Νικ Νταβατζής: Ο Έλληνας που μετέτρεψε την Ιστορία σε τηλεοπτικό θέαμα
19/09/2021Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι οι τηλεοπτικές παραγωγές που καταπιάνονται με αληθινά εγκλήματα και τα σχετικά ντοκιμαντέρ που σήμερα είναι ανάρπαστα στις διαδικτυακές πλατφόρμες ήταν όραμα ενός Ελληνοαμερικανού. Πρόκειται για το Νικόλα Νταβατζή, ο οποίος έμεινε για δεκαετίες στο τιμόνι ενός τηλεοπτικού κολοσσού. Ανάμεσα στα δημιουργήματά του Νικ Νταβατζής (όπως λέγεται στις ΗΠΑ), ήταν και το History Channel.
Ο Νικ ξεχώρισε, προσπαθώντας καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του να ισορροπήσει μεταξύ εμπορικού και ποιοτικού θεάματος, ενώ συνέβαλε καθοριστικά ώστε να μετατρέψει την ιστορική γνώση σε εύπεπτο τηλεοπτικό προϊόν. Η τηλεόραση άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων. Ελάχιστοι, όμως, άνθρωποι έχουν συμβάλει τόσο επαναστατικά στην εξέλιξή της όσο ο Νικόλαος Νταβατζής. Ο Έλληνας ομογενής που τιμήθηκε όσο κανείς για τη συμβολή του, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 79 ετών λίγες ημέρες νωρίτερα, σκορπώντας θλίψη σε οικείους και συνεργάτες.
Το έργο που αφήνει πίσω του, όμως, τον εκτοξεύει στην αθανασία. Η διαδρομή του μεγάλη και τα επιτεύγματα του αμέτρητα. Το “παιδί” του History Channel απολαμβάνει τηλεθέαση 335 εκατομμυρίων οικογενειών σε κάθε γωνία του πλανήτη. Η επιρροή του Νταβατζή αποτυπώνεται στα λόγια κάποιων εκ των ατόμων με τη μεγαλύτερη επιρροή στην τηλεόραση και στον χώρο της ψυχαγωγίας, όπως ο πρόεδρος της Disney Μπομπ Γκέργκερ. Αποχαιρέτησε τον Νταβατζή ως έναν «πανίσχυρο παίκτη στην πρώτη και κομβικότερη περίοδο της καλωδιακής τηλεόρασης, το όραμα του οποίου οδήγησε και στη δημιουργία κάποιων εκ των εμβληματικότερων ονομάτων στο σημερινό τοπίο των μέσων ενημέρωσης».
Ουσιαστικά ήταν ένας επαγγελματίας πολύ μπροστά από την εποχή του. Αυτός έθεσε τα θεμέλια για το Netflix, τις σειρές, ντοκιμαντέρ και πολλά προϊόντα ψυχαγωγίας που σήμερα θεωρούνται δεδομένα και απολαμβάνουν τεράστιας απήχησης. Όλοι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του κάνουν λόγο για ένα άτομο με «αληθινή ακεραιότητα».
Από την Καστοριά στο Netflix
Το 2006, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους του απένειμε το Εθνικό Μετάλλιο Ανθρωπιστικών Σπουδών, ενώ το 1989 η γαλλική κυβέρνηση τον ανέδειξε σε Ιππότη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων. Όχι και άσχημα για το γιό ενός γουναρά από την Καστοριά, ο οποίος μεγάλωσε σε ένα ελληνικό σπίτι, μαθαίνοντας για τη νέα του πατρίδα από την τηλεόραση που αγάπησε από μικρός ακόμα…
Ο Νικόλας αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αμερική, πέρασε όλη την παιδική και νεανική του ζωή στην Αστόρια, το γνωστό “ελληνικό χωριό” της Νέας Υόρκης. Φοίτησε στο τοπικό σχολείο εκεί με Έλληνες φίλους και Έλληνες γείτονες. Με τη μητέρα του επισκεπτόταν το ελληνικό μπακάλικο της γειτονιάς για τα ψώνια που θα μετατρέπονταν σε παραδοσιακό ελληνικό τραπέζι που απολάμβανε η οικογένεια και οι φίλοι.
Οι γονείς του Γιώργος Νταβατζής και Αλεξάνδρα Κορδή συνήθιζαν να έχουν πάντα ανοιχτό το σπίτι τους: οι γείτονες μπαινόβγαιναν και το πνεύμα της Ελλάδας παρέμενε ζωντανό, σε πείσμα των χιλιάδων χιλιομέτρων που τους χώριζαν από αυτή. Ο Νικόλας, Νικ για τους φίλους του, ανδρώθηκε σε ένα περιβάλλον που η μετανάστευση και όλα τα συναισθήματα που τη συνοδεύουν, όπως η ελπίδα για κάτι καλύτερο, η νοσταλγία για ό,τι άφησε κανείς πίσω, αλλά και η απογοήτευση για ό,τι βρήκε που δεν έμοιαζε με αυτό ακριβώς που φανταζόταν, αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της ζωής του.
Συνήθιζε, όμως, να παίρνει το τρένο κάθε φορά που δεν είχε σχολείο και να συνοδεύει τον πατέρα του στο μαγαζί που είχε καταφέρει να αποκτήσει στο κέντρο του Μανχάταν, στο οποίο πουλούσε γούνες. Συνήθιζε να έχει καλή πελατεία και ο μικρός Νικ παρατηρούσε την αμερικανική αριστοκρατία με δέος. Ήταν εξαίρετος μαθητής και, μάλιστα, στο γυμνάσιο είχε κερδίσει μία υποτροφία καλών τεχνών.
Η φτώχεια οδήγησε στην τηλεόραση
Από τη φούσκα αυτή βρήκε όταν πήγε για σπουδές στα Οικονομικά και στην Κοινωνιολογία, εγκαταλείποντας την ασφάλεια της οικογένειας και της γειτονιάς που είχε λειτουργήσει σαν προστατευτικό κουκούλι. Αυτό το κουκούλι αποφάσισε να θρυμματίσει ο ίδιος όταν κατατάχθηκε στο Ναυτικό το 1964. Ήταν κάτι που καθόρισε τη μελλοντική πορεία του, χτίζοντας το πείσμα, την ανταγωνιστικότητα και την αντοχή του.
Αμέσως μετά εργάστηκε στην γνωστή εταιρεία Xerox με έδρα στο Νόργουαλκ του Κονέκτικατ. Όταν σε συνέντευξη τον είχαν ρωτήσει τί τον είχε οδηγήσει στην εταιρεία αυτή, εκείνος απάντησε με ωμή ειλικρίνεια: Η φτώχεια. Είχα κουραστεί να είμαι φτωχός. Αν και ξεκίνησε πουλώντας μηχανήματα από πόρτα σε πόρτα, ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα της ιεραρχίας μέχρι το 1977.
Τα τελευταία δύο χρόνια του εκεί, εξειδικεύθηκε στην τεχνολογία της πληροφορίας. Ήταν ο τέλειος επίλογος και η γέφυρα, μέσω της οποίας μετακόμισε ως στέλεχος ανθρώπινου δυναμικού στην Warner Amex Communications. Είναι η εταιρεία που δημιούργησε το MTV και το Nickelodeon. Εκεί είχε την ευκαιρία να τσαλαβουτήσει στα τηλεοπτικά νερά, μαθαίνοντας για τη διαμόρφωση του τηλεοπτικού προγράμματος, τη συνεργασία μεταξύ δικτύων, το franchise, την κατασκευή και λειτουργία των διαδραστικών συστημάτων.
Το πείραμα που πέτυχε
Στην αρχή της καριέρας του έγινε γνωστός για την προώθηση της εκπαιδευτικής τηλεόρασης. Η ευκαιρία, όμως, να καινοτομήσει ήρθε όταν τέθηκε επικεφαλής δύο εκ των μεγαλύτερων τηλεοπτικών δικτύων της Αμερικής, του A&E Network και του The History Channel. Ανέλαβε την A&E, η οποία ιδρύθηκε το 1983 με τη συγχώνευση της ABC και της ARTS Network. Μέχρι τότε και τα δύο δίκτυα αποτυχημένα, αντιμετωπίζοντας τεράστιες δυσκολίες.
Η ισχύς εν τη ενώσει, όμως, αποδείχθηκε η λύση του προβλήματος. Οι δύο αυτές προβληματικές εταιρείες ενώθηκαν και δημιούργησαν έναν πρωτοφανή για τα τηλεοπτικά δεδομένα κολοσσό, με τεράστια απήχηση και επιτυχία. Ούτε η οικογένεια Ροκφέλερ, που ουσιαστικά του εμπιστεύθηκε την ευθύνη διαχείρισης αυτής της εταιρείας, δεν πίστευε ότι μονάχα σε τρία χρόνια το πείραμα όχι μόνο θα στεφόταν με επιτυχία, αλλά θα επέφερε και αξιόλογη κερδοφορία.
