Με σβηστό φως…
03/11/2017της Αλεξάνδρας Μητσιάλη –
Ανεβαίνει τη Λαγκαδά από το δεξί πεζοδρόμιο. Μισοκρυμμένη στο σκοτάδι περπατάει με το κεφάλι σκυφτό, αργά, ανασαίνοντας την υγρασία της νύχτας. Πού και πού το αγιάζι τινάζει σαν μικρό επιτόπιο ηλεκτροσόκ τον αφύλακτο σβέρκο της και τότε ισιώνει πλάτη και κεφάλι να τον καλύψει με το κοντό καρεδάκι.
Τέτοιες ώρες τα λεωφορεία δεν κυκλοφορούν και νυχτερινό έχει μόνο το 78Ν, που όμως τρέχει προς την άλλη πλευρά της πόλης, και είναι αναγκασμένη να επιστρέφει περπατητί. Μα, όσο κι αν το θέλει, δεν μπορεί καθόλου να επιταχύνει. Δέκα ώρες ορθοστασία πίσω από το μπαρ για καφέδες, ποτά, μουσική, πλύσιμο, σερβίρισμα και όλα τα έκτακτα, κάνουν τώρα τα πόδια της να τρέμουν και τη μέση της να βαραίνει ετοιμόρροπη.
Φοράει μαύρα και πίσω από τους κορμούς και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα δεν πολυφαίνεται. Το προτιμά και το φροντίζει να βάζει σκούρα χρώματα για να μην τραβάει την προσοχή. Είναι δύσκολη ώρα και τα λίγα αυτοκίνητα κυκλοφορούν στον μεγάλο δρόμο είτε γκαζώνοντας μεθυσμένα είτε στο ρελαντί κάνοντας τσάρκα, σαν να ψάχνουν στους θάμνους και στα δέντρα κάτι που θα τους προσφερόταν αμαχητί. Η Σοφία όμως ξέρει ότι εκεί ξαπλώνουν μονάχα κάτι ρετάλια της ζωής που φοβούνται περισσότερο από κείνη. Κι αν σηκώσει τα μάτια της μπορεί, σκοτεινούς πεταμένους μπόγους, να τους δει.
Δε φεύγει από το μαγαζί ποτέ νωρίτερα από τις τρεις. Συχνά φτάνει τέσσερις ή και πέντε για να μπορέσει ν’ ανασάνει. Για μια παρέα που πίνει και δε λέει να ξεκουμπιστεί μπορεί να μείνει ακόμα και μέχρι να σκάσει το πρώτο φως πίσω από το βουνό του Χορτιάτη. Αλλά και πάλι έχει να καθαρίσει τις τουαλέτες: λεκάνη, νιπτήρα, σφουγγάρισμα, βρωμόχαρτα, αλλαγή σακούλας, να πλύνει τα τελευταία ποτήρια και να κλείσει ταμείο.
Το ταξί ούτε να το διανοηθεί. Τα είκοσι πέντε ευρώ που παίρνει για τον καθημερινό ακάθιστο είναι μόνο το διπλάσιο της βραδινής ταρίφας από τα Λαδάδικα μέχρι το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην ανηφόρα πίσω από το παλιό καπνομάγαζο. «Πυροσβεστικά είδη», «Ηλεκτρονικό τσιγάρο», «Τάπητες και μοκέτες εγχώριας κατασκευής», δεξιά στροφή και το σπίτι είκοσι μέτρα στην ευθεία. Και μπορεί όταν θ’ ανοίξει την πόρτα να την μπουκώσει η βρώμα από τη μούχλα που έχει ποτίσει τους τοίχους της ντουλάπας κι έχει φουσκώσει τα πλακάκια του μπάνιου που πετάγονται σαν πρησμένο ούλο εδώ κι εκεί και μπορεί τα κουτιά με τις πίτσες και τις μπίρες να είναι ριγμένα παντού στο άφεγγο χολ που χρησιμεύει για καθιστικό, γιατί η συγκάτοικός της είναι βρωμιάρα κι ανοικοκύρευτη και πετάει παντού ό,τι τρώει, ό,τι πίνει συν τα βρακιά και τις κάλτσες της και δεν παίρνει από λόγια, αλλά είναι αυτό το μικροσκοπικό διαμέρισμα, όπως και να το κάνει, μια τρύπα να κρυφτεί, ένα καταφύγιο από την σιχαμένη άγρυπνη νύχτα.
Σήμερα ειδικά θα ’θελε να φτάσει αν ήταν δυνατόν στην ανηφόρα της μια ώρα αρχύτερα, αν μπορούσε με μια δρασκελιά, σαν τον γίγαντα με τις τεράστιες μαγικές μπότες στο παραμύθι του Κοντορεβιθούλη. Γιατί, σαν να μην έφτανε το όρθιο δεκάωρο, έσπασε δύο ποτήρια από τα καλά της ιρλανδέζικης μπίρας και ο μαλάκας δεν την πλήρωσε. Δεν την πλήρωσε, τ’ ακούς; Δεν την πλήρωσε και ήτανε δυνατή μέρα, αφού έκλεισε ταμείο κοντά 280 ευρώ.
Κι απόψε γυρίζει σπίτι με δυόμισι ευρώ στην τσέπη κι αύριο είναι η σειρά της να πληρώσει τα κοινόχρηστα και υποσχέθηκε στην άλλη ότι θα αγοράσει φέτα και φακές, που τέλειωσαν κι έχει καθυστερήσει δέκα μέρες το ενοίκιο και θα σηκώσει πάλι το τηλέφωνο ο σκύλος από την Πτολεμαΐδα και θα γρυλίζει και θα απαιτεί, υπενθυμίζοντας υποχρεώσεις και συμφωνημένο χρόνο και βέβαια κουβέντα για τη μούχλα, για το νερό που ποτίζει όλο το σπίτι σιωπηρά, για την παμπάλαια τριμμένη εξώπορτα που φωνάζει από μακριά «περάστε».
