυχής σου, έσφιγγες τα σαγόνια και τις γροθιές να καταπνίξεις τη βία που πάλευε να ξεχυθεί από μέσα σου, όμως το μπαρούτι σαν να σου έκανε καλό, κυλούσε στις φλέβες και σε μέρωνε, γρήγορα έμαθες τη δουλειά, δεν φοβόσουν πια, δεν ξανακοίταξες ποτέ τα μάτια των άλλων, αφού μπορούσες να συνεννοηθείς με λέξεις, των κυνηγετικών, την κατασκευή, το λύσιμο, το δέσιμο, τα φυσίγγια, όλα τα έπαιζες στα δάκτυλα…

Τώρα μεσόκοπος καταστηματάρχης, νοικοκύρης στον τόπο σου, δουλεύεις το ίδιο πολύ και μιλάς ελάχιστα, τα απαραίτητα για να εξυπηρετήσεις τους πελάτες σου, τ’ όνειρο υλοποιήθηκε, μα δεν σου έμεινε κανείς να το μοιραστείς, οι άνθρωποι που αποτελούσαν την οικογένεια και το παρελθόν σου έχουν πεθάνει περιμένοντας, μάνα, πατέρας, αδερφός, τα παιδιά σου αγάπησαν τον τόπο που γεννήθηκαν, δεν ακολούθησαν, στο τέρμα της ισιάδας άρχισε να φαίνεται η επιχείρησή σου, είναι το καμάρι σου, μάλλον όλη η ζωή σου στοιβαγμένη σε ράφια, εποχή κυνηγιού, η δουλειά στο φόρτε της, να το πάλι, φαίνεται από μακριά η γνωστή θολούρα στην κάτω δεξιά γωνιά της βιτρίνας, πάλι κόκκαλα, ψόφια ποντίκια, νεκρά πουλιά στο έδαφος ακριβώς χάμω από το λερωμένο σημείο του τζαμιού,

εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μάτια σκέφτηκες, εδώ υπάρχει ξεκάθαρο απειλητικό μήνυμα, όσο κι αν έστυψες το μυαλό σου δεν μπόρεσες να το εξηγήσεις, παρτίδες δεν έχεις με κανέναν εδώ και τρία χρόνια που εγκαταστάθηκες στον τόπο σου, πάνε πέντε μέρες τώρα που γίνεται το ίδιο, άραγε πρόκειται για κάποια φάρσα, αλλά με τι σκοπό αναρωτήθηκες, ο τόπος μικρός, δεν είπες τίποτα ακόμα και στη γυναίκα σου, θα πήγαινε σε πολλά το μυαλό της και δεν ήθελες να της χαλάσεις την ηρεμία, κουρασμένη κι αυτή, τα χέρια της συναγωνίζονταν τις μηχανές για πολλά χρόνια, τώρα δύσκολα τα ορίζει, άνοιξες την πόρτα, έβαλες στην πρίζα τη μικρή σόμπα, έλεγξες τα όπλα, τα μαχαίρια, τα κουτιά με τα φυσίγγια, τα πάντα στη θέση τους, μετά κοίταξες τη βιτρίνα όλα εντάξει και το μικρό βαλσαμωμένο λυκάκι εκεί, με το βλέμμα στο άπειρο, άνοιξες τον υπολογιστή αποφασισμένος να βάλεις κάμερα ασφαλείας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πέρα από τη βιτρίνα

Νύχτωσε για τα καλά, με λιγοστό φαγητό στο στομάχι, έβαλα τα τρία από τα τέσσερα παιδιά μου για ύπνο, ο ψυχικός πόνος ανένδοτος, αν και πιο συνταρακτικός ήταν εκείνος της πρώτης μου γέννας, αλλιώτικος, σωματικός, αδημονούσα να δουν τα μωρά μου το φως, να γευτώ τη δύναμη των στιγμών, έζησα, έζησαν κι εκείνα, ελευθερώθηκα από το συντριπτικό βάρος του φόβου, αλλά τελικά αυτό ήταν ένα τίποτα μπροστά στην ανοικτή πληγή της απώλειας που χαράχθηκε εκείνο το καταραμένο σούρουπο δεν φεύγει στιγμή απ’ το μυαλό μου, η καρδιά μου κάθε στιγμή είναι έτοιμη να σπάσει, από την ώρα που μου έλαχε το τραγικό γεγονός μπροστά στα μάτια μας,

