Νίκος Λογοθέτης: Ένας λόγιος παλαιάς κοπής…
09/01/2020Πριν δύο χρόνια, στις πρώτες μέρες του 2018, έφυγε από τη ζωή ο φίλος Νίκος Λογοθέτης. Τον μνημονεύσαμε σε ανάρτηση για τον “κουρελή μικροτιτάνα” –σύμφωνα με τον Νίκο Καζαντζάκη (1883-1957)– Νίκο Βέλμο. Είχε γεννηθεί στον Αλμυρό το 1933. Στο θεσσαλικό αυτό αγροτικό και εμπορικό κέντρο είχε διαμορφωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα πνευματικό περιβάλλον. Λειτουργούσε από το 1896 η φιλάρχαιη εταιρεία Όθρυς, που με τις εκδόσεις της πρόβαλλε την τοπική ιστορία.
Η οικογένεια Λογοθέτη είχε δύο ακόμα αγόρια, από τα οποία το ένα θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Αμερική, φτάνοντας σε ανώτερη θέση στη Ford. Την πατρική βιβλιοθήκη την αποτελούσαν προπολεμικές και μεσοπολεμικές εκδόσεις, μερικές από τις οποίες τις είχε βιβλιοδετήσει αυτοσχέδια ο πατέρας του. Δυστυχώς, τα βιβλία αυτά χάθηκαν με τη φυγή της οικογένειας στην Αθήνα.
Τα παιδικά και νεανικά χρόνια του τα πέρασε στην πρωτεύουσα, στα διαφορετικά σήμερα Πατήσια. Το 1947, στην πέμπτη τάξη του ιστορικού Η’ Γυμνασίου Αρρένων, ενός από τα μοντέρνα σχολεία της δεκαετίας του 1930, μετεγγράφεται υπότροφος στην Αττική Σχολή, η οποία στεγαζόταν στην έπαυλη Αυρηλία απέναντι από τον ναό του Αγίου Λουκά στην οδό Πατησίων.
Στην Αττική Σχολή
Τον Σεπτέμβριο του 1950 το γυμνάσιο της Αττικής Σχολής μεταστεγάστηκε στη Σχολή Χατζιδάκι, σε μιαν άλλη έπαυλη στη γωνία Λεωφόρου Γαλατσίου και Αγίας Λαύρας. Εκεί η διδασκαλία εξαιρετικών φιλολόγων τόνωσε και επέτεινε τις προτιμήσεις του. Στο σχολείο αυτό θα γνωρίσει και θα συνδεθεί φιλικά με την ευαίσθητη ποιήτρια Κοραλία Ανδρειάδου, από το 1966 σύζυγο του λογοτέχνη Γιώργου Θεοτοκά, η οποία το 1976, δέκα χρόνια μετά από την απώλεια του Θεοτοκά, θα πηδήσει στο κενό από την ταράτσα του σπιτιού της.
Φοιτούσαν παιδιά εύπορων οικογενειών, αλλά και φτωχόπαιδα που δεν είχαν να πληρώσουν τα δίδακτρα, όπως και ο ίδιος, μέλος πυροπαθούς οικογένειας, στην κατοχική Αθήνα. Το παιδαγωγικό σύστημά του έδινε χώρο στην εξωσχολική επιμόρφωση, με μεγάλη βιβλιοθήκη που τη διαχειριζόταν όμιλος, αλλά και με επισκέψεις σε μουσεία, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό, το Ζωολογικό (στο κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών), το Γεωλογικό (στη γωνία των οδών Ακαδημίας και Μασσαλίας), καθώς και σε αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας, όπου ξεναγούσε η γεννημένη το 1894 Μαρίκα Βελουδίου, εγγονή του καθηγητή της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αθανάσιου Ρουσόπουλου. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα ξεναγός με ένα πράσινο παλτό που είχε βρει τίς οίδε πού.
Η γλώσσα γίνεται από τότε η μεγάλη αγάπη του. Σε συνεργασία με ομόθυμους συμμαθητές του, προχωρεί στη σύνταξη και στην έκδοση σχολικής εφημερίδας, της «Σχολικής Ζωής», που την τύπωναν σε υπόγειο τυπογραφείο της Εμμανουήλ Μπενάκη. Γράφει ποιήματα και θεατρικά έργα τα οποία αποσπούν τον θαυμασμό καθηγητών και μαθητών. Τα Χριστούγεννα του 1948 παίχτηκε στο θέατρο του σχολείου του το πρώτο θεατρικό έργο του.
Παρθένης και Εγγονόπουλος
Σε αυτοβιογραφικό κείμενό του περιγράφει σχολική επίσκεψη στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1948: «Τον Οκτώβρη του 1948 εγκαινιάστηκε στο Ζάππειο Μέγαρο η Γ’ Πανελλήνια Έκθεση. Και κάποια μέρα του Νοέμβρη πήγαμε οι δεκαπέντε μαθητές και μαθήτριες της τάξης μας να την επισκεφθούμε με τον καθηγητή των Τεχνικών στη Σχολή μας, που ήταν ο ζωγράφος Κώστας Πλακωτάρης (1902-1969) με τον περιβόητο μπλε μπερέ μονίμως στο κεφάλι του. Πήραμε από τον Άγιο Λουκά το θορυβώδες κίτρινο τραμ της Πάουερ στη γραμμή Πατήσια-Αμπελόκηποι και κατεβήκαμε στην αρχή της Βασιλίσσης Σοφίας. Περπατώντας μέσα από τον Εθνικό Κήπο, φτάσαμε στο Ζάππειο Μέγαρο, όπου ο καθηγητής μάς έκανε μια σύντομη υπαίθρια ομιλία για τη νεοελληνική τέχνη και τις νεότερες τάσεις που επικρατούσαν στη ζωγραφική και στη γλυπτική. Στην είσοδο πουλούσαν τον κατάλογο των εκτιθεμένων έργων. Δυστυχώς δεν τον αγόρασα, γιατί στην τσέπη μου είχα μόνο το εισιτήριο της επιστροφής».
Και συνεχίζει: «Τα έργα δύο ζωγράφων έχουν μείνει από τότε ανεξίτηλα στη μνήμη μου: του Παρθένη και του Εγγονόπουλου. Στάθηκα αρκετή ώρα μπροστά στον τεράστιο πίνακα του Παρθένη “Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου”, όπως σημειωνόταν στον κατάλογο που κρατούσε μια συμμαθήτριά μου χαζεύοντας το ίδιο έργο. Πρώτη εντύπωση ήταν η έκπληξη: πώς μπόρεσε ο ζωγράφος να δημιουργήσει ένα τόσο αέρινο έργο; Γιατί την αίσθηση του αέρινου μου έδωσε ολόκληρο το έργο, αφού τα στοιχεία του μου φάνηκαν σαν σκιές. Ίσως αυτό να οφειλόταν και στην απόσταση από την οποίαν έβλεπα το έργο. Αλλά αυτά τα ωχρά χρώματα μόνο σε άσαρκα σώματα ταιριάζαν. Πού βρισκόταν όμως η έννοια της αποθέωσης; Κοιτούσα τον πίνακα με απορία, ώσπου στο πάνω μέρος ξεχώρισα κάτι σαν σάλπιγγες και αιωρούμενες μορφές. “Άγγελοι;” αναρωτήθηκα. Μα τότε, ιδού η αποθέωση! Κι ο Διάκος; Τότε πρόσεξα μια αέρινη μορφή που ήταν σε κίνηση ανόδου. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά τον αρματωμένο ήρωα θύμιζε. Δεν μπορούσα να ταυτίσω τη μορφή αυτή με τον στιβαρό πολέμαρχο του 1821. Και οι άλλες μορφές που πατούσαν στη γη τι σημαίναν;… Στο τέλος μπερδεύτηκα και παράτησα τους προβληματισμούς μου. Κι έμεινα εκεί κάμποσο ακόμα, θαυμάζοντας αυτό το έργο, που τελικά μου φάνηκε υπερκόσμιο. Ο Εγγονόπουλος μού φάνταξε αλλόκοτος».
Από τη φιλολογία στην ιατρική
Δεν τον κράτησε όμως η φιλολογία. Τον κέρδισε η επιστήμη του Ιπποκράτους. Μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου σπούδασε τη δεκαετία του 1950. Πήρε ειδικότητα ως μικροβιολόγος, καθόλου άσχετη προς τον χαρακτήρα του, που εμβάθυνε στην παραμικρή λεπτομέρεια. Για τα σπουδαστικά χρόνια του γράφει:
«Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε δωρεάν παιδεία. Κάθε χρόνο πληρώναμε για εγγραφή το ποσό των τριών χιλιάδων δραχμών. Ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για τη δεκαετία εκείνη, αφού, πριν γραφτώ στο πανεπιστήμιο, εργάστηκα ως ιδιωτικός υπάλληλος σε μιαν αντιπροσωπία ιατρικών μηχανημάτων με μηνιαίο μισθό τριακόσιες δραχμές. Με άλλα λόγια, έπρεπε να δουλέψω πλήρες οκτάωρο για ολόκληρο χρόνο για μια εγγραφή στο πανεπιστήμιο. Κι επειδή ο πατέρας δυσκολευόταν να πληρώσει τόσα λεφτά, η υποτροφία που έπαιρνε επί τέσσερα χρόνια απ’ το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών ο μικρότερος αδελφός μου στη Φυσικομαθηματική Σχολή πήγαινε στη δική μου εγγραφή».
Η νεκρική σιγή στο “Νταχάου”
Και αλλού: «Το 1953 με βρήκε πρωτοετή φοιτητή της Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Είχαμε πολλούς καθηγητές που μας δίδασκαν, μερικοί μάλιστα ήτανε κορυφαίοι επιστήμονες με διεθνές κύρος. Ωστόσο για έναν μονάχα αξίζει να μιλήσω, γιατί αυτός στάθηκε για μένα ο πιο σημαντικός δάσκαλος στα δυο πρώτα χρόνια των σπουδών μου. Ήτανε αυστηρός, σκέτο φαρμάκι• έλα όμως που κρατούσε τα κλειδιά για ν’ ανοίξει ο φοιτητής την πόρτα όλων των κατοπινών ιατρικών γνώσεων; Και γι’ αυτό το λόγο υπήρξε για μένα το πιο σπουδαίο πρόσωπο που με σημάδεψε στις σπουδές μου. Ήτανε ο τακτικός καθηγητής της Περιγραφικής Ανατομικής Γεώργιος Αποστολάκης (1890-1964). Είχε φάτσα αποκρουστική, όχι γιατί ήτανε άσχημος, ίσα-ίσα• μα γιατί η έκφρασή του σ’ έκανε να νιώθεις πως είχες πέσει πάνω σε παγόβουνο. Πίσω απ’ τα μικρά γυαλάκια του με το συρμάτινο σκελετό, το βλέμμα του έπεφτε πάνω σου και σε τρύπαγε σα σκληρό κρύο ατσάλι, ενώ η ειρωνεία έσταζε πικρή απ’ τα χείλη του. Έδρα του ήτανε το Ανατομείο στο Γουδί. Τ’ αποκαλούσαμε “Νταχάου”. Νεκρική σιγή καθότανε βαριά σ’ όλους τους χώρους και πιο πολύ μέσα στην αίθουσα με τα μαρμάρινα τραπέζια στη σειρά και τα μαυρισμένα απ’ τη φορμόλη πτώματα. Η αίθουσα έμοιαζε με το άβατο ενός υπερκόσμιου χώρου, όπου είχανε παγώσει οι ομιλίες ολάκερων γενεών φοιτητών».
Το φάρμακο κατά της αλυπίας
Το 1961 υπηρετεί ως ανθυπίατρος στο 414 Στρατιωτικό Σανατόριο Πεντέλης και δεν χάνει την ευκαιρία να αναδιφήσει φακέλους νοσηλείας για να συλλέξει επιδημιολογικά στοιχεία σχετικά με τον επιπολασμό της φυματίωσης στο ελληνικό στράτευμα. Το 1962 βρέθηκε κοινοτικός γιατρός των Αγροτικών Ασφαλίσεων στα Σαρδίνινα Βάλτου, στη βορειότερη επαρχία του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Εκεί ασχολήθηκε και με λαογραφικές μαρτυρίες που συγκέντρωσε με πληροφορητές του τέσσερεις ντόπιους. Πολύ αργότερα το υλικό αυτό θα καρποφορήσει σχετικά σημειώματά του. Ανάμεσα σε άλλα, κατέγραψε τότε και δέκα δημοτικά τραγούδια δια στόματος μιας εξηνταπεντάχρονης γυναίκας.
Από το 1965 έως το 1975 συνέλεξε 216 προγράμματα και άλλα τεκμήρια από 72 αθηναϊκούς κινηματογράφους. Η φράση του Πλουτάρχου ότι το μεγάλο φάρμακο κατά της αλυπίας είναι η μελέτη γίνεται πεποίθησή του. Ποιήματά του από το 1975 έως το 2005 τα δημοσιεύει το 2006.
Ο βαρήκοος Εβραίος Τζούλιο Καΐμης
Το 1976 στην ημιυπόγεια Πινακοθήκη Ζέριγγα, στην οδό Αδμήτου 54, στην Πλατεία Αττικής, θα γνωρίσει τον Εβραίο συγγραφέα και ζωγράφο Τζούλιο Καΐμη (1897-1982), πρόσωπο που συνδεόταν με πολλούς από τους καλλιτέχνες της μεσοπολεμικής Αθήνας, πιο πολύ με τον Φώτη Κόντογλου και με τον Γεράσιμο Στέρη. Σε κείμενό του για τον Καΐμη αφηγείται πώς ο βαρήκοος Εβραίος του έκανε το σκίτσο του:
«Κάποιο βράδυ του 1977 ο Καΐμης μού αποκάλυψε ένα διαφορετικό πρόσωπο. Καθόμασταν πλάι-πλάι σε δυο κολλητές καρέκλες κι η αίθουσα είχε αρκετούς επισκέπτες. Δεν ξέρω πώς, κάποια στιγμή, γέρνω και του λέω: “Με σκιτσάρεις;”. “Θέλεις;” απαντάει με κείνον τον τραγουδιστό ερωτηματικό του τόνο. Γνέφω καταφατικά. Ο Καΐμης ανοίγει την τσάντα του, βγάζει ένα κομμάτι άσπρο χαρτί κι ένα μολύβι. Με κοιτάει καλά-καλά και τραβάει την πρώτη γραμμή. Ξαφνικά νιώθω να χάνεται όλη η πραότητά του κι όλη η ολύμπια γαλήνη του. Μια παράξενη αγωνία είχε αναστατώσει το πρόσωπό του. Καθώς με σκιτσάριζε, κοντανάσαινε, βογγούσε υπόκωφα, κάποτε έβγαζε ήχους σαν πνιγμένους βρυχηθμούς, άλλες στιγμές κουνιότανε νευρικά στην καρέκλα του. Πότε σάλιωνε το μολύβι, πότε έσβηνε με μια γόμα μια στραβή γραμμή. Με λοξό μάτι τον κοίταζα να χτίζει κομμάτι-κομμάτι το σκίτσο μου σε στάση προφίλ, που προφανώς τον δυσκόλευε έτσι που καθόμουνα πλάι του. Κι είχα την αίσθηση πως ζούσα μια κυοφορία. Στο τέλος έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης, μια πνιχτή κραυγή θριάμβου, και μου είπε: “Ορίστε το σκίτσο σου!”. Έμεινα κατάπληκτος απ’ την εσωτερική τούτη κοσμογονία που είδα να συντελείται στην ψυχή του καλλιτέχνη και να περνάει, όλο νεύρο και δύναμη, στο χέρι του που κρατούσε το μολύβι».
Η γλυπτική
Η τυχαία γνωριμία του το 1978 με τον γλύπτη Κώστα Περάκη (1928-2004), με τον οποίον έκτοτε θα έχει στενή σχέση, παρουσιάζοντας επίσης την καλλιτεχνική δημιουργία του αργότερα σε δύο βιβλία, ένα το 1991 και άλλο το 2017, τον έστρεψε προς τη γλυπτική.
Μαθαίνοντας τα μυστικά της τέχνης αυτής με μελέτη βιβλίων που έφερνε από το εξωτερικό, κατέληξε στο ξύλο ως υλικό του. Δούλευε σε δικό του εργαστήριο, εξοπλισμένο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Τα γλυπτά του δείχνουν ότι γρήγορα προχώρησε από την παραστατική προς την αφαιρετική γλώσσα. Το 1978 θα εκδώσει τη δουλειά του στη γλυπτική.
Βιβλία εργόχειρα
Ερχόμενος σε αναστροφή του με τον ισπανικό πολιτισμό, μαθαίνει την ισπανική γλώσσα και προχωρεί σε σημείο τέτοιο που να μεταφράζει. Παράλληλα η εκδοτική εμπειρία του τον είχε ωθήσει στο να εκδώσει περιοδικό που το γράφει σε γραφομηχανή και το τυπώνει σε περιορισμένο αριθμό φωτοαντιγράφων που τα δένει με θερμοκόλληση.
Από τη δεκαετία του 1990, συνταξιούχος πλέον, απελευθερωμένος από την οδυνηρή για εκείνον καθημερινότητα επαγγέλματος που δεν του άρεσε, ξανάπιασε το νήμα των νεανικών ανεκπλήρωτων προθέσεών του. Άρχισε να μελετά και να γράφει με συχνότητα μεγάλη, σαν να ήθελε να ανακτήσει το χαμένο, όπως έλεγε, έδαφος. Διατήρησε τη διαδικασία που είχε εφαρμόσει και στο περιοδικό του: γραφή, αναπαραγωγή, βιβλιοδεσία.
Τα εργόχειρα βιβλία που έγραφε και φρόντιζε, σε χαρτί γραφής, τα έδινε για βιβλιοδεσία, ενθυμούμενος και το πατρικό μεράκι. Νέα εκδοτικά εγχειρήματα περιοδικών (Επιλογές, Ηθμός) και σειράς κειμένων (Ετερόκλιτα) βιβλιοδετημένων σε έγχρωμους πανόδετους τόμους από τη φιλότιμη βιβλιοδέτρια Ιωάννα Ραϊσάκη αρχίζουν.
Τα θέματα των γραπτών του υπήρξαν ποικίλα. Κατατάσσονται στις κατηγορίες του ποιητικού, του πεζού, του δοκιμιακού, του μεταφραστικού λόγου. Το εύρος των εμπνεύσεών του εκπλήσσει! Διεισδυτική προσέγγιση, γόνιμη φαντασία, μυθοπλαστική ικανότητα και αληθοφανής αφήγηση δεσπόζουν στα πάντα προσεγμένα ως προς τη γλώσσα κείμενά του. Ιδιαίτερα τον απασχόλησε η νεοελληνική τέχνη, κυρίως η γλυπτική. Μέσα από την ταξινόμηση και την καταγραφή του Αρχείου Περάκη, προσέφερε τεκμήρια για την ιστορία της νεοελληνικής γλυπτικής, ιδίως της μαρμαροτεχνικής -μαρμαρογλυπτικής από τον 19ον αιώνα.
Το τέλος
Η απώλεια του μοναχογιού του, παιδιού με ειδικές ανάγκες, το 2015, μετά από άδικη πάλη με την επάρατο, πάλη που τη βίωνε και ο ίδιος, μαζί με τη σύντροφό του, κάθε λεπτό, ήρθε να κλονίσει ανεπανόρθωτα τη ζωή του. Από τότε τον πήρε η κάτω βόλτα…
Ο γεμάτος θέληση σεμνός άνθρωπος έπεσε σε μελαγχολία που δεν θα αργήσει να μετατραπεί σε κατάθλιψη. Κλεισμένος στο ισόγειο διαμέρισμά του της οδού Κοδριγκτώνος 47, όπου ο καπνός και ο καφές είναι μόνη παρηγοριά, μετράει αντίστροφα τον χρόνο, χωρίς καμία διάθεση. Το 2017, στην παρουσίαση του βιβλίου του για τον Νίκο Βέλμο, στο καφενείο της οδού Μαυρομιχάλη 16 «Το Πανελλήνιο», με δυσκολία θα παρευρεθεί, απευθύνοντας δυο λόγια.
Το ύστατο έργο του, νουβέλα που εκτυλίσσεται σε άκρως αληθοφανές πλαίσιο, δεν θα μείνει ημιτελές, με τη συνδρομή φίλων του!