Δεν την πλήρωσε, τ’ ακούς; Και τρεις μέρες πριν της έδωσε τα μισά, γιατί μέσα στην απίστευτη φούρια είχε κάνει λάθος σε μια απόδειξη, και της μίλησε όπως δε μιλούν ούτε στα σκουπίδια. Θα του φώναζε στα μούτρα ότι είναι χοντρομαλάκας, ρεμπεσκές, ρεμάλι κανονικό που νομίζει ότι με μια τρύπα μαγαζί, με μούφα ποτά και με είκοσι πέντε ευρώ μαύρα χωρίς κανονική πρόσληψη και ένσημα στα κορίτσια, ένα για όλη τη βάρδια, θα καταφέρει να κρατήσει πελατεία και να στρώσει μαγαζί. Αλλά ύστερα θα πρέπει να εξαφανιστεί, αφού η πιάτσα είναι μικρή και όλα μαθαίνονται και πού στον διάολο θα βρει καινούρια δουλειά;
Χώνει το χέρι της, παγωμένο και σκληρό, στην καλή τσέπη του μπουφάν που δεν έχει τρυπήσει ακόμα. Τα δυόμισι ευρώ είναι εκεί. Τι στο καλό θα κάνει; Τι να κάνει; Τι μπορεί να κάνει; Τι θα έκανε κάποια άλλη στη θέση της;
Δεν είναι η πρώτη φορά που της μιλάει άσχημα, δεν είναι η πρώτη φορά που δεν την πληρώνει. Αλλά αυτό δεν την κάνει πιο ανθεκτική. Αντίθετα. Τέσσερα χρόνια τώρα πρωταγωνιστεί στο ίδιο σίριαλ, μια προσωπική ιστορία σε συνέχειες που επαναλαμβάνονται βασανιστικά στη ζωή και όχι στην τηλεόραση: όλοι μαύρα, όλοι τρία ευρώ την ώρα, λάντζα και καθάρισμα, ελάχιστα μπουρμπουάρ, κι εκείνοι πάνω από το κεφάλι σου με την αντρίλα τους και τη μαγκιά του τίποτα να σου πρήζουν τ’ αρχίδια που δεν έχεις και που θα ’θελες έστω για μια στιγμή να φυτρώσουν μαζί με όλη την τεστοστερόνη τους στον πιεσμένο σου καβάλο για να σηκώσεις τη γροθιά σου, σφιγμένη από την οργή και την απόγνωση, και να την κατεβάσεις στα μπλαζέ αφεντικίσια τους μούτρα.
Γιατί δεν είναι που δεν προσπάθησε. Έμαθε μανικιούρ-πεντικιούρ, περιποίηση ποδιών, μακιγιάζ προσώπου και είναι σκυλί στη δουλειά και υπομονετική όσο δεν πάει άλλο αλλά στα σουπερ-μάρκετ της αισθητικής περιποίησης όσο καλά και να δουλέψεις δε θα βγάλεις ποτέ προσωπική πελατεία ούτε θα καταφέρεις να ξεχωρίσεις και ν’ ανεβείς. Στα αμπάρια της γαλέρας δεν έχει σκάλα για το κατάστρωμα. Κι έχει αλλάξει ένα σωρό αφεντικά στο κέντρο και στις γειτονιές, και το ’χει μάθει καλά το μάθημά της. Και δεν υπάρχει μάνα ούτε αδερφή να μείνουν στο ίδιο σπίτι, να ενώνουν τα μεροκάματα, να μοιράζονται τα έξοδα και τη μαυρίλα, να ξέρει ότι την περιμένουν να γυρίσει, πάντα, ακόμα και με σβηστό φως.
Προσπερνά τις δωδεκαώροφες και λίγο πιο πάνω, στο ξέφωτο, στη φωταγωγημένη δεξιά στροφή για Νεάπολη, με τη λάμπα του δρόμου να φωτίζει το ξανθό καρεδάκι, νιώθει η Σοφία ένα αυτοκίνητο να φρενάρει μπροστά.
-Κούκλα, να σε πάω μια βόλτα;
Κατεβάζει τα μάτια. Στα αποτσίγαρα και στα πεταμένα χαρτιά του δρόμου; Στο μαύρο Φορντ; Στον μουστακαλή με το ξυρισμένο πρόσωπο που λάμπει απ’ τη γυαλάδα; Στα πνιγηρά μάτια που σκύβουν από τ’ ανοιχτό παράθυρο να την κόψουν πατόκορφα; Στη μούχλα που περπατάει μέσα στην ντουλάπα της σιγά, σιγά κι έχει ποτίσει βαθιά και αμετάκλητα τα κρεμασμένα ρούχα;
Η υγρασία χτυπάει το σβέρκο και μια ανατριχίλα τινάζει το παιδεμένο κορμί. Και η Σοφία στρίβει ελάχιστα το κεφάλι κι αφήνει το βλέμμα της ν’ αγναντέψει για λίγο, για μια τόση δα πνοή του χρόνου, το φως που σκάει μόλις κατά τη μεριά του Χορτιάτη. Κι έπειτα:
-Να με πας.
Και κάνει ένα βήμα κι ανοίγει την μπροστινή δεξιά πόρτα του αυτοκίνητου.