Μόνο τα φτηνά αρώματα αξίζουν, κουμπάρα μου…
06/02/2022Ξεπερνάω πολύ σύντομα την ιστορία των αρωμάτων, η οποία είναι χιλιάδων ετών και γίνεται πλακατζίδικη με τους vromique Γάλλους του 1700, που έχτισαν τις εμβληματικές Βερσαλλίες χωρίς… χέστρες και που καταπολεμούσαν τη δυσοσμία, χρησιμοποιώντας ποικίλα αρώματα. Άρρενές τε και θήλεις, εννοείται! Όμως στην Κνωσό, στο θεραπευτήριο του Ιπποκράτη στην Κω, στην Νεμέα…, είχαν και ζεστό νερό στα λουτρά τους!
Οι μυρουδιές είναι στενά συνδεδεμένες με το είναι μας και αποθηκευμένες σε ειδικό χώρο της μνήμης με ιδιαίτερη ευαισθησία, ώστε η επίκλησή τους να διεγείρει καταρχήν τη μνήμη, αλλά και τη φαντασία. Ένας στιγμιαίος αρωματικός ερεθισμός μπορεί να πυροδοτήσει ένα μεγάλο παλαιότερο βίωμα.
Το πρώτο άρωμα ήταν το λιβάνι, το οποίο επινοήθηκε στη Μεσοποταμία 2.000 χρόνια π.Χ. από μία γυναίκα, την Etruscan. Υπάρχει σήμερα άρωμα με το όνομά της και με τιμή 110 ευρώ! Οι Έλληνες, πάντως, έφτιαξαν πρώτοι τα υγρά αρώματα! Ένυλον: Οι Σωκράτης, Σοφοκλής, Σόλων, Λυκούργος, κυνηγούσαν τα αρώματα, ενώ ο αριστοκράτης Τέλης Αριστοτέλης σφύριζε στη Στοά: «χαμαιεύναι και ανιπτόποδες».
Στα αρχαία χρόνια είχαμε εργαστήρια παρασκευής αρωμάτων και αρωματικών αλοιφών (τα μυρεψεία). Τεκμήρια έχουν βρεθεί στα ανάκτορα της Ζάκρου, στην οικία των Σφιγγών στις Μυκήνες, στα ανάκτορα της Πύλου και αλλού. Επειδή η απόσταξη δεν ήταν γνωστή στην αρχαιότητα, έφτιαχναν τα αρώματα με μηχανικούς τρόπους και με βρασμό! Τα μύρα είναι συνδεδεμένα και με τελετουργίες διαφόρων θρησκειών. Στα ημέτερα εδάφη, έχουμε το «Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα» και μάλιστα πουρνό-πουρνό ελθούσαι.
Δεν υπάρχει πιο σπαρταριστή συζήτηση και σας συνιστώ να γίνετε εκούσιος ωτακουστής (απευθύνομαι περισσότερο σε άνδρες μερακλήδες και όχι “δεκαρολόγους”), λέω ωτακουστής, μιας συζήτησης μεταξύ πωλήτριας αρωματοπωλείου και πελάτισσας αναποφάσιστης! Θα γελάσετε φαρδιά, με τα επιχειρήματα που επινοεί η πωλήτρια, για να της πουλήσει ακριβότερο άρωμα.
Και ενώ βλέπει για πρώτη φορά την πελάτισσα, της λέει ότι της ταιριάζει πολύ “αυτό” και συχνά την πείθει. Κι αν η άλλη ανθίσταται, τότε η πωλήτρια επιστρατεύει ένα επιχείρημα “γροθιά” και την αφοπλίζει πάραυτα: «Αυτό το άρωμα, εκτός του ότι ταιριάζει με την προσωπικότητά σας, θα είναι σα να βάζετε την υπογραφή σας για το ποια είστε»! (Τι τα θέλετε, καρντάσια… Μόνο τα δειλά πνεύματα αποδέχονται τη μοίρα τους!)
Πρόσωπα και αρώματα!
