Μαθητές που απαθανάτισε η νεοελληνική γλυπτική
12/09/2022Η έναρξη του νέου σχολικού έτους χωρίς μάσκες και τεστ φέρνει στο μυαλό σχολικά χρόνια που πέρασαν ανεπιστρεπτί. Μάλιστα ειδικότερα μπορεί να ανακαλεί εικόνες που έχουν αποτυπωθεί και στην τέχνη, στην προκειμένη περίπτωση στη νεοελληνική γλυπτική. Ταφικά μνημεία μαθητριών ή μαθητών –δεν υποκρύπτεται συνειρμικός υπαινιγμός στη συγκυρία μας!–, παραγγελίες σε προπολεμικούς και μεταπολεμικούς γλύπτες, δεν έχουν λείψει κατά τον 20όν αιώνα.
Το 1924 χρονολογείται η μαρμάρινη ταφική σύνθεση με δωδεκάχρονο αγόρι, τον Αιγυπτιώτη Αντωνάκη Γρ. Κακομανώλη, έργο του Δημοσθένη Γ. Παπαγιάννη (π. 1890-μετά το 1945), στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών. Το δεξί χέρι του το στηρίζει σε βιβλίο αφημένο πάνω στο θρανίο, ένδειξη του ότι ο μικρός απεικονίζεται ως μαθητής, με μεσοπολεμική αμφίεση. Δύο επιγράμματα, το ένα στη γαλλική και το άλλο στην ελληνική γλώσσα, υπομνηματίζουν το αδόκητο γεγονός του θανάτου του αγοριού σε νεαρή ηλικία και υπογραμμίζουν τη γαλλομανία της εποχής. Πίσω του στέκεται ο προστάτης άγγελός του, ο οποίος το έχει ανεβάσει στον ουρανό που αποδίδεται σχηματοποιημένος.
Ένας έντονα συναισθηματικός τόνος συνέχει το μνημείο. Είναι αυτός η αιτία που, σε συνδυασμό με τη φωτογραφική αποτύπωση του παιδιού, με την παρεμβολή του αγγέλου και με τα κείμενα, το κάνει να φαίνεται αδύνατο. Υπάρχει η προφορική μαρτυρία ότι ο γλύπτης χρησιμοποίησε ως μοντέλο του μαθητή της περιοχής του Μετς, όπου διατηρούσε το εργαστήριό του. Ας μην παραγνωρίζουμε το γεγονός η οικογένεια που έδωσε την παραγγελία να ζήτησε την εγγύτερη προς τον άνθρωπό της αναμνηστική εικόνα του, αλλά εδώ έγκειται η σημασία της προσωπικότητας του δημιουργού του μνημείου να τολμήσει τη δική του πρόταση.
Μαθήτρια στα χρόνια του 1960
Το 1967 χρονολογείται το μαρμάρινο ταφικό μνημείο της δεκάχρονης Κικίτσας Δ. Παρίση, έργο του Νικόλα (Παυλόπουλου, 1909-1990), στο Δημοτικό Κοιμητήριο Παλαιού Φαλήρου. Το κορίτσι αποδίδεται όρθιο, κρατώντας τη σχολική δερμάτινη σάκα του στο αριστερό χέρι του. Φοράει τη σχολική ενδυμασία της εποχής του, κορδέλα στα μαλλιά και σταυρό στον λαιμό του, ενώ η σάκα του φέρει το ονοματεπώνυμό του. Στο πρόσωπό του σε παγώνουν το βλέμμα και το χαμόγελο που αποκαλύπτει την άνω οδοντοστοιχία του.
Όπως ακριβώς συμβαίνει και στο προηγούμενο μνημείο, ο γλύπτης, περνώντας τη μορφή του κοριτσιού από τον γύψο στο μάρμαρο, προσπαθεί να τη “φωτογραφίσει”. Και είναι φυσικό η παραγγελιοδότρια οικογένεια, μέσα στον μεγάλο πόνο της και μένοντας ρημαγμένη από την αβάσταχτη θλίψη της πίσω, να είχε αποζητήσει την πιστότερη εικόνα της χαμένης κόρης της για να τη θρηνεί, επειδή «τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε», κατά τον προσφυή στίχο του Κώστα Ουράνη (Κώστα Νιάρχου, 1890-1953). Εναπόκειται λοιπόν στον ικανό γλύπτη να πείσει με τη δύναμη της τέχνης του τους συγγενείς να δεχτούν μιαν άλλην εικόνα – φαινομενικά, όχι ουσιαστικά άσχετη προς το αγαπημένο τους πρόσωπο…