Μουσικοί του ΄80: Κατηφορίζοντας στο Παγκράτι
28/07/2025
Στη συνέχεια της μπαλάντας για τους ένδοξους και άδοξους μουσικούς των eighties, όπως επιχειρώ να βάλω τα πράγματα σε κάποια σειρά, χρόνια αργότερα από τότε που συνέβησαν, σχηματίζω την εντύπωση πως ο Βύρωνας ήταν πιο ριζοσπαστικοποιημένος μουσικά από τις όμορες περιοχές, δηλαδή το Παγκράτι και την Καισαριανή.
Από την πάλαι ποτέ πλατεία Δεληολάνη και κάτω τα συγκροτήματα υποστηρίζανε περισσότερο το κλασικό ροκ -σε όλες του τις εκφάνσεις- το ζητούμενο ήταν τα σόλα, ενώ σχηματίζονταν κυρίως από τις παρέες στις αυλές των σχολείων. Έτσι υπήρχαν τα συγκροτήματα π.χ. του 7ου, του 17ου κλπ. Αυτό ήταν ιδιαίτερα βοηθητικό, επειδή το σχολείο, δηλαδή οι συμμαθητές, ήταν η μαγιά των πρώτων ακροατών και “θαυμαστών”.
Από το το 17ο, κοντά στην πλατεία Βαρνάβα, προέρχονταν οι “Fragile Joyce”. Η εντύπωση που έχω είναι πως στο ρεπερτόριό τους περιλάμβαναν κυρίως διασκευές. Εκεί έπαιζε ο Γιώργος ο Λάμπος, ο Αλέκος Κοσκινάς στο μπάσο, κιθάρα στην αρχή ο Σταύρος Λαζάρου και ντραμς ο Δημήτρης Λουκάς. Μετά ο Σταύρος Λαζάρου πέρασε στα ντραμς. Παίζανε στο σπίτι του Σταύρου Λαζάρου στη Φιλολάου.
Συγκροτήματα του 7ου, στη Σπύρου Μερκούρη, απέναντι από το Άλσος, ήταν οι “High Level”, δυο-τρία χρόνια μεγαλύτεροι σε ηλικία από εμάς που το 1980 ήμαστε 16 χρονών, όπως άλλωστε και οι “Fragile Joyce”. Ο κιθαρίστας και ο τραγουδιστής τους ήταν ο Δημήτρης Τσοπανέλης, συνεργάτης εδώ και χρόνια του Κώστα Τουρνά. Ο Δημήτρης Ρούπακας ήταν στα ντραμς και άλλα δύο παιδιά που δεν θυμάμαι. Από εμφανίσεις είχαν πραγματοποιήσει μία στο 7ο (1979-80), και μία στο πρώην θέατρο Πρέκα στην πλατεία Πλυτά.
Ένα άλλο συγκρότημα ήταν οι “Despair”. Eκεί έπαιζε κιθάρα ο Κώστας Μπαλταζάνης, ο οποίος εξελίχθηκε σε σημαντικό κιθαρίστα της τζαζ με αξιοσημείωτη πορεία όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Αμερική. Το συγκρότημα πάντως δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Υπήρχε και ένα τρίο με τον Άρη Καραμπά στο μπάσο- σήμερα είναι ένας από τους κορυφαίους τεχνικούς φωτογραφικών μηχανών στην Αθήνα- τον Κώστα Λουκόπουλο στα ντραμς και τον Δημήτρη Τσοπανέλη στην κιθάρα. Και ήρθε η στιγμή να δούμε και να ακούσουμε τον Δημήτρη Τσοπανέλη σε ένα live του 2009 να ερμηνεύει το “Knocking on heaven’s door”
Από το 7ο ήταν επίσης οι “Breathe time” με αγγλικό στίχο και δικά τους τραγούδια, θυμάμαι ένα από αυτά πολύ απλό μουσικά και πολύ χορευτικό, το Funky, με τον Θανάση Μίνο (κιθάρα-τραγούδι) κι έναν Θαλή στην κιθάρα, καλό κιθαρίστα, μπάσο ένα παιδί που δεν θυμάμαι και ντραμς τον Κούρτη-δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα. Αν πρόκειται για τον Πέτρο Κούρτη, τότε είναι μαζί με τον Κώστα Μπαλταζάνη και τον Γιώτη Κιουρτσόγλου σχηματίσανε το συγκρότημα Iasis το 1995.
“Άστα να πάνε”
Από το 7ο λοιπόν και οι “Άστα να πάνε” με ιδρυτικά μέλη, περίπου το 1980, τον Μιχάλη Κατεινά στο μπάσο και τον Γιάννη Τσιμπουρόπουλο/Κορίνθιο στην κιθάρα. Ντραμς ήτανε ο Τάσος Ζέρβας και σόλο κιθάρα ο Μάνος Γοβατζιδάκης, όλοι Παγκρατιώτες εκτός από τον Μάνο που ερχόταν από την Αγία Παρασκευή. Φίλοι μου οι πιο πολλοί, ερχόμουν από το Γουδί, είτε για να παρακολουθώ πρόβες είτε για να συμμετέχω, ειδικά αν έλειπε ένας από τους δύο κιθαρίστες. Ο Μιχάλης εδώ και καιρό έχει αποτραβηχτεί στη Νάξο. Ο Γιάννης ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική και μένει μόνιμα στην Κρήτη. Ο Μάνος, ένας από τους πιο χαρισματικούς μουσικούς που έχω παρακολουθήσει, εξελίχθηκε σε έναν πολύ γνωστό και καλό ηχολήπτη, δουλεύοντας, μεταξύ άλλων, για χρόνια στο στούντιο του Ρόμπερτ Ουίλιαμς αλλά και με τους Πυξ Λαξ.
(Συνέντευξη για το ντοκιμαντέρ Goudi City blues, σε σκηνοθεσία Νίκου Μητρογιαννόπουλου και Δ/νση φωτογραφίας Νίκου Κανέλλου).
Το ρεπερτόριό τους ήταν ένα κράμα από δικά τους κομμάτια, κυρίως-αλλά όχι αποκλειστικά-με ελληνικό στίχο και ορισμένες διασκευές. Κινούνταν πολύ στο πεδίο του ρυθμ’ ν’ μπλουζ με έντονες αναφορές στο ροκ του Νότου αλλά και στο ανατολίτικο ύφος του Δρόλαπα, καθώς ο Γιάννης υπήρξε μαθητής του. Οι πρόβες γίνονταν αρχικά στη μονοκατοικία του Μιχάλη Κατεινά στη Βασιλείου Λάσκου, στην αποθήκη του σπιτιού.
Μιλάμε για ένα στενό δωματιάκι, το μισό από το οποίο καταλάμβανε τα ντραμς, και τα υπόλοιπα όργανα πιάνανε τον χώρο που περίσσευε. Από το κέντρο του δωματίου περνούσε ο σωλήνας της αποχέτευσης, ενώ ρεύμα παίρναμε από το κεντρικό σπίτι με μπαλαντέζα. Μάλιστα, όταν μας χρειάζονταν ή αν τηλεφωνούσε κανείς και μας ζητούσε, είχαμε συνεννοηθεί και η μητέρα του Μιχάλη, η πάντα ευγενέστατη κυρία Μπαρδανία, έβγαζε την μπαλαντέζα από την πρίζα, ο ήχος κοβότανε απότομα και καταλαβαίναμε ότι έπρεπε να πάμε πάνω.
Να αναφέρω εδώ πως ενδεχομένως οι “Breathe time” σίγουρα όμως οι “Άστα να πάνε” την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση την είχαν πραγματοποιήσει όχι στο Παγκράτι, αλλά σε ένα πάρτι που είχα κάνει στο πατρικό μου σπίτι στο Γουδί, κοντά στην πλατεία Ελευθερίας, λόγω του ότι διέθετε κήπο. Πώς λένε “στο βάθος κήπος”; Ε, κάποτε είχε κυριολεκτική σημασία. Περιττό να πω ότι το πάρτι διακόπηκε τελικά με παρέμβαση της αστυνομίας, ευτυχώς αφού είχε τελειώσει η εμφάνιση των συγκροτημάτων και είχαμε αρχίσει να βάζουμε μουσική από πικάπ. Η συναυλία έγινε λοιπόν κανονικά και υπάρχουν κάποιοι που θυμούνται ακόμη πως η μπότα από τα ντραμς ακουγόταν μέχρι το Νοσοκομείο Παίδων.
Γύρω στο 1981-82, με την αποχώρηση του Μάνου Γοβατζιδάκη και του Τάσου Ζέρβα, οι “Άστα να πάνε” μετασχηματίζονται σε “Ντάμα Κούπα” και μ’ αυτή την ονομασία κράτησαν μέχρι το 1990, οπότε και διαλύθηκαν οριστικά. Νέα τους μέλη είναι ο Χάρης Λεβάκης στην κιθάρα ( αργότερα Night Stalker) και ο Δημήτρης Βαρζαμπετιάν, ο επονομαζόμενος χάριν συντομίας και “Βαρζάβας” στα ντραμς- τώρα είναι δάσκαλος κρουστών σε Ωδεία, ενώ με τον δάσκαλό του Γιάννη Φλώρο το 1994 δημιούργησε τη σχολή κρουστών “Modern Drum School”.
Από το σχήμα πέρασαν επίσης η Αλεξία Λάμπου (κιθάρα και τραγούδι, αδερφή του Γιώργου Λάμπου), κάποια Σοφία, αλλά και ο Παντελής Ζαχαριάδης στα ντραμς, γιος της Δέσποινας Τομαζάνη, συγκάτοικος μάλιστα ένα φεγγάρι του Δημήτρη Ταμπόση. Τότε οι πρόβες μεταφέρθηκαν στη Χρεμωνίδου, σε ένα παλιό σπίτι, μονοκατοικία, μεταξύ Δαμάρεως και Φιλολάου, που νομίζω σήμερα είναι μπουτίκ. Είχε εσωτερική αυλή και στην πίσω πλευρά υπήρχε ένα διώροφο σπίτι. Ήταν μια εποχή που και στους δύο ορόφους ήταν συγκροτήματα και κάνανε πρόβες.
Εκεί θυμάμαι ένα πρωί Σαββάτου ήλθε η ιδιοκτήτρια και μας ζήτησε κλαίγοντας να σταματήσουμε να παίζουμε, γιατί σκοτώθηκε ο ανιψιός της στο στρατό την προηγούμενη μέρα. Αυτό πρέπει να έγινε 1982. Το αναφέρω, γιατί μάλλον ήταν η πρώτη φορά που αισθανθήκαμε ότι υπήρχε κάτι πιο σημαντικό από τη μουσική. Πως έπρεπε να σωπάσουμε, σεβόμενοι το πένθος εκείνης της γυναίκας. Και πως η πραγματική Τέχνη μπορεί και να αρχίζει, όταν καταφέρνεις να μιλήσεις και για τη λύπη του ανθρώπου που σου είναι άγνωστος.
(Ερασιτεχνική ηχογράφηση από πρόβα, μέσα δεκαετίας ’80).
Στη Χρεμωνίδου ερχόταν ο Άγγελος Μπίτσικας (μπάσο), ο επονομαζόμενος και “βασιλιάς της Ίου” και ο Πέτρος Ξανθάκης (ντραμς) με τον Στράτο Χοτζόγλου στην κιθάρα. Εκεί και ο Χρήστος Βλαχάκης, μετέπειτα “Δάντης”, που έπαιζε με τον Λάκη Κόλια, έναν πολύ καλό κιθαρίστα. Είχανε ελληνικό στίχο και παίζανε δικά τους τραγούδια. Στη συνέχεια κάνανε ένα συγκρότημα τους “Γιοδιλαβανί”, που είχανε παίξει και στη Sunset, κυρίως διασκευές ξένων τραγουδιών. Σε αυτό το σχήμα εκτός από τον Δάντη, ήταν ο Βασίλης ο “Τραβόλτα” από την Καισαριανή, κιθαρίστας. Ντραμς πρέπει να έπαιζε ο Νίκος Σκωμόπουλος, πολύ καλός ντράμερ, που είναι πλέον επαγγελματίας και ο Χρήστος Φροσύνης στο μπάσο. Μέσα σε αυτούς άρχισε να φαίνεται ο Δάντης και φωνητικά, με εκείνη τη χροιά αλά Έρικ Μπάρτον αλλά και ως κιθαρίστας, γιατί επίσης ήταν πολύ καλός κιθαρίστας.
“Στίγμα 90”
Στον Βύρωνα υπήρχε, τέλος, και το συγκρότημα των γυναικών, οι “Στίγμα 90”. Εμφανίστηκαν τέλη του 1980, έπαιζαν δικά τους τραγούδια με ελληνικό στίχο, κλασικό ροκ, ας πούμε, και σταδιακά πήγανε προς το heavy metal. Ίσως είναι το μοναδικό από εκείνα τα συγκροτήματα που παραμένει ενεργό μέχρι σήμερα, γι’ αυτό και μπορεί κανείς να βρει αρκετές πληροφορίες για την ιστορία τους στο δίκτυο. Από ονόματα να θυμηθούμε τη Βιβή Βούρου που έπαιζε ντραμς, τη Γεωργία Αθανασίου στο μπάσο, τραγουδούσε η Αντιγόνη Καλιαρέκου και στην κιθάρα ήταν η Μαρία Μάνεση.
Κάποια στιγμή έφυγε η Καλιαρέκου και ήρθε στη θέση της η Μαρί Παπαρδάκη, ενώ μπήκε στο συγκρότημα ο Σάκης Λεβάκης στην κιθάρα. Οι Στίγμα ’90 έχουν κυκλοφορήσει δύο δίσκους σε παραγωγή Δημήτρη Δημητράκα, το 1992 και το 2005, ενώ δώσανε με επιτυχία συναυλίες στη Γαλλία. Να πω εδώ πως μάλλον γίνεται ένα μπέρδεμα μερικές φορές με ένα άλλο συγκρότημα τους “Στίγμα” που παίζει πανκ. Απ’ όσο γνωρίζω οι “Στίγμα 90” δεν παίζανε πανκ.
Ένα άλλο συγκρότημα ήταν των αδερφών Καραχούτη, του Τάκη και του Βασίλης. Ο Βασίλης έπαιζε μπάσο και ο Τάκης κιθάρα. Παίζανε εκπληκτικές διασκευές Santana. Ο Τάκης, χωρίς τον Βασίλη, είχε σχηματίσει και το γκρουπ “Demo” με τους Δημήτρη Βαρζαμπετιάν (ντραμς), τον Νίκο Κοταρά (κιθάρα και φωνή), και τον Παναγιωτόπουλο (μπάσο). Παίζανε δικά τους ροκ τραγούδια με ελληνικό στίχο.
Με αφορμή τους αδελφούς Καραχούτη να επισημάνουμε πως τα συγκροτήματα δεν αποτελούνταν πάντα από συνομήλικους μουσικούς. Οι αδελφοί Καραχούτη, για παράδειγμα, συνεργάζονταν και με άλλα γκρουπ της περιοχής παρά το ότι ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία. Ο Τάκης μάλιστα, αν δεν γελιέμαι, εμφανίζεται στη μουσική σκηνή από το 1960, ενώ έπαιζε και σε σκυλάδικα. Αυτό σημαίνει, και το τονίζω για να κάνουμε τη σύγκριση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, ότι υπήρχε ουσιαστική σύνδεση με το παρελθόν, κι αυτό έκανε εφικτή τη συνέχεια αλλά ακόμη πιο σημαντική την καινοτομία. Υπήρχε μια βάση, αφετηρία πείτε, για να μείνεις εκεί ή να την υπερβείς, δε φτιάχναμε μουσική μέσα σε δοκιμαστικό σωλήνα, αποκομμένοι από το σύμπαν.
Καισαριανή: Πλανόδιοι, Genesis και… Δάντης
Στις αρχές του 1980 εμφανίζονται στην Καισαριανή “οι Πλανόδιοι”. Παίζανε δικές τους συνθέσεις με ελληνικό στίχο και είχαν έντονες επιρροές από progressive rock και συγκροτήματα, όπως οι Genesis και οι Pink Floyd. Τα ιδρυτικά μέλη ήταν δύο φίλοι από το Λύκειο Καισαριανής: ο Πάνος ο Τσιροζίδης, ως τραγουδιστής και τραγουδοποιός, και ο Θέμης Συμβουλόπουλος, ο οποίος ήδη σπούδαζε κλασικό πιάνο, στο αρμόνιο. Σταδιακά εντάχθηκαν στο σχήμα ο Φέτσης στα ντραμς, αργότερα ο Σταύρος Λαζάρου, που επίσης αντικαταστάθηκε από τον Νικήτα Φιλιάνο, ο Άκης Διαμαντόπουλος (κιθάρα), ο Αλέκος Κοσκινάς (μπάσο) και ο Στράτος Χοτζόγλου στο σαξόφωνο πλέον.
Πρόβες έκαναν αρχικά στο σπίτι του Σταύρου Λαζάρου στη Φιλολάου και μετά σε ένα υπόγειο στη διχάλα της Χρυσοστόμου Σμύρνης. Με τους “Πλανόδιους” συνεργαζόταν κατά καιρούς και ο Χρήστος Βλαχάκης. Μάλιστα, γύρω στα 1981-82, ένα από τα πιο φιλόδοξα πρότζεκτ τους, που όμως δεν ευοδώθηκε, ήταν να παρουσιάσουν ως “Πλανόδιοι” το Jesus Christ Super Star στο σχολείο της Καισαριανής με τον Χρήστο Βλαχάκη στον βασικό ρόλο, γιατί ήταν ο μόνος που μπορούσε να ανταποκριθεί φωνητικά στις απαιτήσεις του έργου.
Το σχήμα κράτησε ένα χρόνο μετά την αποφοίτηση των μελών του από το σχολείο. Σιγά σιγά άλλος έφευγε για το στρατό (ο Θέμης ο Συμβουλόπουλος) άλλος για σπουδές στο εξωτερικό (Πάνος Τσιροζίδης) και σταδιακά το όλο πράγμα άρχισε να ατονεί. Έχει ενδιαφέρον ότι κάποια στιγμή τους άκουσε ο Μάνος Ξυδούς προτείνοντάς τους να συζητήσουν το ενδεχόμενο δισκογραφίας, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Οι συνθέσεις των Πλανόδιων ήταν προϊόν συλλογικής δουλειάς του group. Μπορεί οι βασικές μουσικές ιδέες να ήταν του Θ. Συμβουλόπουλου και Π. Τσιροζίδη, αλλά το τελικό αποτέλεσμα προέκυπτε μέσα από εξαντλητικές πρόβες, μουσικές ιδέες και φόρμες στις οποίες συνέβαλαν όλα τα μέλη, διαμορφώνοντας μια μουσική ταυτότητα, συνθετική, πέρα και πάνω από τα προσωπικά ακούσματα του καθένα ξεχωριστά.
Από εκείνα τα παιδιά, σήμερα ο Αλέκος Κοσκινάς και ο Θέμης Συμβουλόπουλος είναι επαγγελματίες μουσικοί. Ο Θέμης Συμβουλόπουλος είναι Α’ Κορυφαίος τυμπανίστας στην Σύγχρονη Ορχήστρα Μουσικής της ΕΡΤ, ενώ υπήρξε και ιδρυτικό μέλος της Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης από το 1994 έως το 2006 όπου και αποχώρησε.
(Από τους “Πλανόδιους” ακούμε τις “Μεταμεσονύκτιες σκέψεις” από ηχογράφησε στούντιο. Στίχοι Πάνου Τσιροζίδη).
Μια αναφορά σε παλαιότερους: “Sesnation”
Οι “Sensation” (Sense) προηγήθηκαν χρονολογικά, καθώς εμφανίστηκαν το 1976-77, στον Βύρωνα. Παίζανε δικές τους συνθέσεις με ελληνικό στίχο αλλά και διασκευές, με ένα ρεπερτόριο που περιλάμβανε από heavy metal, Black Sabbath, και έφτανε μεχρι το progressive rock, Pink Floyd και Animals. Στους “Sense” συμμετείχε ένας από τους πρωτοπόρους του αναλογικού συνθεσάιζερ στην Ελλάδα, ο Ανδρέας Συμβουλόπουλος(organ-συνθεσάιζερ και φωνή), ο μεγαλύτερος αδελφός του Θέμη που συναντήσαμε στους “Πλανόδιους”. Ο Γιώργος ο Μουζακίτης τραγουδούσε και εναλλασσόταν με τον Γιώργο Κουρμούζα στην ηλεκτρική κιθάρα και το μπάσο. Από τα τύμπανα είχαν περάσει ο Χρήστος Φιλιππίδης, ο Γιάννης Γκίνης και ο Αλέξης Κατραμάδος.
