Με τα λόγια τεσσάρων μεγάλων
13/08/2017του Λαοκράτη Βάσση –
Η μεγάλη ταυτοτική κληρονομιά της ελληνικής Αριστεράς είναι ο ΕΑΜικός πατριωτισμός, αυθεντικά πολιτιστικός (ελληνικότητα), δημοκρατικός, ουμανιστικός και διεθνιστικός. Κι αν ακόμη υπάρχει ελπίδα είναι επειδή δεν έχει ακόμη σβήσει ο απόηχος του. Η σημερινή Αριστερά ας κοιτάξει τις ρίζες της, ας κοιτάξει και τις μεγάλες μορφές που πήραν τη σκυτάλη μεταπολεμικά.
Ο Άρης Βελουχιώτης
Ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης, στον ιστορικό του «Λόγο της Λαμίας» όριζε απλά και με καθαρή ελληνική ματιά τον πατριωτικό χαρακτήρα της Αριστεράς: «Κάποτε η γωνιά αυτής της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα, ήτανε δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε έναν πολιτισμό που επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ’ όλο τον κόσμο. Κανένας σοφός ή άσοφος δεν μπορεί μέχρι σήμερα να γράψει ούτε μια λέξη, αν δεν αναφερθεί στα έργα που άφησαν οι δημιουργοί αυτού του πολιτισμού, που λέγεται αρχαίος ελληνικός… Κάποτε, λοιπόν, η χώρα μας ήταν δοξασμένη. Μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή δόξα…
»Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά μαύρα χρόνια και πολλοί “έξυπνοι”, ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε με άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ό,τι και να πούνε, αυτό δεν έχει καμιά αξία. Την ελληνικότητά μας την αποδείξαμε… Μας κατηγορούν ότι θέλουμε να καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπάρχει, μια κι αυτοί οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος λοιπόν είναι πατριώτης; Αυτοί ή εμείς;
»Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει νάβρει κέρδη σε όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό και δεν νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας… Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουνε τα κεφάλαιά τους απ’ τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;» (Γιάννη Χατζηπαναγιώτου – Καπετάν Θωμά: Η πολιτική διαθήκη του ΄Αρη Βελουχιώτη, εκδ. Δωρικός, σελ. 492 & 506).
Ο Μανώλης Γλέζος
Από την πλευρά του, ο Μανώλης Γλέζος, σύμβολο του ελληνικού αντιστασιακού πνεύματος, στο μνημειώδες έργο του “Εθνική Αντίσταση 1940-45” (εκδόσεις Στοχαστής), επισημαίνει τη συνύφανση έθνους, εθνικής ιστορίας και εθνικής ταυτότητας: «Τα έθνη όλα έχουν ιστορία. Κάθε λαός έχει τη δική του ιστορία, βραχύχρονη ή μακρόχρονη. Όλοι οι λαοί έχουν ιστορία… Έθνη χωρίς μνήμη δεν υπάρχουν. Έθνη χωρίς ιστορία είναι ανύπαρκτα. Αλλά η εθνική ιστορία, η συλλογική μνήμη ενός έθνους, παρά τις αλληλεπιδράσεις, είναι ξεχωριστή για κάθε εθνική ολότητα. Η μνήμη επίσης ενός έθνους πρέπει να είναι καταγεγραμμένη με την πιο πιστή αντιγραφή των γεγονότων κατ’ αρχήν που τη συγκροτούν και αρκούντως αναλυμένη, με όλες τις ερμηνείες που υπάρχουν, γιατί αποτελεί ανεκτίμητη εθνική κληρονομιά. Τα πιστοποιητικά ύπαρξης του έθνους. Τα στοιχεία της ταυτότητάς του».
Σε έρευνα επίσης της Μηνιαίας Επιθεώρησης MONTHLY REVIEW, Μάρτιος 2008, με θέμα: «Οι αξίες και η συμβολή τους στη διαμόρφωση της ταυτότητας των Ελλήνων», δίνει την πολύ χαρακτηριστική για τη γενικότερη αντίληψή του απάντηση: «Η δημοκρατία, η ελευθερία, η ανεξαρτησία υπήρξαν ως πράξεις, ως θεσμοί, ως λέξεις και ως έννοιες δημιουργήματα του πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων… Η εθνική συνείδηση ταυτίζεται με την ελληνική ιδεολογία και η ελληνική ιδεολογία με τα πιο υψηλά ανθρωπιστικά ιδεώδη».
