“Ο Άνθρωπος που γνώριζε πολλά”: Ένα κλασικό κατασκοπευτικό θρίλερ
27/06/2025
Πέρα από το κατασκοπικό κινηματογραφικό θρίλερ, από την ασφάλεια τής χωροχρονικής απόστασης το αριστούργημα αυτό τής Έβδομης Τέχνης θέτει θέματα πολιτικά, κοινωνικά, λαογραφικά, πολιτισμικά…
Οι κουλτούρες γειτονικών χωρών συγκρούονται σε ένα ευχάριστο διασκεδαστικό αμάλγαμα τουριστικού τύπου με έντονο το στοιχείο τής γραφικότητας (κοινώς “couleur locale”),
ένα κατασκοπευτικό θρίλερ, ιδιοφυέστατο σενάριο, μοναδικά σκηνοθετημένο.
Ατάκες όπως «Στους Αμερικανούς δεν αρέσει να τους απαγάγουν/κλέβουν τα παιδιά» δείχνουν τις διαφορετικές κουλτούρες που συνυπάρχουν ακτινωτά στο πλαίσιο ενός και του αυτού Δυτικού Πολιτισμού. Και πράγματι από το 1956 ένα ολάκερο είδος αμερικανικών παραγωγών δράσης/περιπέτειας βασίζονται σεναριακά στην απαγωγή-ομηρία ενός τέκνου που αναγκάζει του γονείς να παραβούν σχεδόν όλους τους νόμους και να τεθούν εκτός πολιτικής ορθότητας.
Έμμεση συνηγορία υπέρ τού Φιλελευθερισμού αφού η παντοδύναμη ιδιωτική πρωτοβουλία και η αυτοσχεδιαστική δημιουργικότητα στην διαχείριση κρίσεων και στην επίλυση προβλημάτων ξεπερνά τις θεσμικές αγκυλώσεις των γραφειοκρατικών δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών.
Η λεγόμενη «οργανωσιακή κουλτούρα» (ακόμα και στις καλύτερες των περιπτώσεων) υστερεί από τις ατομοκεντρικές πρακτικές Management -leadership – problem solving and creativity. Φτάσαμε έναν αιώνα μετά να υιοθετούμε σύγχρονες θεωρίες Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού και τεχνικές mentoring-coaching που είχαν ήδη εφαρμόσει μεγαλοφυείς πνευματικοί δημιουργεί στα ανεπανάληπτα έργα Τέχνης τους που λειτουργούν ως ορόσημα και μεταθέτουν τα οριοθέσια ενός ολάκερου παγκοσμιοποιημένου ψηφιακού Πολιτισμού.
Η χιτσκοκική αυτή ταινία περιέχει εν σπέρματι πολλές από τις κατοπινότερες σαν ορμητικός ποταμός που διακλαδώνεται.
Ανατριχιαστικές ερμηνείες. Σπαρακτική η Ντόρις Ντέι στις δύο διαφορετικές εκδοχές ενός τραγουδιού που όλες και όλοι σιγοτραγουδήσαμε στις πλέον δύσκολες στιγμές μας, ειδικά όταν το τσουνάμι τής μικροπρεπούς επιθετικής εγκληματικότητας απειλεί να μας καταπιεί… και βασιζόμαστε απλώς στην δημιουργική παρακαταθήκη τής ψυχοσωματικής μας οντότητας και στην πνευματική μας προσφορά.
«Κε σερά σερά…» λοιπόν.
Δείτε αυτό το φιλμ χίλιες και μία νύχτες στον δροσερό κινηματογράφο Εκράν κάτω από τα αστέρια με μια καλή μπυρίτσα, περιέ ή σουρωτή.
Προσωπικά, προτιμώ να δω μια παλαιά καλή ταινία παρά ορισμένα σύγχρονα ανοσιουργήματα. Χάσμα γενεών, κουλτούρα και υποκουλτούρες… Αισθητικό ύψος και κινουμένη άμμος ψευδοδιανοουμενίστικων ελών…
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
https://konstantinosbouras.gr
info: https://www.athinorama.gr/cinema/movie/o_anthropos_pou_gnorize_polla-1001751/
Ο Άνθρωπος που Γνώριζε Πολλά – The Man Who Knew Too Much
1956, Έγχρ.
Διάρκεια Ταινίας: 120′
Κατηγορία Ταινίας: Θρίλερ
Προέλευση Ταινίας: Aμερικανική
Υπόθεση Ταινίας: Ένα ζευγάρι Αμερικανών τουριστών στο Μαρόκο μαθαίνει κατά λάθος το μυστικό σχέδιο δολοφονίας ενός πολιτικού. Για να μην αποκαλύψουν την πληροφορία στις αρχές, όμως, οι συνωμότες απάγουν τον μικρό τους γιο.
Σκηνοθεσία Ταινίας: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Στην ταινία πρωταγωνιστούν:
Ραλφ Τρούμαν
Τζέιμς Στιούαρτ
Ντόρις Ντέι
Η ταινία: Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά (αγγλ. The Man Who Knew Too Much) είναι θρίλερ παραγωγής 1956, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Τζέιμς Στιούαρτ και η Ντόρις Ντέι. Η ταινία αποτελεί επανεκτέλεση της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά (The Man Who Knew Too Much) σκηνοθετημένης επίσης από τον Χίτσκοκ. Στο βιβλίο του Φρανσουά Τρυφώ του 1967, με τίτλο Χίτσκοκ/Τρυφώ, το οποίο βασίζεται στη συζήτηση των δυο σκηνοθετών πάνω στο έργο του Χίτσκοκ, ο Τρυφώ τόνισε ότι η επανεκτέλεση είναι σε πολλά σημεία ανώτερη του πρωτότυπου. Ο Χίτσκοκ του απάντησε: «Ας πούμε ότι η πρώτη εκτέλεση είναι το αποτελεί το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη κι ότι η επανεκτέλεση είναι το έργο ενός επαγγελματία»
Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) που ερμηνεύει η Ντέι στην ταινία. Συμμετείχε επίσης στο Φεστιβάλ των Καννών του 1956[8].
Υπόθεση Ταινίας: Κατά τη διάρκεια ενός ιατρικού συνεδρίου στο Παρίσι, ο γιατρός Μπεν ΜακΚέννα (Τζέιμς Στιούαρτ), η σύζυγός του Τζο (Ντόρις Ντέι), πρώην τραγουδίστρια και ηθοποιός του θεάτρου κι ο έφηβος γιος τους Χανκ, αποφασίζουν να επισκεφθούν το Μαρακές στο Μαρόκο. Όταν φτάνουν στο Μαρόκο ο Μπεν προσεγγίζεται από έναν Γάλλο, τον Λουί Μπερνάρ (Ντανιέλ Ζελέν), τον οποίο είχε συναντήσει στο λεωφορείο το οποίο τους μετέφερε στο Μαρακές κι ο οποίος τώρα είναι μεταμφιεσμένος σε Άραβα. Ο Μπερνάρ προλαβαίνει να ψιθυρίσει στο αυτί του Μπεν ότι κάποιοι σχεδιάζουν απόπειρα δολοφονίας ενός πολιτικού προσώπου στο Λονδίνο, την ώρα που ένας άγνωστος του καρφώνει ένα μαχαίρι στην πλάτη. Μετά τη δολοφονία του Μπερνάρ, ο Μπεν διστάζει να ειδοποιήσει τις αρχές για να τους αναφέρει όσα του ψιθύρισε ο άνδρας, καθώς τα άτομα που έχουν οργανώσει τη δολοφονία προσπαθούν να τον κάνουν να σιωπήσει απαγάγοντας το γιο του Χανκ. Οι απαγωγείς είναι ο Έντουαρντ (Μπέρναρντ Μάιλς) και η Λούσι Ντέιτον (Μπρέντα Ντε Μπάνζι), τους οποίους οι ΜακΚέννα γνώρισαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Μην έχοντας άλλη επιλογή το ζευγάρι επιστρέφει στο Λονδίνο προκειμένου να εντοπίσουν τους απαγωγείς, που πλέον έχουν φύγει από το Μαρόκο και να σώσουν τη ζωή του Χανκ.
