Μία Ελληνίδα αρχαιολόγος στο Αφγανιστάν…
08/09/2017της Νεφέλης Λυγερού –
«Η αίσθηση του να είσαι στη μέση του πουθενά, είναι γοητευτική και συνάμα τρομακτική. Πόσο μάλλον όταν το παρελθόν είναι έκδηλο σε κάθε γωνία που ακουμπά το βλέμμα σου». Η Τίνα Ρομαντζή αναπολεί την εμπειρία της από το Αφγανιστάν. Ήταν, άλλωστε, η μοναδική Ελληνίδα αρχαιολόγος που συμμετείχε στην παγκοσμίως μεγαλύτερη εν εξελίξει ανασκαφή στο ανατολικό Αφγανιστάν, στην ορεινή επαρχία Λογκάρ.
Εκεί, στο χωριό Μες Αϋνάκ, ήκμασε ένα βουδιστικό κέντρο μεταξύ 1ου και 3ου αιώνα μ.Χ. Στο απόγειό του αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες στάσεις στον Δρόμο του Μεταξιού, φιλοξενώντας βουδιστές μοναχούς που επιχειρούσαν να εξαπλώσουν την πίστη τους ανά την υφήλιο.
Το μοναστηριακό σύμπλεγμα αναδύθηκε στην επιφάνεια της γης το 2007. Ο κινεζικός όμιλος China Metallurgical κατέβαλε τρία δισ δολάρια στο αφγανικό κράτος για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των πλούσιων μεταλλευτικών κοιτασμάτων της περιοχής. Υπολογίζεται ότι τα κοιτάσματα χαλκού είναι της τάξεως των 100 δισ δολαρίων. Πρόκειται για το μεγαλύτερο συμβόλαιο στην ιστορία της ασιατικής αυτής χώρας.
Βουδιστικοί ναοί
Για να επιτευχθεί η εξόρυξη των πολυπόθητων φυσικών πόρων, η εταιρεία σχεδίαζε να σκάψει έναν κρατήρα 500 μέτρων. Η εκσκαφή «σκόνταψε» στον αρχαιολογικό θησαυρό. Η ανασκαφή ήταν ήδη ενεργή επί δύο συναπτά έτη και είχε ολοκληρωθεί το ένα τέταρτο, όταν η Τίνα εντάχθηκε στην ομάδα των αρχαιολόγων.
Αυτή ήταν που ανέλαβε την τοπογραφική αποτύπωση της ανασκαφής και βρέθηκε μπροστά σε βουδιστικούς ναούς 2600 ετών, σπάνιες τοιχογραφίες, εργαστήρια τήξης, άθικτα αγάλματα, εργαλεία των ανθρακωρύχων από χαλκό, καθημερινά αντικείμενα, δύο μικρά φρούρια και αμέτρητα νομίσματα της εποχής των Σασσανιδών και των Κουσάν.
«Ένας γνωστός μου με ενημέρωσε για την ανασκαφή. Γνώριζε ότι τότε ήμουν άνεργη και με παρότρυνε να το κυνηγήσω. Είχε, μάλιστα, διαβάσει σε σχετικό άρθρο ότι ο υφυπουργός πολιτισμού του Αφγανιστάν Ομάρ Σουλτάν επρόκειτο να επισκεφτεί την Ελλάδα». Το Αφγανιστάν θα φόβιζε τον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον μία τριαντάχρονη κοπέλα. «Ήμουν άνεργη, αλλά δεν ήμουν και τόσο απελπισμένη, ήταν η αρχική μου σκέψη».
Μία ενδελεχής έρευνα στο Διαδίκτυο, όμως, την έκανε να συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλης κλίμακας ήταν η αρχαιολογική αυτή ανακάλυψη. Αυτό ήταν που την ώθησε να στείλει το βιογραφικό της. «Σιγά μην διαλέξουν εμένα», καθησύχασε τη μητέρα της, η οποία προσπαθούσε να την αποτρέψει.