Οι πρόβες τους γίνονταν αρχικά στα πλυσταριά που υπήρχαν στις ταράτσες των σπιτιών. Αργότερα νοικιάσανε μια μονοκατοικία στον Βύρωνα. Αυτό τον χώρο χρησιμοποίησαν και γνωστοί μουσικοί, όπως ο Βλάσης Μπονάτσος και ο Γιάννης Γιοκαρίνης. Οι “Sensation” παίζανε στις γειτονιές, σε ταράτσες σπιτιών επ΄ευκαιρία κάποιων εορτών, αλλά και στις συναυλίες που διοργανώνονταν στον κινηματογράφο Coronet. Από το συγκρότημα, ο Γιώργος Μουζακίτης και ο Γιώργος Κουρμούζας στράφηκαν στον κινηματογράφο. Στο χώρο της μουσικής παρέμεινε ο Ανδρέας Συμβουλόπουλος που ως πιανίστας έχει πίσω του μια σπουδαία πορεία, συνεργαζόμενος με σημαντικούς συνθέτες.
Από τους Sensation θα ακούσουμε ένα δικό τους κομμάτι με τίτλο “Παντόφλα”. Οι στίχοι και η μουσική είναι του Γιώργου Μουζακίτη, ο οποίος τραγουδάει και παίζει κιθάρα. Μπάσο παίζει ο Γιώργος Κουρμούζας και συνθεσάιζερ ο Ανδρέας Συμβουλόπουλος. Η σύνθεση χρονολογείται γύρω στα τέλη του 1970 και η εγγραφή πραγματοποιήθηκε αρχές του 1980 στο Banana Studio. Αξίζει να προσέξετε το φόρο τιμής που αποτίει ο Γιώργος Μουζακίτης στον Μήτσο Πουλικάκο, αλλά και την απογοήτευση που εκφράζει για τη μεταπολίτευση μέσα από την αναφορά του στα διάφορα χρώματα-προφανώς των πολιτικών παρατάξεων.
Την ίδια περίοδο με τους “Sensation” στην Καισαριανή δραστηριοποιούνται οι “Δεκαπέντε υπό το μηδέν” με τους αδερφούς Γιώργο και Θοδωρή Τσικρικά, τον κιθαρίστα Βαγγέλη Δημάκο και τον τραγουδιστή Σωτήρη Τραγόπουλο καθώς και οι ” Yet” στους οποίους συμμετείχε ο Χρήστος Φιλιππίδης (τύμπανα ένα διάστημα στους “Sensation”).
Προβάδικα και στέκια
Οι χώροι στους οποίους γίνονταν οι πρόβες εκτός από το αμιγώς μουσικό κομμάτι λειτουργούσαν και ως χώροι συγκέντρωσης φίλων, θαυμαστών ή θαυμαστριών. Ζήσαμε την εποχή των τελευταίων μονοκατοικιών, που λόγω της κατάστασής τους και μέχρι να δοθούν αντιπαροχή δεν προσφέρονταν για οτιδήποτε άλλο. Επίσης φίλοι ή μέλη του συγκροτήματος διέθεταν μονοκατοικίες, συνεπώς τις παραχωρούσαν και δωρεάν.
Συχνά ένα δωμάτιο πρόβας το μοιράζονταν δύο ή τρία συγκροτήματα, για λόγους κόστους. Μερικές φορές ωστόσο υπήρχαν και άλλες βλέψεις: για παράδειγμα, αν τα όργανα μιας μπάντας ήταν ακριβά, δεν ήταν απίθανο να τους παραχωρούσε ένα άλλο σχήμα χώρο, κυρίως για να τα υπεξαιρέσουν, όπως είχε συμβεί κάποια στιγμή σε ένα προβάδικο στη Φορμίωνος. Σημαντικό θέμα σε αυτά τα δωμάτια ήταν το θέμα της ηχομόνωσης που λυνόταν ανέξοδα με την απαλλοτρίωση ηχομονωτικού υλικού από τις ανεγειρόμενες οικοδομές της περιοχής. Κατά κάποιο τρόπο ήταν και η εκδίκησή μας για τις πολυκατοικίες.