στέκαμε ακίνητοι πίσω από τις πυκνές συστάδες των θάμνων, δυο άνθρωποι απάνθρωποι, άνδρες μεγαλόσωμοι, διαβολικοί, έβαλαν το μωρό μου στο σημάδι, μετά ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος και το παιδί σωριάστηκε στο χώμα, το έριξαν ψυχρά σ’ ένα μεγάλο σάκο κι έφυγαν γεμάτοι ικανοποίηση, στριγκό ουρλιαχτό ξεχύθηκε σαν φωτιά από μέσα μου, ανεξέλεγκτα, οι τρίχες, τα αυτιά και τα μάτια μου έμειναν ορθά, μετά από πολλές ώρες, το συντετριμμένο σώμα μου αναλίγωσε και σωριάστηκα, ο πατέρας τους και σύντροφός μου, βαθιά πονεμένος κι εκείνος, έμεινε δίπλα στηρίζοντάς με ολόψυχα, φρόντισε ν’ ασφαλίσει τα άλλα μας παιδιά στο βάθος της φωλιάς, πώς δεν το έκανα, οικτίρω τον εαυτό μου που δεν τους κομμάτιασα με νύχια και με δόντια, δεν πρόλαβα, ή μάλλον ο θεός με βοήθησε για να μην μείνουν και τα άλλα μου παιδιά ορφανά,

γνωρίζω καλά πως οι άνθρωποι είναι το πιο άκαρδο πλάσμα στη γη, δεν παλεύουν σώμα με σώμα, στηρίζονται στα καταραμένα τους όπλα, ίχνος δικαιοσύνης δεν υπάρχει, καταρρακωμένη καθώς ήμουν, ο σύντροφός μου ανέλαβε τα παιδιά, φρόντιζε κι εμένα, όλοι οι συντοπίτες μας συμπαραστάθηκαν πολύ στη συμφορά που μας βρήκε, ωστόσο εγώ δεν μπορούσα να αποδεχτώ τον χαμό του, κάτι τριβέλιζε συνέχεια τη σκέψη μου, με έσπρωχνε να πάρω τους δρόμους, να το ψάχνω, η τρέλα του μυαλού μου ή το αλάθητο ένστιχτο της μάνας, μ’ έκανε να νοιώθω πως κάπου υπάρχει, πως θέλω να το βρω και θα το βρω έστω και πεθαμένο, έτσι, αποφάσισα να ακολουθήσω το μυαλό και την παρόρμησή μου, με ωθούσαν να τρέχω όλη τη νύχτα ν’ ανακαλύψω κάτι, αλλά δεν ήξερα τί, με οδηγό τον πόνο, την όσφρηση, τη φύση μου και συντροφιά τον ουρανό που μου χάριζε πότε πότε το φεγγάρι του, έψαχνα, έψαχνα παντού,

τα πόδια μου μάτωναν κι ας νομίζουν όλοι πως είμαι σκληρή, κάθε βράδυ το ίδιο έκανα, άφηνα ν’ αντηχήσει στον αέρα ένα δυνατό ουρλιαχτό κι άρχιζε η περιπλάνηση, ανέβαινα, κατέβαινα βουνά και λαγκαδιές, μέχρι που δύναμη μυστική με οδήγησε στον κεντρικό δρόμο της πόλης, μάλλον με λυπήθηκε ο θεός κι έφερε τα βήματά μου από σκοτάδι σε σκοτάδι, μπροστά σ’ ένα αλλόκοτο κουτί, μόλις αντίκρισα το περιεχόμενό του, τα μάτια μου ορθάνοιξαν, η καρδιά μου σκίρτησε, η αναπνοή μου σταμάτησε, το παιδί μου έστεκε εκεί, μονάχο, ασάλευτο, απροστάτευτο, άπλωσα να το αγκαλιάσω, θέλησα να γλείψω τις πληγές του να γιάνουν, μα εντούτοις το αόρατο κατασκεύασμα των διαβολεμένων ανθρώπων μ’ εμπόδιζε, χοροπηδούσα, γρύλιζα, κοπανούσα, μήπως μ’ αντιληφτεί και αντιδράσει, μα εκείνο απρόσιτο, βουβό, μαρμαρωμένο, εδώ παιδί μου κοίτα, εγώ, η μάνα σου είμαι, τί σου έκαναν αγγελούδι μου,