Τηλέφωνο από τον υφυπουργό
Ένα κυριακάτικο πρωινό του Οκτωβρίου του 2011, το τηλέφωνο της χτυπούσε επίμονα. Προς μεγάλη έκπληξη της αγουροξυπνημένης Τίνας, στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο ίδιος ο υφυπουργός! «Μιλώντας σε άπταιστα ελληνικά μου εξήγησε λίγα πράγματα για την ανασκαφή και μου υποσχέθηκε ότι θα προωθήσει το βιογραφικό μου». Αποδείχτηκε ότι ο υφυπουργός ήταν λάτρης του ελληνικού πολιτισμού και αυτός ήταν και ο λόγος που ασχολήθηκε προσωπικά με την αίτηση της Τίνας.
Ο καιρός πέρασε και η υπόθεση ξεχάστηκε. Η Ελλάδα βυθιζόταν στην κρίση και η Τίνα πάλευε με το τέρας της ανεργίας. «Τέσσερις μήνες μετά έλαβα ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Γάλλο επικεφαλής της ανασκαφής, μόνο για να χαθούν ξανά τα ίχνη του». Τον Ιούνιο του 2012 είχε ήδη ξεχάσει το θέμα. Τότε, όμως, έλαβε ένα ακόμα τηλεφώνημα από τον υφυπουργό, ο οποίος της ανακοίνωσε και επίσημα την πρόσληψή της. «Θυμάμαι ακόμα την ενθουσιώδη φωνή του να μου λέει: σας δεχτήκαμε! Θα έρθετε;»
Έξαρση ενθουσιασμού και τρόμου συνάμα, συνόδευσε την επόμενη περίοδο, η οποία διήρκησε περίπου δύο μήνες. «Έστελνα καθημερινά μηνύματα με δεκάδες ερωτήσεις που αφορούσαν την καθημερινότητα. Ανησυχούσα για το αν θα έχει πλυντήριο, αν θα έχει θέρμανση, πού θα κοιμάμαι, τί θα τρώμε και πώς θα είμαστε ασφαλείς».
Παρά τα δεκάδες καθησυχαστικά μηνύματα, όλοι οι φόβοι της Τίνας επιβεβαιώθηκαν όταν βρέθηκε εγκλωβισμένη στο Ντουμπάι, καθώς δεν της είχε σταλεί εγκαίρως ένα έγγραφο που θα της εξασφάλιζε την πολυπόθητη βίζα. «Ευτυχώς είχα ήδη εδραιώσει επικοινωνία με μία αρχαιολόγο, η οποία με συμβούλεψε να επιστρέψω στην Ελλάδα, καθώς πολλοί συνάδελφοι πριν από εμένα είχαν μείνει ξεκρέμαστοι σε διάφορες χώρες, ακόμα και για έναν ολόκληρο μήνα».
Στην Καμπούλ
Κάποιες εβδομάδες μετά, η Τίνα βρισκόταν στην πτήση από το Ντουμπάι στο Αφγανιστάν. «Ξεχώριζα σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Ήμουν η μοναδική γυναίκα. Οι συνεπιβάτες μου κρατούσαν ζωντανά κοτόπουλα. Σουρεαλιστική κατάσταση, η οποία μου θύμισε ταινίες του 1950 με τον Χατζηχρήστο. Από την αγωνία μου δεν μπόρεσα να κοιμηθώ, έστω και για πέντε λεπτά».
Δεν συνήλθε ούτε με την προσγείωση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ. Ο οδηγός της καθυστέρησε και όταν επιτέλους ήρθε δεν μιλούσε λέξη αγγλικά. «Έως και στα μέσα της διαδρομής δεν είχα αποκλείσει το να με έχουν απαγάγει. Από το μυαλό μου περνούσαν τα πιο σκοτεινά σενάρια».
Μόνο όταν ηρέμησε, άρχισε να παρατηρεί το τοπίο γύρω της. Το κέντρο της Καμπούλ ήταν ερειπωμένο. «Έβλεπες κτίρια διαλυμένα, βομβαρδισμένα και κομμένα στα δύο και ανθρώπους να βαδίζουν άσκοπα. Ερείπια και βρώμα παντού. Από το καυσαέριο με έπιασε πονοκέφαλος. Μου έκανε εντύπωση ότι δεν βρήκαμε καθόλου φανάρια».
Η ταλαιπωρία της δεν τελείωσε ούτε όταν βρέθηκε στο Μες Αϋνάκ. Ήταν Ραμαζάνι και της ζητήθηκε να ανακουφίσει τη δίψα της κρυφά, έτσι ώστε να μην προσβάλει τους παρευρισκομένους μουσουλμάνους. Η κατασκήνωση των αρχαιολόγων απείχε σαράντα λεπτά από την Καμπούλ.
Η ανασκαφή στο Μες Αϋνάκ
Το επόμενο πρωί όλα άλλαξαν. «Την πρώτη φορά που πήγα στην ανασκαφή ένιωσα ότι αποζημιώθηκα πλήρως για όλη την ταλαιπωρία που είχα υποστεί. Ήταν κάτι μαγευτικό. Νομίζω ότι οποιοσδήποτε, και όχι μόνο ένας αρχαιολόγος, θα εκτιμούσε αυτό που αντίκρισα». Στη μέση του πουθενά και περιτριγυρισμένη από δέντρα βρισκόταν η ανασκαφή που κάλυπτε δύο τεράστια οικοδομικά τετράγωνα.
Στις πλαγιές των δύο βουνών εργάζονταν αρχαιολόγοι από το Τατζικιστάν. Η ανασκαφή ήταν διαιρεμένη σε σκάμματα και κάθε αρχαιολόγος είχε το δικό του. «Δυστυχώς γρήγορα αντιλήφθηκα ότι υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στους Αφγανούς αρχαιολόγους και στους δυτικούς. Οι Αφγανοί μετά βίας ανέχονταν την παρουσία μας». Οι εργαζόμενοι στην ανασκαφή πληρώνονταν από το υπουργείο Πολιτισμού και κάποιοι από το υπουργείο ορυχείων. Η Τίνα αμειβόταν με 4000 δολάρια το μήνα.
Δεν περνούσε ημέρα, δίχως οι αρχαιολόγοι να ανακαλύψουν κάτι. Τα νομίσματα ήταν τα πιο συνήθη ευρήματα. Υπήρξε ημέρα, κατά την οποία ανακαλύφθηκαν πάνω από εκατό. Ένας εξειδικευμένος καθηγητής στην αποστολή αφιερώθηκε αποκλειστικά στη μελέτη τους. Πολλά ήταν και τα άθικτα αγαλματίδια, τα οποία βρέθηκαν. «Έχω δει να βγάζουν εντοιχισμένο χρυσό Βούδα μέσα από το βουνό. Ήταν καθιστός και είχε ανθρώπινο ύψος».
Εκτός από αντικείμενα καθημερινής χρήσης, το πιο σημαντικό εύρημα ήταν οι σκάλες που ανακαλύφθηκαν και οι οποίες οδηγούσαν σ’ ένα συγκεκριμένο σκάμμα, το οποίο ήταν λατρευτικό. Είχε βρεθεί και κάτι, το οποίο σύμφωνα με τους αρχαιολόγους επρόκειτο για την αγορά των μοναχών. Εκεί πραγματοποιούσαν τις αγοροπωλησίες τους.
«Το βουδιστικό αυτό σύμπλεγμα αποτελούσε μία αυτοτελή κοινότητα, η οποία, μάλιστα, είχε έντονη εμπορική δραστηριότητα. Αυτό το συμπεράναμε όταν βρεθήκαμε μπροστά σ’ έναν πολύτιμο λίθο, από τον οποίο καταλάβαμε ότι υπήρχε διασύνδεση με τη θάλασσα. Είχαμε βρει και ένα όστρακο που μας το επιβεβαίωσε».
Η δύσκολη συνύπαρξη
Δυστυχώς δεν έλειπαν τα κρούσματα κλοπής. Η Τίνα έγινε άθελά της μάρτυρας τέτοιων. «Ναι, έχω δει να κλέβουν νομίσματα οι εργάτες. Στη μαύρη αγορά, άλλωστε, βρέθηκαν νομίσματα από την ανασκαφή μας. Αυτός ήταν και ο λόγος που ενώ αρχικά επιτρεπόταν να παίρνουμε τα ευρήματα μας στην κατασκήνωση για να μπορούμε τα απογεύματα να τα μελετάμε, μετά άλλαξαν οι κανόνες. Από ένα σημείο και μετά οι άνδρες αρχαιολόγοι υπέστησαν και καθημερινή σωματική έρευνα». Τα ευρήματα πήγαιναν απευθείας στις αποθήκες του μουσείου της Καμπούλ.
Το καθημερινό πρόγραμμα των αρχαιολόγων ήταν πολύ αυστηρό. Στις εφτά το πρωί έτρωγαν και οι 24 μαζί ένα λιτό πρωινό και μισή ώρα νωρίτερα βρίσκονταν ήδη στην ανασκαφή. Η κατασκήνωσή από την ανασκαφή απείχε είκοσι λεπτά. Οι εργάτες έρχονταν με τα πόδια ή με λεωφορεία. Όλοι εργάζονταν μέχρι τη 13:30. Οι αρχαιολόγοι φόρτωναν τον εξοπλισμό τους και επέστρεφαν στην κατασκήνωση, όπου και εργάζονταν ως τις εφτά το βράδυ.
Η συνύπαρξη με τους Αφγανούς αρχαιολόγους και εργάτες ήταν ενδιαφέρουσα, χωρίς να λείπουν, όμως, οι δοκιμασίες. Στο Ραμαζάνι πολλοί από αυτούς κατέρρεαν από την πείνα και τη δίψα. Δεν ήταν λίγοι και οι δυτικοί αρχαιολόγοι που δεν έτρωγαν τίποτα στο διάλειμμά τους σε ένδειξη σεβασμού.
Η Τίνα έγινε γρήγορα αποδεκτή. «Το γεγονός ότι ήμουν από την Ελλάδα, την οποία γνώριζαν και θαύμαζαν για την ιστορία και τον πολιτισμό της, βοήθησε». Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί μία ουσιαστική σχέση με τους ντόπιους. Η μόνιμη απειλή των Ταλιμπάν σκίαζε την καθημερινότητα των δυτικών. «Είχαμε μόνιμη φύλαξη 20 αστυνομικών. Υπήρχαν διάφορα φυλάκια γύρω από την ανασκαφή και γύρω από την κατασκήνωση. Η διοίκηση μας είχε συμβουλέψει να έχουμε πάντα μία έτοιμη τσάντα για άμεση διαφυγή».
Ο φόβος των Ταλιμπάν
Αν και η ίδια δεν είχε νιώσει ποτέ απειλή, μία ημέρα που συνομιλούσε από την Αθήνα μέσω skype με τους συναδέλφους της άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί. Οι Ταλιμπάν είχαν περικυκλώσει τις σκηνές τους. «Το χειρότερο ήταν ότι δεν γνωρίζαμε αν και οι ίδιοι οι αστυνομικοί ή οι εργάτες ήταν μέλη του Ταλιμπάν. Οι εντολές ήταν να μην τους δίνουμε πληροφορίες όταν κινούμασταν στην Καμπούλ».
Αν και, σύμφωνα με τα λεγόμενά της επρόκειτο για πράους ανθρώπους, είχα γίνει μάρτυρας δύο περιστατικών, από τα οποία κατάλαβα πόσο βαθιά ριζωμένος ήταν ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης. Πριν μάθει να δένει τη μαντίλα, την οποία φορούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας τους, μία τούφα μαλλιών ξέφυγε από το κεφάλι της Τίνας.
Μία έμπειρη αρχαιολόγος παρατήρησε την ένταση που είχε προκληθεί ανάμεσα στους εργάτες. «Μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι με κοιτούσαν δεκάδες εργάτες με άγριες διαθέσεις. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον αστράγαλό μου, τρείς εβδομάδες αργότερα, όταν αυτός είχε φανεί».
Το πιο ενδεικτικό περιστατικό συνέβη σε άλλη αρχαιολόγο. Πάνω στην ένταση της εργασίας, μία έμπειρη Καναδέζα αρχαιολόγος πέταξε την κονκάρδα με το όνομα που φορούσε στο πέτο της. Η κονκάρδα απεικόνιζε και την αφγανική σημαία. Ένας από τους ντόπιους αρχαιολόγους το παρατήρησε και λίγες ημέρες αργότερα, όταν το όλο περιστατικό είχε ξεχαστεί, ξεσήκωσε τους εργάτες.
«Φτάνουμε στην ανασκαφή, όπου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με 500 άτομα. Κραυγάζουν συνθήματα, όπως ότι οι Δυτικοί δεν μας σέβονται και έχουν έρθει για να μας πάρουν τη χώρα. Ο γηραιότερος του χωριού, ο οποίος έχει μεγάλη επιρροή στους υπολοίπους, πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις». Η συνάδελφος φυγαδεύτηκε τη στιγμή που φώναζαν Ινσαλάχ. «Πιστεύω ότι θα την σκότωναν ή θα την λιθοβολούσαν». Τελικά η Καναδέζα αρχαιολόγος έχασε τη δουλειά της. «Η πραγματικότητα ήταν ότι δεν ήταν ασφαλές πια να εργάζεται εκεί».
Αλκόολ στην Καμπούλ
Παρά την αδιαμφισβήτητη επικινδυνότητα ενός περιπάτου στην Καμπούλ, η Τίνα και οι συνάδελφοί της το τόλμησαν πολλάκις. «Εργαζόμασταν ατελείωτες ώρες και είχαμε ανάγκη μία αλλαγή περιβάλλοντος. Στην Καμπούλ πηγαίναμε όταν θέλαμε να μιλήσουμε με τη διοίκηση για οικονομικά ζητήματα. Πηγαίναμε, όμως, και για να οργανώσουμε την κουζίνα και να διασκεδάσουμε. Στην αρχή φοβάσαι, αλλά μετά εξοικειώνεσαι. Δεν μπορώ να είμαι σε μία χώρα και να με κυριεύει μονίμως ο φόβος».
Αναπολεί την πιο παράτολμη βόλτα, όπου δείχνοντας τα διαβατήρια τους και μετά από εξονυχιστικό έλεγχο, τρύπωσαν στο μοναδικό μπαρ που σύχναζαν οι Αμερικανοί στρατιώτες. Ήταν το μοναδικό μέρος, όπου μπορούσε κάποιος στο Αφγανιστάν να απολαύσει πίτσα και αλκοόλ. «Ήταν η πιο νόστιμη πίτσα της ζωής μου».
Μετά από ένα εξάμηνο εργασίας, η Τίνα επέστρεψε στην Ελλάδα για τις προγραμματισμένες διακοπές της. Αν και ανανέωσε το εισιτήριό της, τελευταία στιγμή αποφάσισε να μην επιστρέψει. Οι Ταλιμπάν είχαν ήδη ανακτήσει τον έλεγχο μέρους της χώρας. Η περιοχή του Μες Αϋνάκ είχε γίνει ιδιαίτερα επικίνδυνη. «Δεν ήθελα να προκαλέσω την τύχη μου. Τα επεισόδια βίας είχαν πολλαπλασιαστεί και ένιωσα ότι ήμουν ήδη κερδισμένη από την εμπειρία αυτή».
Επιστρέφοντας, η Τίνα Ρομαντζή μπορεί να έπαψε να κινδυνεύει από φανατικούς ισλαμιστές, αλλά επανήλθε στην ανεργία. Έγινε μία από τις χιλιάδες νέους επιστήμονες που σκέφτονται να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. «Δεν θέλω να πάω ξανά στο Αφγανιστάν, αλλά το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη μου φαίνονται διέξοδος» είχε πει τότε.