Κάποια φορά μου πρότεινε μία καλή μου φίλη, να τη συνοδέψω σε δεξίωση. (Τίποτα ιδιαίτερο μεταξύ μας, επάγγελμα παραγωγός αυτή). Δέχτηκα, γιατί κάτι τέτοια πολύ τα διασκεδάζω! Η φίλη μου ήταν εξπέρ, στη μόδα και στην τιμή της μόδας, εν ταυτώ και στην …ατιμία της! Μπορούσε μ’ ένα γρήγορο βλέμμα να σκανάρει έναν άντρα ή μία γυναίκα και να πει με ακρίβεια πόσο κόστιζαν ρούχα, τσάντα και παπούτσια! Πήραμε από ένα ποτό, μ’ έπιασε αγκαζέ και τριγυρνούσαμε στο βουητό. Δεν γνώριζα προσωπικά κανένα άτομο, ενώ αυτή ήξερε αρκετά.
Σε λίγο, μπουκάρανε στις ρινικές μας κόγχες διάσημα αρώματα, ο “μέσος όρος” των οποίων δημιουργούσε μια ανυπόφορη και κυρίως απρόσωπη ατμόσφαιρα! Να μερικά παραδείγματα “φορέων”: Μία νεάζουσα 45άρα, πολύ γνωστή ηθοποιός και όχι πάνω από 1.500 ευρώ τα τσαμασίρια που φορούσε! Την πλησιάσαμε, τάχαμου αδιάφορα, συζητώντας μεταξύ μας, η φίλη μου πήρε βαθιά αναπνοή και μου είπε: «Armani Privé Rouge Malachite».
Mία 55άρα υπουργίνα και περίπου 4.500-5.000 τα τσαμασίρια της. Η φίλη μου, αμέσως σάρκασε: «Αν ήρθαν αφορολόγητα, ούτε ενάμιση χιλιάρικο και το άρωμα Clive Christian»! Μια κουρασμένη 60αρα, πασίγνωστη επιχειρηματίας με απροσδιόριστης τιμής τσαμασίρια (10-15.000 ευρωπούλια) έφερε άρωμα βαθυστόχαστο, τρομάρα της: «Baccarat Les larmes Sacrées de Thebes, με τιμή σχεδόν σαν τα σκουτιά της»! Τώρα, ποιος θα καταλάβαινε τι άρωμα ήταν, ε, αυτό δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό της!
Αναφέρω άλλη μία περίπτωση και τέλος, για να μη σας κουράζω με αυτά τα χαζά, ώστε να περάσουμε στο ψητό, που άρχισε να ροδίζει… Μία ευειδής τριανταπεντάρα τηλε-παρουσιάστρια και αξίας τσαμασιρίων 2-3.000, σκορπούσε στα πέριξ, το άρωμα Tobacco Mandarin, κάνοντας σπαστικές τηλεοπτικές κινήσεις! Στα “Πέριξ” του Τσιτσάνη, όμως, η ατμόσφαιρα μύριζε θεσπέσια, αφού ήταν αφγανικό χασίσι μαύρο, περσικό τουμπεκί, αλλά και μυρωδάτα καρβουνάκια από λεμονιά στον αργιλέ!
Το συμπέρασμα απ’ αυτά τα ζωντανά παραδείγματα, είναι ότι οι συγκεκριμένες γυναίκες ΔΕΝ “ανέδειξαν” καθόλου, τα αρώματα που κουβαλούσαν. Αντιθέτως, ήταν τα αρώματα (τα πανάκριβα…) που τις ανέδειξαν λιγουλάκι! Αυτό λοιπόν με ενοχλεί ιδιαίτερα, γιατί το άρωμα και το ρούχο της μόδας, καταπλακώνουν την προσωπικότητα του ατόμου που τα φοράει και τελικά αναδεικνύονται αυτά ο κυρίαρχος. Εγώ θα προτιμούσα να είναι το αντίθετο.
Δηλαδή, το άτομο που φοράει “κάτι”, να δίνει με την (οποιαδήποτε) προσωπικότητά του, αξία στο “κάτι”. Θα με ρωτήσει όμως κάποιος, γίνονται ρε συ αυτά τα πράγματα; Και θ’ απαντήσω, γίνονται και παραγίνονται, υπάρχουν γύρω μας, αλλά οι περισσότεροι είμαστε επιλεκτικής οράσεως και δεν τα προσέχουμε. Άλλωστε, για αυτό το λόγο έγραψα ετούτο το κείμενο…
Πάμε λοιπόν να σας εκθέσω τρεις αντίστοιχες, με τις προηγούμενες, περιπτώσεις, αλλά από την ανάποδη! Και στη φτήνια, ε;
Μυρουδιές από νεραντζιά, γιουβέτσι και πατσουλί…
Μία ανοιξιάτικη Κυριακή πρωί, ανηφόριζα ένα δρόμο στα Πατήσια πηγαίνοντας σε κάποιο σπίτι που ήμουν καλεσμένος για γεύμα. Ο δρόμος είχε ανθισμένες νεραντζιές που πρόσφεραν, προκλητικά θα έλεγα, το διεγερτικό άρωμά τους. Και κάποια στιγμή συνέβη μία απίστευτη συγκυρία, διαρκείας ούτε 20 δευτερολέπτων, λες και την είχε σκηνοθετήσει ο λεπτολόγος Πολάνσκι στον “Ένοικο” (1976)!
Αντίθετα από μένα, περπατούσε σαν βρατσέρα, μία λαϊκιά (στο ντύσιμο) καλλονή, η οποία σταμάτησε μπροστά μου και με ρώτησε για κάποιο δρόμο, τον οποίον δεν γνώριζα και ευχαριστώντας με, συνέχισε. Όμως άφησε διάχυτο το άρωμα της το οποίο ήταν πατσουλί (από το φυτό Tamil pacculi), πέντε(;) ευρώ το μπουκαλάκι, το οποίο κατάφερε να μου αποδυναμώσει το άρωμα από τις νεραντζιές.
Δεν είχα ξεκινήσει ακόμα και αντιλήφθηκα ότι εκεί μπροστά μου, από το ισόγειο μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας ένα μέτρο από το έδαφος, ερχόταν μία άλλη μυρουδιά και αυτή ήταν από αρνάκι γιουβέτσι (και γαμώ τη βαρβατίλα)! Ταυτόχρονα, στ’ αυτιά μου έφτανε η φωνή της Πίτσας που ικέτευε «Γκρέμιστα, γκρέμιστα όλα πια, γκρέμιστα, γκρέμιστα σκληρή καρδιά»! Σαν να πούμε, κουλτουριάρικα, «Μικρή σονάτα για άνθη νεραντζιάς, πατσουλί και αρνάκι στο φούρνο, με συνοδεία κατεδάφισης». Το πατσουλί έσκισε τελικά, γιατί το φορούσε μία γυναίκα με βαρύτητα, η οποία του έδωσε προσωπικότητα. Κι αν φορούσε κανά πανάκριβο (χ)armani, η σούπα της ιστορίας θα έκοβε και δε θα είχε ενδιαφέρον!
“Υπνωτικό δηλητήριο” σε πέτσινο φόντο
Γιόρταζε κάποιος φίλος μου και το σπίτι του ήταν σε μία γειτονιά με σοκάκια. Mου είχε πει, μόλις φτάσω να τηλεφωνήσω για να μου ανοίξει, επειδή το θυροτηλέφωνο ήταν χαλασμένο και η πόρτα της πολυκατοικίας κλειδωμένη. Κάτι συνέβαινε με το κινητό μου και δεν μπορούσα να έχω επαφή, οπότε είδα ένα ψιλικατζίδικο και πήγα να τον πάρω στο σταθερό. Ήταν ένα ψιλικατζίδικο όχι μεγαλύτερο από 3Χ3, τίγκα στα ράφια. Μόλις μπήκα ένιωσα αμέσως άσχημες μυρωδιές, αφού λόγω χειμώνα η πόρτα ήταν κλειστή και άνοιγε όταν έμπαινε ή έβγαινε κάποιος πελάτης. Άσχημες μυρωδιές, λοιπόν, και σίγουρα ο ψιλικατζής είχε φάει φασολάδα μοναστηριακή, βρασμένη με το νερό απ’ το μούσκεμα, ήγουν επική δυσωδία χοιροτροφείου!
Το τηλέφωνο ήταν κατειλημμένο, οπότε περίμενα. Στη διάρκεια της αναμονής, μπήκε ένα νεαρό λαϊκό κορίτσι, ούτε 25 ετών, ντυμένο με μαύρη πέτσινη φούστα και πέτσινο μπουφάν, κολλητό μουσταρδί μπλουζάκι, αφράτη το δέμας, εστία χαρίτων, πλουσίων αρρήτων, η κεφαλή πλήττων και είθε εν τέλει να ήτο αχίτων! Ζήτησε τσιγάρα με σεμνότητα από τη μία και άνεση τουλάχιστον πριγκίπισσας από την άλλη. Αμέσως, με την είσοδό της, οι οσμές από ιδρώτα, κλεισούρα, αποτσίγαρα και φασολάδα εξαφανίστηκαν!
Κι αυτό, γιατί τις ισοπέδωσε το πάμφθηνο άρωμα (επτά ευρώ;) που φορούσε, τύπου “υπνωτικό δηλητήριο”, το οποίο τελικά αναδείχθηκε σε άρωμα των αρωμάτων και εκείνη τη στιγμή δεν συγκρινόταν με καμία μάρκα του κόσμου! Απόλαυσα όλη την τελετουργία κι όταν έφυγε η λαϊκή θεά αφήνοντάς μας ενθύμιο το χερουβικό άρωμά της, έκανα το τηλεφώνημα, πήγα στη γιορτή του φίλου μου, επέβαλα… άμεση σιωπή και τους διηγήθηκα το συμβάν, με επιφωνήματα από τα θηλυκά!
Ταξιδεμένια μάτια και “Opium YSL” made in Egaleo…
Στην Ελλάδα έχουμε ακόμα πάρα πολλούς ανθρώπους οι οποίοι είναι παντελώς άσχετοι από την νέα τεχνολογία και δεν αποκλείεται το ποσοστό τους να φτάνει αυτό των ανεμβολίαστων…σαναλέμε! Έτσι, λοιπόν, ένας καλός παλιόφιλος, καταχωνιασμένος τώρα σε μία επαρχιακή πόλη της συφοράς, μου ζήτησε μερικά CD με ρεμπέτικα, με την παράκληση να τα στείλω με το λεωφορείο που κάνει το δρομολόγιο από Αθήνα στην πόλη του και να τα παραλάβει, γιατί έτσι τον βόλευε. Σπάνια υπακούω σε “καθυστερημένους” τεμπέληδες, αλλά το έκανα.
Πήγα στο μεγάλο σταθμό λεωφορείων, στον Κηφισό, τον διέσχισα, βρήκα το σχετικό πρακτορείο και άφησα το πακέτο. Φεύγοντας πήγα σ’ ένα μπαρ εκεί, για να πάρω ένα νεράκι. Οι οσμές στην ατμόσφαιρα, ήταν μία συμφωνία για “σόλο” καυσαέριο, με αντίστιξη από καλοκαιρινό ιδρώτα, μπόχα τσιγάρων, τσίκνα σουβλακίων και απροσδιόριστη υγρή μούχλα μασχάλης! Πήρα το νερό και βγαίνοντας ένιωσα ξαφνικά πως μπήκα σε μία …όαση, αφού όλα τα σκέπασε, τουλάχιστον για την ημέτερη ρίνα, κάποιο πολύ φτηνό άρωμα!
Θα το ονομάσω, (έτσι για λόγους λεπτότητος και δημοσιογραφικής δεοντολογίας), μία μαϊμού του Opium YSL, με κόστος μόλις 3,5 ευρώπουλα καημένα κι ας είστε λερωμένα – ο Σόιμπλε σας μάρανε και όλο του το σόι! Το φορούσε κάποια συμπαθής τριαντάρα, η οποία κρατούσε ένα τροχήλατο βαλιτσάκι και την τσάντα της, περίμενε δε υπομονετικά να φανεί το λεωφορείο, να γεμίσει και να φύγει για την επαρχία. Με εντυπωσίασε, ως σύνολο, στάθηκα, άνοιξα το νερό και την απολάμβανα διακριτικά μέσα από τα γυαλιά του ηλίου.
Ήταν καλοσμιλεμένο κομμάτι, με αυτοπεποίθηση και σοβαρότητα, ελκυστική γυναίκεια αφέλεια, ταξιδεμένα μάτια και έλλειψη νευρικότητας, από την οποία διακατέχονταν φανερά οι λοιποί επίδοξοι συνταξιδιώτες της! Απόλαυσα, όμως, άλλη μία φορά τι σημαίνει, ένα άτομο να φοράει “κάτι” και όχι το “κάτι” να φοράει το άτομο, το οποίο συχνά επαίρεται για τα χρήματα που ξόδεψε για την εμφάνισή του! Τη χάζεψα κάνα πεντάλεπτο, που εμένα μου φάνηκε σαν παραδείσιος αιώνας και έφυγα γρήγορα, χωρίς να νιώσω καμία άλλη μυρουδιά, εκτός από το δικό της “όπιο”, μέσα στο θλιβερό αυτό σταθμό της …απώλειας!
Κλείνω με το “Το άρωμα”, ένα παραδοσιακό από την Λέρο.