Και επειδή η μουσική, εκτός από πρόβες, θέλει και συναντήσεις και στέκια, να πω ότι το κλασικό στέκι ήταν το “Ελλάς” στην πλατεία Πλαστήρα, “τα μικρά Εξάρχεια” τα αποκάλεσε εύστοχα ο Γιάννης Κολοβός σε μια συζήτησή μας, και ένα ακόμη η “Κάραβαν”, ροκάδικο μπαρ κοντά στον Άγιο Λάζαρο. Στην Ιφικράτους ήταν ακόμη “Η Πίκα” με ροκ μουσική. Προς την πλατεία Βαρνάβα το “Κονκισταδόρ” σε μια μονοκατοικία. Κάτω ακριβώς από το “Ελλάς” υπήρχε η “Sunset”, υπόγειο, που έκανε και λάιβ. Το δούλευε ο Νίκος Στασινόπουλος που ήταν και παλαιοπώλης κυρίως σε ακριβά βιβλία. Όταν έφυγε, μάλλον απρόσμενα, απ’ τη ζωή έκλεισε και η “Sunset”.
Ένας πρώτος επίλογος
Όπως αυτό το εγχείρημα φτάνει στο φινάλε, να ξεκαθαρίσω πως δεν είμαι τόσο αφελής ή ματαιόδοξος, για να πιστέψω ότι έχω αποφύγει τις παραλείψεις. Αναγνωρίζω επίσης ότι το έδαφος πάνω στο οποίο κινήθηκα είναι επισφαλές και αβέβαιο. Σίγουρα από την καταγραφή που προηγήθηκε υπάρχουν κενά. Επειδή αυτή η προσπάθεια θα συνεχιστεί, θα παρακαλούσα όσους και όσες έχετε πληροφορίες και υλικό να επικοινωνήσετε μαζί μας. Όσοι έχετε να προσθέσετε ή να διορθώσετε κάτι, μπορείτε να το κάνετε στα σχόλια που συνοδεύουν τη δημοσίευση. Δεν έχουμε την πρόθεση ούτε να αδικήσουμε ούτε να ευνοήσουμε μουσικούς και συγκροτήματα. Μια γιορτή ήταν εκείνες οι μέρες και προσπαθούμε να θυμηθούμε όλους όσοι πήραν μέρος.
Είπα γιορτή, και δεν είμαι απολύτως ακριβής. Εκείνη την εποχή την έχω ακόμη στο μυαλό μου ως μια περίοδο εκρηκτικής δημιουργικότητας, αλλά μαζί και έντονης λύπης. Κάτι σαν πάρτι που δεν μπορείς να ευχαριστηθείς. Γύρω μας γίνονταν όσα γίνονταν, εμείς κάναμε ό,τι κάναμε, αλλά δεν παύαμε να νιώθουμε πως ήμαστε διαφορετικοί από την κοινωνία του life style και των συμβιβασμών ή εξαγορών, που βλέπαμε με απόλυτη διαύγεια ότι ερχόταν κατά πάνω μας. Τη μουσική καταφέραμε να την κρατήσουμε και μπόρεσε να μας κρατήσει στα δύσκολα. Εκείνο που μου λείπει σήμερα είναι οι φίλοι μου.
Θέλω να ευχαριστήσω τους παρακάτω “συνοδοιπόρους” σ’ αυτό το εγχείρημα. Όχι μόνο για τις πληροφορίες και το υλικό που μου παραχώρησαν γενναιόδωρα, αλλά γιατί τίποτα δε θα είχε γίνει χωρίς αυτούς. Ουσιαστικά είναι συνδημιουργοί. Ελπίζω στη συνέχεια:
Μιχάλη Κατεινά, Γιάννη Κολοβό, Γιώργο Μουζακίτη, Ηρακλή Ρενιέρη, Ανδρέα Συμβουλόπουλο, Θέμη Συμβουλόπουλο, Μάκη Φάρο, Στράτο Χοτζόγλου
Πληροφορίες αντλήθηκαν ακόμη από έντυπα της εποχής και από το βιβλίο “Spirit of the night”, εκδόσεις: Τυφλόμυγα.