Μικρό σημείωμα για το “Θέριστρον”
30/03/2019Αν και η ποίηση, όπως και γενικότερα η τέχνη, κρίνεται απ’ το αισθητικό της αντίκρυσμα, στον εσώτατο αισθητικό της πυρήνα «αποτυπώνονται», ανεξαρτήτως μάλιστα προθέσεων, και άλλες μεγάλες «αλήθειες», πέραν των αισθητικών, για τον άνθρωπο και τη ζωή. Όσο, μάλιστα, υψώνεται και καταξιώνεται αισθητικά, τόσο περισσότερο «συλλειτουργούν» κι αυτές οι άλλες μεγάλες «αλήθειες». Κατά πως προκύπτουν απ’ τη «συνάντηση» της ποιητικής συνείδησης με τα βαθύτερα της κοινωνικής συνείδησης. Με υπέρβαση, στις υψηλές της στιγμές, κι αυτών ακόμη των ορίων της «ταξικής συνείδησης» των δημιουργών.
Πολλές τέτοιες σκέψεις συνόδευαν τον «διάλογό» μου με τον πυκνό ποιητικό λόγο της συλλογής Θέριστρον του Δημήτρη Κοσμόπουλου, με τις αισθητικές και τις πέραν αυτών, αλλά «δι’ αυτών», άλλες μεγάλες του «αλήθειες». Προπαντός τον συνόδευε η διαπίστωση πως αυτός ο ποιητικός λόγος, που δεν έχει ακόμη «εξαντλήσει» όλη την εσωτερική του δυναμική κι ούτε έχει φτάσει στην «κορύφωσή» του, συνιστά μια απ’ τις πιο υποσχετικές απόπειρες να βγει η ποίησή μας απ’ τη «μεγάλη παρένθεση» που άνοιξε μετά το δυσθεώρητο ύψος στο οποίο την έφτασε η τριαδική ποιητική μας θεότητα: Σεφέρης – Ελύτης – Ρίτσος.
Μια παρένθεση, εν πολλοίς, «ανακυκλώνουσα» την ποιητική μας «ύλη», παρ’ ότι δεν λείπουν, κάθε άλλο, οι νεότερες προικισμένες και φωτισμένες ποιητικές «φωνές». Που, όμως, ακόμα κι αν αναγνωστούν μεροληπτικά, δεν μπορούν να στηρίξουν την άποψη πως βγαίνουμε απ’ τη … βαριά σκιά της «τριαδικής ποιητικής θεότητας». Ή, έστω, πως ανοίγει πειστικά ο δρόμος για να βγούμε στη μετά των «παρένθεση» ποιητική εποχή. Κάτι που προφανώς και δεν είναι άσχετο και από την…εθνική παρένθεση, στην οποία η χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης (2010) έχει προσδώσει παρακμιακά χαρακτηριστικά.
Κι όπως για την έξοδο απ’ την παρακμιακή «εθνική παρένθεση» απαιτείται ρήξη με τη «λογική» της, έτσι και για την έξοδο απ’ την αποκληθείσα «ποιητική παρένθεση» απαιτείται υπέρβαση των αισθητικών της «όρων» και «ορίων». Κάτι που συντελείται με τον ποιητικό λόγο του Κοσμόπουλου σε τούτη την πολύ σημαντική του «συλλογή». Που, σίγουρα, αναδίδει άρωμα απ’ το ποιητικό μας «αύριο». Κι αυτό, με δεδομένη πάντοτε την δωρεά του, χάρη:
- Πρώτον, στον μαστορικό αισθητικό συγκερασμό, οπότε και στην υπέρβαση της όποιας «υπαρκτής» αντίθεσης, παραδοσιακής και μοντέρνας ποιητικής γραφής. Όπου, για παράδειγμα, η «επιστροφή» στη ρίμα είναι εξόχως απελευθερωτική και όχι εγκλωβιστική της ποιητικής ευαισθησίας και δυναμικής. Ή, όπου το Ριζίτικο (σελ.19) και της Πλάκας το γιοφύρι (σελ.81) δείχνουν την πολύ βαθιά και από τα μέσα σχέση με τη «δημοτική μούσα» και την αισθητική της μαγεία.
- Δεύτερον, στην πολύ βαθιά πολιτιστική του ιθαγένεια και στον μοναδικά πλούσιο ελληνογενή του λόγο. Που, αισθητικά απαυγασμένος, «φυτρώνει» απ’ το διϊστορικό πνευματικό «μαντέμι» του Ελληνισμού (αρχαίο, βυζαντινό και νεότερο). Ένα βαθιά ταυτοτικού χαρακτήρα «μαντέμι» για την ποίηση του Κοσμόπουλου και μαζί ένας κρίσιμος αναβαθμός στην εσωτερική της δυναμική προς τον πέραν της «παρένθεσης» ποιητικό μας ορίζοντα. Που η βαθιά ελληνικότητά της, με τα «άγια μύρα» της, ακριβώς λόγω της αισθητικά «διυλισμένης» αξιακής ουσίας της, όπως μάλιστα «συνομιλεί» και με τα εκτός δικών μας ορίων ποιητικά «ρεύματα», αναδεικνύει και την οικουμενική διάσταση της «κοσμολογίας» της.
Καθώς δυσκολεύομαι να «βγω» απ’ τον υπαρξιακό αισθητικό μετεωρισμό, στον οποίο περιάγει την ψυχή ο «επι-μνημόσυνος» και πιο πολύ ο «προ-θανάτιος», υπό το απειλητικά βιούμενο «φάσμα θανάτου», ποιητικός λόγος του Θέριστρου, ένας προσευχητικά υπαρξιακός και αισθητικά λυτρωτικός «λόγος». Όπως δυσκολεύομαι να εκλογικεύσω αυτόν τον υπαρξιακό αισθητικό μου «μετεωρισμό», όσο γίνεται να εκλογικευτεί μια τέτοια…άφατη αισθητική «δοκιμασία», θα αρκεστώ μόνο στο να τονίσω πως, με τις εμπνευσμένες στιγμές των πυκνών λυρικών του «κορυφώσεων», όπως, πολύ ενδεικτικά, στα ποιήματα: Ο αέρας των νεκρών, Ταχυδέηση, Δεηθώμεν, Δευτερόλεπτο, Άχρονο, Δέσμιον, Ώρα Τρίτη, Όρθρος, η Χειρ η αψαμένη και Ειρκτή, ο Κοσμόπουλος «μετασχηματίζει» αυτόν τον βαθύτατου πόνου θρηνητικό του «διάλογο» με τους νεκρούς φίλους του και τον θάνατο σε έναν υψηλής ποιητικότητας ύμνο στη ζωή. Και τον μετασχηματίζει: νικώντας, παρά την αναρώτησή του, «τον θάνατο με στίχους», αυτός ο «δεσμώτης σε ειρκτή φωτός». Σε ομόλογη αντιστοίχισή του στην υπέρτατη ουσία της προαιώνιας Ελληνικής και Ορθόδοξης παράδοσής μας, που θέλει τη ζωή, διά του θανάτου τον θάνατο πατώντας, αναστάσιμα νικήτρια.
Παρ’ ότι ισχύει πως η ποιητική ποιότητα κρίνεται στο χρόνο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις αυτός ο χρόνος…προ-οικονομείται αδιάψευστα. Με το Θέριστρον να ανήκει σ’ αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, τόσο ως προφανής ανελικτικός σταθμός στην ποιητική δημιουργία του ίδιου του Κοσμόπουλου όσο, πολύ περισσότερο, που είναι και το μείζον, και ως μια απ’ τις πιο δυνατές (τωρινές) ποιητικές μας «εκλάμψεις». Απ’ τις πολύ σηματοδοτικές, όπως έχω τονίσει, προς ένα νέο ποιητικό μας ορίζοντα.