ούρλιαζα, γρατζουνούσα, χτυπούσα το γλιστερό εμπόδιο, αλλά το παιδί παρέμενε άπραγο, έβαλα όλες τις δυνάμεις μου, προσπαθούσα για ώρα, ώσπου απόκαμα κι έπεσα κλαίγοντας, γονατιστή μπροστά του, μάταια, εκείνο τίποτα, το μυαλό μου πλημμύρισε οργή για τους ανθρώπους, καταραμένη ράτσα, άτιμη φάρα, άθλιοι κατακτητές της γης έλεγα και ξανάλεγα, τα βάζετε μ’ ανήλικα παιδιά, ας είχα τώρα μπροστά μου έναν από εσάς, να τον κάνω κομμάτια με τα δόντια μου κι ας πέθαινα, αδύναμη έκλαιγα, καταριόμουν, μέχρι που άρχισε να ξημερώνει, έπρεπε να φύγω,

τίποτα δεν κυνήγησα για τ’ άλλα άμοιρα τα μικρά μου, πεινασμένα θα έμεναν αυτή τη μέρα, άλλες φορές όλο κάτι τους πήγαινα, ξαναεπιχείρησα απεγνωσμένα άλλη μια φορά να πάρω μιαν απόκριση απ’ το παιδί, αλλά τίποτα, μάζεψα τα κομμάτια μου και γύρισα στη φωλιά συντετριμμένη, έμεινα ξάπλα, άρρωστη βαριά όλη τη μέρα, δεν είπα τίποτα, δεν ήθελα να βασιστώ σε κανέναν, αποφάσισα να κάνω το ίδιο κάθε βράδυ, τραβούσα το σκέπασμα από τη σκοτεινιά του τοπίου και πήγαινα κοντά του, είχα την ανάγκη να το βλέπω έστω κι έτσι, το παρατηρούσα με τεταμένες όλες τις αισθήσεις μου, ένοιωθα πως θα διαλυθούν η ψυχή και το μυαλό μου, σκέφτηκα να του φέρω φαγητό μήπως και λιγουρευτεί, έτσι λιχούδικο που ήταν άλλοτε, όμως αυτό κοιτούσε πέρα, αόριστα, δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήταν αυτό που του έκαναν οι κολασμένοι οι άνθρωποι, ενώ φαίνεται ζωντανό, στέκεται όρθιο, με μάτια ανοιχτά, κοίταζε κοκαλωμένο, πόσο όμορφο ήταν, γι’ αυτό αυτά τα τέρατα το είχαν εκεί φυλακισμένο, να μην ακούει, να μην παρατηρεί, παρά μονάχα να στολίζει τον σκοτεινό τους κόσμο.

Εκείνη τη μοιραία νύχτα έβρεχε αδυσώπητα, ένα κακό προαίσθημα με είχε πλημμυρίσει, αισθανόμουν πως κάτι τρομερό θα μου συνέβαινε, κάθε μέλλον φάνταζε μακρινό, αβέβαιο, μπήκε στο μυαλό μου πως θα με έπαιρναν χαμπάρι και θα με σκότωναν, λίγο μ’ ενδιέφερε, ωστόσο έφτασα στο καταραμένο κουτί μουσκεμένη ως το μεδούλι, το παιδί μου δεν ήταν εκεί.

Μέσα μου συντελέστηκε η απόλυτη συμφορά, χάθηκε κάθε ελπίδα που θα μπορούσε να με κρατήσει ζωντανή, δεν μ’ ενδιέφερε αν θα ξαναέβλεπα το φως, δεν μ’ ενδιέφερε αν θα σκότωναν κι εμένα, ούρλιαξα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου και χύθηκα πάνω στο σκληρό διάφανο κουτί με όλη τη δύναμη που μου χάριζε ο πόνος, σ’ αυτό που μου στερούσε τις προηγούμενες νύχτες τη δυνατότητα ν’ αγγίξω το παιδί μου, ένας σωρός διάφανα κομμάτια σωριάστηκε μπροστά μου, έκλαιγα κι ούρλιαζα ματωμένη για ώρα, μέχρι που δεν έβγαινε πια φωνή και δάκρυ, μετά από απροσδιόριστο χρόνο, άρχισα πια να ησυχάζω στη σκέψη πως, ετούτη τη νύχτα, έδωσα ένα γερό πλήγμα στον αιμοβόρο και σκληρό κόσμο των ανθρώπων, που κείτονταν θρύψαλα μπροστά στα πόδια μου.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι