Μόνος εναντίον όλων ο Όργουελ
17/10/2023Τέτοιες μέρες τον Οκτώβρη του 1949 μέσα σε έναν θλιβερό θάλαμο νοσοκομείου, στα τελευταία στάδια της φυματίωσης, ο σχεδόν ετοιμοθάνατος Τζορτζ Όργουελ, αυτός ο απόλυτος sui generis συγγραφέας που προκαλούσε την ζωή από παιδί και μέχρι τέλους, παντρευόταν μια ιδιαίτερα ελκυστική γυναίκα. Είχε ήδη κάνει προτάσεις γάμου σε άλλες τρεις, αλλά είχε απορριφθεί. Φλεγόταν δε από επιθυμία να παντρευτεί, γιατί είχε χηρέψει σχετικά πρόσφατα και χρειαζόταν ο ίδιος ως φυματικός μια νοσοκόμα πλέον, αλλά και ο υιοθετημένος γιος του, ίσως μια μητριά. Μόνον η 30άρα Σόνια Μπράουνελ, γραμματέας ενός άλλου συγγραφέα, δέχτηκε να τον παντρευτεί.
Σκαλίσαμε τη ζωή του γιατί έπεσε στα χέρια μας μια πολύ καλή εκδοτική δουλειά, η βιογραφία του σε σκίτσα ή γκράφικ νόβελ (γραφιστικό μυθιστόρημα το λένε πολλοί γιατί θεωρούν ότι ο όρος κόμικς είναι υποτιμητικός), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας σε μετάφραση από τα γαλλικά. Στις 150 σελίδες του βιβλίου τόσο ο συγγραφέας όσο και οι εξαιρετικοί καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν αποδίδουν τις πιο σημαντικές στιγμές στην παράδοξη ζωή αυτού του εμπνευσμένου συγγραφέα. Ενός ανθρώπου που προέβλεψε απίστευτες καταστάσεις και που όμως, όταν ολοκλήρωσε το “1984”, είπε με τον συνήθη αυτοοικτιρμό του, «μπα, αποκλείεται να πουλήσει».
Η εικονογραφημένη ζωή του τον παρακολουθεί από την εποχή που λεγόταν Eric Arthur Blair μέχρι τέλους. Ο συγγραφέας του κειμένου Πιερ Κριστέν και ο εικονογράφος Σεμπαστιέν Βερντιέ στηρίχθηκαν στην βιογραφία που έγραψε ο Bernardh Crick, στα “Diaries” του ίδιου του Όργουελ και σε άρθρα μεγάλων βρετανικών και αμερικανικών εφημερίδων.Όπως σημειώνει ο Κριστιέν, για τις ανάγκες της γκράφικ νόβελ υποχρεώθηκε να παραλείψει κάποιες περιόδους και να οργανώσει θεματικά ενότητες, αλλά και να δημιουργήσει διαλόγους, καθώς και να δώσει έμφαση στις πιο εικονοποιήσιμες στιγμές. Για να μην παραφράσει τα κείμενα του Όργουελ, τα έβαλε σε μορφή δακτυλογραφημένου κειμένου. Συμμετείχαν οι σχεδιαστές κόμικς Andre Juillard, Olivier Balez, Manu Lancenet, Blutch, Juanjo Guarnido και Enki Bilal.
Το “φτωχαδάκι”
Ξεκινά από την Ινδία όπου γεννήθηκε, καθώς ο πατέρας του δούλευε ως επόπτης σε βρετανική επιχείρηση παραγωγής οπίου. Βρέφος ακόμη βρέθηκε με την μητέρα του για την Αγγλία. Ξανάδε τον πατέρα του μόνο μια φορά για λίγες εβδομάδες όταν είναι τεσσάρων ετών και ουσιαστικά θα τον γνώριζε λίγο, όταν πια ήταν εννέα ετών. Όμως είχε ήδη γραφτεί εσωτερικός σε σχολείο και έτσι στην ουσία δεν τον γνώρισε ποτέ.
Στο σχολείο αυτό, τον Άγιο Κυπριανό, εισήχθη με υποτροφία και τον αντιμετώπιζαν υποτιμητικά ή πάντως έτσι αισθανόταν ο ίδιος. Έλεγε ότι τους πλούσιους μαθητές τους επέπλητταν λεκτικά, ενώ εκείνον τον έδερναν με βέργα. Οι δάσκαλοί του, αλλά και οι συμμαθητές του απεναντίας τον περιγράφουν ως ένα παιδί που είχε αντιρρήσεις σε όλα, έκανε φάρσες και του άρεσε να προκαλεί. Κάποια στιγμή μπήκε στο Πανεπιστήμιο, αλλά η ακαδημαϊκή καριέρα που τόσο πολύ ήθελαν οι συγγενείς του για εκείνον, δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του. Επειδή όμως έπρεπε να βιοπορίζεται, πήγε στη Βιρμανία ως αστυνομικός.
Όταν δεν άντεξε άλλο στη Βιρμανία, όπου έμεινε πέντε χρόνια κοντά στο σπίτι μιας γιαγιάς που είχε από το σόι του πατέρα του, γύρισε στην Ευρώπη και έκανε τον λαντζιέρη στο Παρίσι. Όταν δεν έκανε λάντζα, παρέδιδε ιδιαίτερα. Δούλευε και σε βιβλιοπωλεία κατά καιρούς. Εν τω μεταξύ έγραφε και στην ουσία εισήγαγε το ρεπορτάζ δρόμου με “μεταμφίεση” και ενσωμάτωση σε άτυχες ομάδες, όπως των αστέγων και γενικά των περιθωριακών αλλά εν γένει των μη προνομιούχων. Προσπάθησε να τον κλείσουν φυλακή ως μεθυσμένο επειδή ήθελε να γράψει ρεπορτάζ με τίτλο “Χριστούγεννα στη φυλακή”, όμως τον κράτησαν μόνο για τρεις μέρες. Έτρωγε σε συσσίτια και καθώς ήταν πια σοσιαλιστής, είχε πάθος με τον κόσμο της εργατιάς, Αυτά τα αποτύπωσε στα βιβλία του, αλλά και στη δημοσιογραφία που ήταν από μια στιγμή και πέρα το κύριο επάγγελμά του. Όμως μέχρι να μπορέσει να ζήσει από τα γραφτά του πέρασε πολύς καιρός. Άλλες δουλειές του ποδαριού τις έκανε για την εμπειρία και άλλες καθαρά από ανάγκη. Είχε και ψευδώνυμο όταν έκανε τον άστεγο. Στην ουσία ζούσε πάντα δυο-τρεις παράλληλες ζωές, η μία με το ψευδώνυμο Όργουελ, η άλλη του Μπλερ με την οποία γεννήθηκε και η άλλη με τα ψευδώνυμα των ρεπορτάζ ή των βιβλίων, τα οποία δεν υπέγραφε εξαρχής ως Όργουελ.Τα πολλά πρόσωπα
Όμως σε όλες τις ζωές του ήταν γυναικάς και άγνωστο γιατί, πίστευε ότι δεν άρεσε στο αντίθετο φύλο, παρότι ήταν γοητευτικός. Σε όλες τις περσόνες του παρέμενε πνεύμα αντιλογίας και ριζοσπαστικός, δεν αισθανόταν ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση ποτέ, υποτιμούσε συχνά την δουλειά του και την εμφάνισή του, πιστεύοντας ότι τον υποτιμούσαν και οι άλλοι. Τα ψευδώνυμα τα είχε υιοθετήσει ίσως για τον εαυτό του και τις αλληλοσυγκρουόμενες όψεις του, αλλά οι φίλοι του πιστεύουν ότι τα ήθελε για να μην προκαλεί αμηχανία στη συντηρητική οικογένειά του.
Άλλοι θεωρούν ότι με κάθε ψευδώνυμο έψαχνε μια περσόνα που θα ήταν επιτέλους αρεστή, όμως διαρκώς έκανε κάτι για να μην είναι αρεστός. Έθιγε ή προσέβαλε καμιά φορά ακόμα και τους φίλους του με μια “τρομερή ειλικρίνεια”, λες και ακόμα κι όταν η ζωή του πήγαινε καλά, εκείνος έπρεπε να τραβήξει πάλι το σκοινί και να το τεντώσει όσο παίρνει κι ακόμα παραπάνω. Αισθανόταν πολύ συχνά αδικημένος, σε έναν ακήρυχτο πόλεμο με τη ζωή.
Αγάπησε τις μοτοσικλέτες και δεν έδινε καμία σημασία στις καιρικές συνθήκες. Πούντιασε και χρειάστηκε να νοσηλευθεί με πνευμονία. Ίσως τότε και να προσβλήθηκε από φυματίωση, το 1934. Εκείνη την εποχή γνώρισε την πρώτη σύζυγό του, την ψυχολόγο Eileen O’Shaughnessy, που την παντρεύτηκε το 1936. Μόλις τέσσερεις μήνες μετά το γάμο αποφάσισε να πάει να πολεμήσει στην Ισπανία, γιατί ανησυχούσε με τον Φράνκο που υποστηριζόταν από τη ναζιστική Γερμανία και την φασιστική Ιταλία. Λίγους μήνες μετά πήγε στην Ισπανία και η σύζυγός του.
Ο αντισταλινισμός
Στην Καταλονία ξαφνικά όμως βρέθηκαν όλοι οι κομμουνιστές κυνηγημένοι από τους δικούς τους, που τους παρέδιδαν και σε φασίστες, επειδή ο Στάλιν έκρινε ότι η ΕΣΣΔ έπρεπε να κρατήσει ισορροπίες με το Φράνκο και τον Χίτλερ. Μαζί με τη γυναίκα του ουσιαστικά το έσκασαν από την Ισπανία για να γλιτώσουν τη σύλληψη ως “προδότες τροτσκιστές”. Εκεί πάντως έφαγε και μια σφαίρα στο λαιμό, που ίσως έπαιξε κι αυτή το ρόλο της, μαζί με τις κακουχίες του πολέμου, στην επιδείνωση τη υγείας του.
Η εμπειρία του από την στάση των φιλοσοβιετικών του γέννησε μία εχθρότητα για την ΕΣΣΔ, παρότι παρέμεινε σοσιαλιστής. Το 1938 εισήχθη για πρώτη φορά σε σανατόριο και στην γκράφικ νόβελ τον βλέπουμε να ζητάει στα κλεφτά τσιγάρα από τις νοσοκόμες. Εν συνεχεία έφυγε με τη γυναίκα του για το Μαρόκο, όπου το κλίμα αναμενόταν να βοηθήσει τα πνευμόνια του.
Στον Β Παγκόσμιο ήθελε να συμμετάσχει ενεργά, αλλά καμία στρατιωτική υπηρεσία δεν τον δεχόταν λόγω της φυματίωσης. Σαν να μην έφτανε αυτό, το 1944 μια από τις γερμανικές βόμβες πέτυχε και το δικό του σπίτι. Τον είδαν να ψάχνει σαν τρελός στα συντρίμμια κάτι – ήταν τα χειρόγραφα της “Φάρμας των Ζώων”, που τελικά εκδόθηκε το 1945. Δεν μάθαμε τελικά πώς έτυχε να λείπουν όλοι από το σπίτι κατά τον βομβαρδισμό του ’44, καθώς αυτός σημειώθηκε λίγες μέρες μετά την υιοθεσία του νεογέννητου Οράτιου. Η υιοθεσία αποφασίστηκε γιατί η Αϊλιν είχε σοβαρά γυναικολογικά προβλήματα ήδη από το 1940, αλλά και ο ΄Οργουελ ήταν ίσως στείρος.
Όταν ένα χρόνο μετά η Αϊλίν, με κατάθλιψη, βαριά αναιμία και αιμορραγίες πεθαίνει στο χειρουργικό τραπέζι, ο Όργουελ μέσα σε δύο μήνες αρχίζει τις προτάσεις γάμου. Κάνει πρόταση γάμου ακόμα και σε μια γυναίκα που απλώς έμενε στην ίδια πολυκατοικία με αυτόν. Τον βοηθούσε επικουρικά έως τότε η αδελφή του Αβρίλ και εν συνεχεία ως οικονόμος και νταντά μια φίλη, όμως η σχέση της με την αδελφή του Αβρίλ δεν είναι καθόλου καλή: η Αβρίλ αισθάνεται σχεδόν μάνα του Οράτιου.
Το τέλος
Αν και το 1946 έχει πια σταθερή δουλειά, εξακολουθεί να μην είναι πλούσιος. Δουλεύει στο Λονδίνο και εκεί στα κρύα, αναγκάζεται για ζεστασιά να κάψει όχι μόνον τα έπιπλα, αλλά και παιχνίδια του παιδιού του. Η “Φάρμα των Ζώων” δεν έχει τύχει ενθουσιώδους υποδοχής και δουλεύει εντατικά πάνω στο “1984”. Από το 1947 αρχίζει να αρρωσταίνει όλο και συχνότερα. Λένε ότι «τον σκότωσε το “1984”» επειδή το δούλεψε με πολύ πάθος, ξενύχτια, τσιγάρα και υπό κακές συνθήκες, στα κρύα και πάντα με την ψευδαίσθηση ότι δεν είναι θνητός.
Μπαινοβγαίνει πλέον στα νοσοκομεία. Το “1984” κυκλοφορεί και πάει πολύ καλά το καλοκαίρι του 1949, όμως πια είναι αργά. Ο Όργουελ το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς μπαίνει για τελευταία φορά στο νοσοκομείο, μα δεν το ξέρει. Εκεί παντρεύεται ελπίζοντας ότι θα ζήσει κι άλλο, επειδή την είχε “σκαπουλάρει” πολλές φορές. Όλοι οι φίλοι που τον επισκέπτονταν στο νοσοκομείο ήταν βέβαιοι ότι δεν θα την γλίτωνε, αλλά εκείνος διόλου.
Σχεδίαζε νέα βιβλία και ένα ταξίδι στις Άλπεις που έχουν καθαρό αέρα, όπου θα συνέχιζε την συγγραφή όπως πάντα. Μόνο 46 χρονών ήταν. Είχε γλιτώσει από μια σφαίρα στο λαιμό στον πόλεμο στην Ισπανία, είχε ανατιναχτεί το σπίτι του στο Λονδίνο από τους Γερμανούς και είχε την τύχη να μην είναι μέσα, είχε εισαχθεί άλλες τέσσερις φορές σε σανατόρια όπου τον είχαν ξεγραμμένο κι όμως είχε πάρει εξιτήριο. Σχεδόν 20 χρόνια τη γλίτωνε. Εξάλλου έβγαιναν νέα φάρμακα.
Έβαλαν οι φίλοι του μέσον στο υπουργείο Υγείας για να φέρουν την μόλις ανακαλυφθείσα στρεπτομυκίνη από τις ΗΠΑ και πλήρωσαν πανάκριβα την εισαγωγή της. Εντούτοις ήταν άτυχος και παρουσίασε τρομερές παρενέργειες. «Δεν μπορεί, θα βρεθεί κάτι άλλο», σκεφτόταν. Όταν προς το τέλος κατάλαβε και εκείνος ότι δεν είχε πολύ χρόνο πια, η έκφρασή του έδειχνε πλέον οργή, λένε οι φίλοι του. Το ότι θα πέθαινε, τον είχε θυμώσει.
Η χήρα Όργουελ
Στο νεκροκρέβατο είχε γίνει για πρώτη φορά σχετικά εύπορος από τις πωλήσεις του “1984”. Τρεις μέρες πριν πεθάνει, στη διαθήκη του άφηνε τη διαχείριση των γραπτών του στην μέλλουσα χήρα και όλα τα λεφτά και την ασφάλεια ζωής στο γιο του. Τότε πάντως κανένας δεν περίμενε ότι τα βιβλία του θα μεταφράζονταν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, αφού η “Φάρμα των Ζώων”, κυρίως για πολιτικούς λόγους, δεν είχε πάει καλά.
Το παιδί έμεινε τελικά με την αδελφή του Όργουελ και μοιάζει να ήταν καταδικασμένο στην ορφάνια, αφού υιοθετήθηκε από ορφανοτροφείο νεογέννητο από τους Όργουελ, έχασε τη θετή μάνα του όταν ήταν ενός έτους και τον πατέρα του στα 6. Η Σόνια Μπράουνελ ξαναπαντρεύτηκε και ασχολήθηκε με το ίδρυμα Όργουελ και με διάφορους έρωτες. Κανείς δεν είναι βέβαιος για ποιο λόγο ο Όργουελ την παντρεύτηκε τόσο βιαστικά, αφου ήλπιζε ότι θα ζήσει. Όμως σάμπως τον αποκρυπτογράφησε και κανείς; Ο ίδιος είχε ζητήσει να μη γραφτεί ποτέ βιογραφία του, και η χήρα του όσο ζούσε (μέχρι το 1980) έδωσε πολλές μάχες για να αποτρέψει τη συγγραφή τους.