Ο Μίκης Θεοδωράκης
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και ο Μίκης Θεοδωράκης, του οποίου το οικουμενικά μεγαλειώδες μουσικό έργο συνιστά καθ’ εαυτό και ανεκτίμητη πυξίδα εθνικού και πολιτιστικού προσανατολισμού. Μεταξύ πολλών εξόχων άλλων, σημειώνει και διδάσκει στο Χρέος (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης): «Η ελληνική θρησκεία είναι η “κουλτούρα”. Ο λαϊκός μας πολιτισμός δεν σημαίνει για το λαό μας μόνο τέχνη, μονάχα αισθητική απόλαυση. Σημαίνει ακόμα: την αγάπη της ελληνικής γλώσσας ως την πεμπτουσία της ελληνικής κληρονομιάς, την ενότητα του χαρακτήρα και του συναισθήματος της φυλής, την πίστη στον άνθρωπο και τις μεγάλες αξίες, την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη, την τιμή, τη λευτεριά, τη Ρωμιοσύνη, δηλαδή την ιδιαίτερη, ρωμαίικη στάση ζωής, το φιλότιμο, τη λεβεντιά. Οι βαθύτερες ρίζες του Ελληνισμού είναι η εθνική μας κουλτούρα. Ανεβάζει τους πολυτιμότερους εθνικούς χυμούς προς τον κορμό του έθνους. Χάρη σ’ αυτούς διατηρηθήκαμε, νικήσαμε τους νικητές μας. Οι ρίζες είναι τόσο βαθιές και άτρωτες, ώστε είναι ικανές να θρέψουν, να στηρίξουν και να υψώσουν ένα γιγάντιο δένδρο. Δηλαδή μας εξασφαλίζουν μεγάλες προοπτικές για το μέλλον του έθνους».
Ο Νίκος Πουλατζάς
Θα κλείσω με πολύ ενδιαφέρουσες και σχεδόν αποσιωπημένες αιχμές του Νίκου Πουλαντζά. Αναλύοντας σε σειρά άρθρων του στα Νέα (1976) το πολιτιστικό πρόβλημα της Ελλάδας, αναφέρεται και στη δυσανεκτική σχέση της ελληνικής αριστερής διανόησης με το λαϊκό πολιτιστικό κίνημα. Γράφει, λοιπόν, εκεί ο Πουλαντζάς: «Με εξαίρεση της περιόδου του ΕΑΜ, που, μεταξύ άλλων, υπήρξε το μεγαλύτερο πολιτιστικό κίνημα του τόπου μας, και όπου, κάτω από τις συνθήκες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και την αυτονομία του λαϊκού κινήματος που αναπτύχτηκε, ο έλεγχος του ΚΚΕ στον πολιτιστικό τομέα υπήρξε μειωμένος, η προοδευτική και αριστερή διανόηση (με ορισμένες, βέβαια, κυριολεκτικά ηρωικές εξαιρέσεις) ακολούθησε βασικά στη σχέση της με το λαϊκό πολιτιστικό κίνημα τα πρότυπα που είχαν επιβληθεί από τον σταλινισμό (ζντανοφισμό στον πολιτιστικό τομέα)».
Η δυσπιστία που ανέπτυξε η Ελληνική Αριστερά απέναντι στο λαό και στο έθνος προέρχεται απ’ αυτή τη «σταλινική αντίληψη πάνω στο θέμα του εθνικισμού, του έθνους και των εθνοτήτων (θέμα πάνω στο οποίο, όσον αφορά την πολιτική απέναντι στις εθνότητες μέσα στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, επήλθε και η ρήξη μεταξύ Στάλιν και Λένιν στο τέλος της ζωής του Λένιν)… Πολιτική εσφαλμένη πάνω στο πρόβλημα του έθνους και του εθνικού λαϊκού πολιτισμού, που εξέφραζε την ηγεμόνευση της Σοβιετικής Ένωσης πάνω στο παγκόσμιο λαϊκό κίνημα… Βασική δυσπιστία, λοιπόν, που εκφράζεται, και εδώ (στην Ελλάδα), στην ιδιαίτερη (συχνά κυρίως αρνητική) στάση απέναντι στο πρόβλημα της ελληνικότητας στον πολιτιστικό τομέα. Θα ’λεγε κανείς ότι στην κοσμοπολίτικη άποψη για την ελληνικότητα της άρχουσας τάξης αντιστοιχούσε μια εσφαλμένη διεθνιστική άποψη: και οι δύο είχαν ως αποτέλεσμα την ισοπέδωση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού».