“Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά”: Μία ταινία με υπέροχες ερμηνείες
27/12/2024Μια ιρλανδική ταινία ακουμπά ένα θέμα, καθόλου καινούργιο, βασισμένο από ό,τι πληροφορούμαστε καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους, σε αληθινά γεγονότα ή, καλύτερα, από το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε σε ιδρύματα-μοναστήρια (Μαγδαληνή), που λειτουργούσαν υπό τη σκέπη των καθολικών καλογραιών.
Ο Τιμ Μέλιαντ προτείνει, όμως, με έναν αρκετά εσωτερικό ρυθμό το κοινωνικό του σχόλιο. Σε πολλές στιγμές νομίζεις ότι η κινηματογράφησή του μοιάζει με την ωμότητα του Κεν Λόουτς, με ταυτόχρονη την αφαίρεση και τη λιτότητα στην αφήγηση, τη σιωπή του ήρωα, τις κλειστές πόρτες, προσθέτοντας κι ένα σοβαρό υπόκωφο θεολογικό σχόλιο.
Ο Μπίλ Φέρλονγκ (Κίλιαν Μέρφι), ένας καρβουνέμπορος σιωπηλά και υπομονετικά φροντίζει την οικογένειά του, μία ευτυχισμένη οικογένεια, με τέσσερις κόρες. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Ρος της νοτιοανατολικής Ιρλανδίας το 1985. Στην πολύ αρχή της, η ταινία θέτει με μία σκηνή το πρόβλημα: μία μητέρα με το ζόρι σπρώχνει την κόρη της (η οποία και ουρλιάζει) σε ένα ίδρυμα-μοναστήρι που διατηρούν καθολικές καλόγριες στην πόλη που εργάζεται και ζει ο Μπιλ. Ο Μπιλ παρακολουθεί αθόρυβα σε μισοσκόταδο από το σημείο (αποθήκη) που συχνά αφήνει κάρβουνα για το ίδρυμα.
Από εκείνη τη στιγμή πυροδοτείται ένα φλας μπακ αναμνήσεων αναδεικνύοντας το προσωπικό τραύμα του ήρωα από την παιδική του ηλικία, όπου και έχασε τη μητέρα του αναπάντεχα. Μεγάλωσε με φροντίδα από μία πλούσια γυναίκα της περιοχής κι έναν νεαρό (ο οποίος και είχε σχέσεις με τη μητέρα του πριν εκείνη πεθάνει άξαφνα). Η μνήμη του Μπιλ έρχεται και ξανάρχεται με φόντο τα Χριστούγεννα και τα δώρα που ήθελε και δεν πήρε ή τα δώρα που πήρε. Η εποχή της παιδικής του ηλικίας εμπλέκεται στο παρόν του ήρωα, οι αναμνήσεις επηρεάζουν τις κρίσεις και διακυμάνσεις της ψυχοσύνθεσής του.
Ταινία για ένα φρικτό σκάνδαλο
Η ταινία βασίζεται στο εθνικό σκάνδαλο των ιδρυμάτων της καθολικής εκκλησίας της Ιρλανδίας με τα “παραστρατημένα” κορίτσια. Το ίδρυμα-μοναστήρι, που η ταινία αναφέρεται, φιλοξενεί νεαρά ανήλικα κορίτσια με “ανεπιθύμητες” εγκυμοσύνες. Η κοινωνία στέκεται απέναντι και κριτικά στα παραστρατημένα αυτά κορίτσια. Οι σκηνές με τη σύζυγο του ήρωα ή με μία φίλη του στο τοπικό μπαρ αποτυπώνουν ακριβώς αυτή την άποψη, αλλά και το μοτίβο “δεν είναι δική μου δουλειά” σε ό,τι συμβαίνει σε ένα χώρο δίπλα μας, στη γειτονιά μας, στο περιθώριο της κοινωνίας μας. Το ίδρυμα βρίσκεται δίπλα από το σχολείο της μικρής πόλης, το σχολείο που πηγαίνουν και οι κόρες του πρωταγωνιστή, και οι συσχετίσεις σχολείο-ίδρυμα στην αφήγηση υπενθυμίζουν ακριβώς αυτή τη σχέση: άλλο εμείς, άλλο εκείνοι. Δίπλα μας είναι ένας άλλος (παραστρατημένος) κόσμος που δεν μας αφορά, ενώ η καθολική εκκλησία παρουσιάζεται ως ο χώρος και ο κόσμος που δεν αγγίζει (ή δεν πρέπει να αγγίζει) κανείς.
Αυτός ο κομφορμισμός μοιάζει να ενοχλεί τον ήρωα που παρακολουθεί σιωπηλός. Έντεχνα ο σκηνοθέτης αποτυπώνει την εσωτερική ένταση του ήρωα σε κλειστούς χώρους με συνοδευτικό ηχητικό βόμβο ή μουσική έντασης. Παράλληλα, συχνά μας τον παρουσιάζει να πλένει (σχεδόν) με μανία τα χέρια του στο νιπτήρα του σπιτιού του, παραπέμποντας στο Πιλάτιο “νίπτω τα χείρας μου”. Η κοινωνία όλη “νίπτει τας χείρας” της για ό,τι μπορεί να συμβαίνει κακοποιητικά στη διπλανή της πόρτα. Η ένταση και ένσταση του ήρωα προκύπτει βαθμιαία, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται και η δική του τραγική παιδική εμπειρία της ορφάνιας και της (τυχερής για την περίπτωσή του) περίθαλψης από την ευκατάστατη κυρία της πόλης. Αναρωτιέται τι θα του συνέβαινε αν δεν είχε βρεθεί και γι’ αυτόν ο καλός Σαμαρείτης.