Αυτός ήταν που προώθησε την επέκταση της εταιρείας, ώστε να συμπεριλάβει το καλωδιακό κανάλι Lifetime και άλλα δίκτυα. Το 1995 εισήγαγε το History Channel και παρέμεινε ένθερμος υποστηρικτής τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ, βιογραφιών και άλλων παρόμοιων προγραμμάτων. Ήταν ο “πατέρας” γνωστών σειρών, όπως Biography, Hornblower, 100 Center Street και A Nero Wolfe Mystery.
Πάλεψε ιδιαίτερα για να πάρει έγκριση για παραγωγές, όπως η πολύωρη βιογραφία του Χέρμπερτ Χούβερ, μια δραματοποίηση ενός διηγήματος της Αν Μπέτι, μια παράσταση από το κομικό Μπαζ Μπελμπόντο, αλλά και ένα αφιέρωμα στην ίδρυση της Αυστραλίας. Ήταν από τους πρώτους παίκτες στην τηλεόραση που πίστευε ακράδαντα ότι το αμερικανικό κοινό δεν γνωρίζει ευρωπαϊκή ιστορία.
Το επαγγελματικό ένστικτο
Έφερε βρετανικές εκπομπές στα αμερικανικά νοικοκυριά, χρηματοδότησε πολλές από αυτές και συνεργάστηκε με άτομα από κάθε γωνιά του κόσμου, ώστε να ανανεώσουν την αμερικανική τηλεόραση. Το όραμά του ήταν ότι η τηλεόραση δεν έχει όρια και σύνορα και ακριβώς αυτό πέτυχε με το History Channel. Ήταν αυτός που ανακάλυψε ότι τα στρατιωτικά θέματα τραβούσαν περισσότερους άνδρες θεατές και ότι τα ντοκιμαντέρ για την ιστορία και διάσημους ανθρώπους ήταν δημοφιλή σε όλες τις ηλικίες και στα δύο φύλα.
Ψάχνοντας για νεότερους θεατές, το δίκτυο αγκάλιασε τις επαναλήψεις του Law & Order, ενώ εισήγαγε σειρές παραπλήσιες με τους Sopranos, τη δραματική σειρά του HBO που έσπασε ταμεία. Μότο του ήταν «εάν δεν αγκαλιάσετε την τεχνολογία, θα σας ποδοπατήσει». Προσπαθούσε πάντα να παραμένει ενημερωμένος και να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά, πλαισιωμένος από νεότερους συνεργάτες.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του τον διέκρινε μία αίσθηση καθήκοντος και προστασίας των υφισταμένων του. Τα χρόνια που εκείνος βρισκόταν στο τιμόνι σπάνια πραγματοποιούνταν απολύσεις, ενώ οι συνεργάτες του παρέμεναν στα πόστα τους. Σπάνιο φαινόμενο σε έναν τόσο ανταγωνιστικό χώρο, όπως η τηλεόραση.
Το ίδρυμα Davatzes
Ακόμα θυμούνται οι άνθρωποι που πορεύθηκαν μαζί του να κρατάει στο γραφείο μία μπάλα του μπάσκετ και να έχει μετατρέψει τους διαδρόμους σε γήπεδο, παρασύροντας και τους υπόλοιπους σε μία προσπάθεια να επικρατεί καλό κλίμα. Πίσω από την παρακαταθήκη του ήταν η τεράστια αγάπη που έτρεφε για την Ιστορία. Μία αγάπη που άρχισε όταν ακόμα εκείνος ήταν παιδί και ο πατέρας του τού διηγείτο ιστορίες από την αρχαία Ελλάδα.
Οι γονείς του ήταν ιδιαίτερα περήφανοι για την καταγωγή τους κι αυτό το συναίσθημα το εμφύσησαν και στα παιδιά τους. Το ίδιο έπραξε κι αυτός με τα δικά του παιδιά. Έμεινε 38 χρόνια με τη σύζυγό του Δωροθέα Χέις Νταβάτζες, την οποία γνώρισε στο πανεπιστήμιο. Απέκτησαν τρείς γιούς: το Γιώργο, το Νικόλα και τον Κρίστοφερ, ο οποίος έφυγε πρόωρα από τη ζωή.
Μετά τη συνταξιοδότησή του, ο Νικ ίδρυσε το ίδρυμα Davatzes, θέλοντας να προσφέρει στην κοινότητα και στη Νεολαία ευκαιρίες για εξέλιξη, μέσω της εκπαίδευσης. Υπηρέτησε σε πολλές επιτροπές και διοικητικά συμβούλια, ενώ πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απολαμβάνοντας την οικογενειακή ζωή και ειδικά τα εγγόνια του. Δεν έχανε αγώνα ποδοσφαίρου και σχολική παράσταση. Το αγαπημένο του χόμπι ήταν να φροντίζει τα τριαντάφυλλα και τις ορτανσίες του.