Τελικά γράφτηκαν πολλές βιογραφίες. Γράφτηκαν βιβλία ακόμα και για την πρώτη σύζυγο. Ο θετός γιος του, είναι σήμερα ένας ηλικιωμένος άνδρας που ασχολείται με το αρχείο του Όργουελ. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξή του, θλιβερά έδειξε μόνον ένα ρολόι, ως το μοναδικό αντικείμενο που ανήκε στον πατέρα του –μάλιστα, ακόμα κι αυτό, του το έδωσε η Σόνια. Η χήρα πέθανε πάμπτωχη –όχι τόσο από σπατάλες, όσο από κακοδιαχείριση αλλά και επειδή είχε εμπιστευθεί έναν απατεώνα λογιστή.
Η Σόνια μάλλον ήλπιζε να θεωρείται στο μέλλον η μούσα του Όργουελ, κάτι που ο θάνατός του δεν επέτρεψε να γίνει πραγματικότητα. Μπορεί και απλά να ήθελε να του κάνει ένα χατίρι μια που έβλεπε ότι θα πεθάνει πολύ γρήγορα. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα θησαύριζε από τα βιβλία του. Η “Φάρμα των Ζώων” άρχισε στην ουσία να πουλάει πολύ αργότερα, γιατί το 1945 που πρωτοκυκλοφόρησε οι Δυτικοί δεν είχαν εναγκαλισθεί τον Ψυχρό Πόλεμο και δεν ήθελαν κριτική της ΕΣΣΔ.
Παρότι η Σόνια τσακωνόταν με όλους για να τον φροντίζει ως αποκλειστική νοσοκόμα, τη νύχτα που πέθανε ο Όργουελ από εσωτερική αιμορραγία, έλειπε σε ένα πάρτι. Της τηλεφώνησαν εκεί ότι ο Όργουελ ήταν νεκρός. Και δυο μέρες πριν, όταν τον επισκέφθηκε ένα αναρχικός ποιητής φίλος του, ο Paul Potts, για να του πάει το αγαπημένο του τσάι, μόνο του τον βρήκε. Και καθώς ο Όργουελ κοιμόταν εξουθενωμένος και η όψη του είχε ήδη κάτι νεκρικό, ο Potts άφησε το τσάι δίπλα στην πόρτα και έφυγε διακριτικά.
Ο υιοθετημένος γιος
Ο υιοθετημένος γιος ήταν μόλις έξι ετών τότε. Ήταν εξοικειωμένος κυρίως με την θεία του, την Αβρίλ. Ακόμα και όταν ο πατέρας του ζούσε, στην ουσία ήταν πολύ συχνά μακριά του για δουλειές, όπως και όταν ζούσε η θετή μητέρα. Μάλιστα όταν η Αϊλίν υπέφερε από μητρορραγίες και είχε οικονομικά προβλήματα, ο Όργουελ έλειπε στη Γαλλία ως πολεμικός ανταποκριτής. Ήταν αναίσθητος ως σύζυγος και πατέρας; Όχι. Σίγουρα στην απουσία του είχε παίξει ρόλο το πάθος του να συμμετέχει όσο μπορούσε στον αντιναζιστικό αγώνα, αλλά οι Όργουελ ή Μπλερ, ήταν στην ουσία φτωχοί και είχαν ανάγκη από “έναν μισθό να τρέχει”.
Εκείνη ήδη από το 1941 δεν μπορούσε πια να δουλέψει λόγω των γυναικολογικών προβλημάτων της και έμενε όλο και πιο συχνά με το παιδί σε συγγενείς της. Οι περισσότεροι την συμβούλευαν να μη χειρουργηθεί. Η Αϊλίν όμως λογάριασε το μεγάλο κόστος της αρρώστιας της αλλά και την κακή ποιότητα ζωής της και πήρε ίσως βεβιασμένα μια απόφαση που άφησε τον Οράτιο πάλι ορφανό.
Πέθανε την άνοιξη του 1945 στο χειρουργείο και ο Όργουελ γύρισε στην Αγγλία δύο μέρες μετά. Ο πόλεμος έληξε ένα μήνα αργότερα. Όταν τα επόμενα χρόνια μπαινόβγαινε ο ίδιος στα σανατόρια για μήνες, το παιδί έμενε με τους συγγενείς του. Ο θετός γιος έμαθε ότι τελικά ο πατέρας του πέθανε από τις ειδήσεις των 8μ.μ. του BBC και θυμάται ότι όλοι στο σπίτι έπαθαν σοκ. Πάντως ο Όργουελ είχε την έγνοια του μικρού και δεν ήθελε να τον πλησιάζει στο νοσοκομείο για να μην κολλήσει κι αυτό φυματίωση. Ο Όργουελ πέθανε στα 46 του χρόνια το Γενάρη του 1950.