Από την αρχή της ταινίας ο ήρωας δείχνει τα φιλεύσπλαχνα συναισθήματα σε παιδιά που ζουν δύσκολα, και προβαίνει σε ελεημοσύνες. Είναι ο καλός Σαμαρείτης, που θα καταφέρει να πάει κόντρα στις νουθεσίες και τις διάχυτες απειλές και θα βγάλει τουλάχιστον μία κοπέλα από την σκληρότητα του καθολικού ιδρύματος. Η Έμιλυ Γουάτσον που ερμηνεύει την αδίστακτη, σκληρή ηγούμενη του ιδρύματος-μοναστηριού είναι εκπληκτική. Το βλέμμα της και το σύνολο των εκφράσεών της είναι αφοπλιστικό. Σε συνδυασμό με το σιωπηλό και υπόκωφο προφίλ του ήρωα Μπιλ (Κίλιαν Μέρφι) οι ερμηνείες σε καθηλώνουν. Η φωτογραφία, επίσης, υπηρετεί εκπληκτικά το συνολικό ψυχολογικό δράμα, με ένα χρωματικό ανάλογο μιας υποφωτισμένης σταθερά κατάστασης, ενώ το παρελθόν του ήρωα ως παιδιού είναι καθαρά φωτεινό. Η εικονογραφία στο σκοτεινό ίδρυμα είναι αποπνικτική, απόκοσμη.
Χωρίς πολλά σκηνοθετικά περιτυλίγματα, με μία απλότητα, η αφήγηση επιτυγχάνει τον στόχο της, ενώ τα αρκετά, πολύ κοντινά, πλάνα στα πρόσωπα των χαρακτήρων, κυρίως του πρωταγωνιστή, εντείνουν την αποτύπωση του ψυχολογικού τους ρυθμού και του εσωτερικού δράματος που βιώνουν. Οι σκηνές, επίσης, με τη γυναίκα του, μιας φαινομενικά ικανοποιητικής συζυγικής ζωής είναι εξαιρετικές, κυρίως επειδή οι διάλογοι και οι σιωπές καταφέρνουν να αναδείξουν και την κοινωνική αναλγησία, τον προσωπικό φόβο του κόσμου να αντιδράσει σε αυτό που συμβαίνει στη διπλανή του πόρτα.
Η δράση στην ουσία δεν κορυφώνεται και το ξέσπασμα του ήρωα είναι συνεπές στο χαρακτήρα του: ένα βράδυ (από τα πολλά) που δεν τον πιάνει ύπνος βγάζει από το ίδρυμα την (έγκυο) κοπέλα που είχε βρει αβοήθητη να ξεπαγιάζει στην καρβουναποθήκη του ιδρύματος, και τη φέρνει σπίτι του. Σε εκείνο το σημείο (ευφυώς) τελειώνει και η ταινία. Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει, διότι η λύτρωση και των δύο (ήρωα και νεαρής) είναι μεν ουσιαστική, αλλά με μακρά πορεία στο μέλλον. Αφήνει το θεατή να φανταστεί τα υπόλοιπα που μπορεί να ακολούθησαν.
“Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά” προβληματίζουν, αλλά…
Η ταινία, χωρίς να εντυπωσιάζει στα κάδρα της, στις σεκάνς της, στην κινηματογράφησή της, παραμένει ένα ψυχολογικό δράμα χαρακτήρων και μια ταινία κοινωνικής καταγγελίας. Με αυτά τα δεδομένα επιτυγχάνει τον στόχο της και αναδεικνύει τη συλλογική κοινωνική ευθύνη των κακώς κειμένων τριγύρω μας.
Παρόλα αυτά, ο αργός της ρυθμός και έλλειψη ουσιαστικής κορύφωσης, μοιάζουν να αφήνουν κενά, όχι κατανόησης, αλλά τουλάχιστον στο ιστορικό υπόβαθρο αυτών των περιπτώσεων. Παράλληλα, η συσχέτιση με την παιδική ηλικία του ήρωα δεν είναι ικανή να συγκινήσει τον θεατή (αν είναι αυτός ο στόχος του σκηνοθέτη), ούτε να εξηγήσει ακριβώς την ψυχολογία του ήρωα (που κατά τα άλλα μοιάζει αρκετά επιτυχημένος κοινωνικά, και αρκούντως οικονομικά). Δεν περνά απαρατήρητη αυτή η ταινία – αν και έχουμε παρακολουθήσει παρόμοια δράματα αυτής ακριβώς της θεματικής.
Εδώ όμως, η ιδιαιτερότητα και το ενδιαφέρον είναι η οπτική, όχι από την πλευρά των κακοποιημένων και θυμάτων, αλλά του θεατή-παρατηρητή (κοινωνία) που απλά παρακολουθεί, γνωρίζει και συνεχίζει να ζει χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Η ατομικότητα και η προσωπική ευδαιμονία για άλλη μια φορά κατέχει την πρώτη θέση σε μια κοινωνία που την αφορά μόνο ό,τι δεν τη θίγει ατομικά. Ο σκηνοθέτης, ώριμα, καταφέρνει να μας προβληματίσει, χωρίς, όμως να μας απογειώσει κινηματογραφικά ή να μας εκπλήξει αφηγηματικά (οι ανατροπές είναι αναμενόμενες και ο τρόπος που συμβαίνουν δεν αιφνιδιάζουν). Το Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά παραμένει μια ταινία κοινωνικής καταγγελίας που αξίζει κάποιος να παρακολουθήσει, ενώ οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών παραμένουν το μεγάλο πλεονέκτημά της.