Πληροφορίες παραγωγής
Κινηματογραφική αφίσα για την ταινία: Ο Άνθρωπος που Ήξερε Πολλά
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ είχε από το 1941 την επιθυμία του να σκηνοθετήσει μια αμερικανική εκδοχή της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά. Όμως κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτή του την επιθυμία το 1956, καθώς είχε θέσει ως όρο στο συμβόλαιό του με την Paramount Pictures την επανεκτέλεση της ταινίας του 1934. Η εταιρία ήταν σύμφωνη για τη δημιουργία ενός ριμέικ που θα προσάρμοζε την υπόθεση στη δεκαετία του ’50. Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για τη συγγραφή του σεναρίου τον σεναριογράφο Τζον Μάικλ Χέιζ, στον οποίο έθεσε τον όρο να μη δει την εκτέλεση του 1934, ούτε να διαβάσει το σενάριό της. Ήταν ο Χίτσκοκ εκείνος που του διηγήθηκε την υπόθεση της ταινίας πάνω στην οποία πάτησε για να γράψει το σενάριο. Όταν ο σκηνοθέτης ξεκίνησε τα γυρίσματα, είχε στα χέρια του μόνο τις πρώτες σκηνές της ταινίας. Ο Χέιζ του έστειλε τις υπόλοιπες σκηνές μέσω ταχυδρομείου ενώ τα γυρίσματα συνεχίζονταν.
Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για άλλη μια φορά, ως πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Τζέιμς Στιούαρτ με τον οποίο είχε ήδη συνεργαστεί στις ταινίες Ο βρόχος (Rope, 1948) και Σιωπηλός μάρτυς (Rear Window, 1954). Ο σκηνοθέτης απαίτησε επίσης να ανατεθεί ο ρόλος της συζύγου του Στιούαρτ στην ξανθιά ηθοποιό Ντόρις Ντέι εφόσον του άρεσε η ερμηνεία της στην ταινία Όταν η θύελλα ξεσπά (Storm Warning, 1951). Αλλά ο Χέρμπερτ Κόλμαν της Paramount έφερε αντιρρήσεις εφόσον γνώριζε την ηθοποιό μόνο από τη δουλειά της ως τραγουδίστρια. Ο Κόλμαν πρότεινε στο Χίτσκοκ μια σειρά από πιο γνωστές ξανθές ηθοποιούς όπως η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ και η Λάνα Τέρνερ, ή ως εναλλακτική λύση ανέφερε τα ονόματα των μελαχρινών Άβα Γκάρντνερ, Τζιν Τίρνεϊ και Τζέιν Ράσελ, αλλά ο σκηνοθέτης παρέμεινε ανένδοτος κι η Ντέι ανέλαβε το ρόλο.
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν στο Μαρακές, αλλά ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να αλλάξει το πρόγραμμα των γυρισμάτων για να μην συμπέσουν με το Ραμαζάνι. Η Ντέι ένιωσε αποστροφή με τον τρόπο που οι ντόπιοι μεταχειρίζονταν τα ζώα και συμφώνησε να ξεκινήσει τα γυρίσματα μόνο αφότου το συνεργείο της ταινίας έστησε ένα σταθμό όπου τάιζαν τα ζώα κοντά στο κινηματογραφικό σετ. Έπειτα η παραγωγή μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και το Λος Άντζελες όπου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα.
Μουσική
Ο συνθέτης Μπέρναρντ Χέρμαν χρησιμοποίησε ως επί το πλείστον το μουσικό θέμα του Άρθουρ Μπέντζαμιν Storm Clouds Cantata για την κλιμάκωση των σκηνών της ταινίας. Στην ταινία χρησιμοποιήθηκε επίσης το τραγούδι που έγραψαν οι Λίβινγκστον και Έβανς με τίτλο Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) για να αναδειχτούν οι φωνητικές ικανότητες της Ντέι, που υποδυόταν μια τραγουδίστρια που έχει αποσυρθεί για να ζήσει με τον σύζυγό της. Το τραγούδι έφτασε στο νούμερο 2 στον κατάλογο με τις επιτυχίες των Η.Π.Α. και στο νούμερο 1 στην Αγγλία.
Διαφορές με την εκτέλεση του 1934
Η υπόθεση παρουσιάζει αρκετές διαφορές μεταξύ των δυο εκτελέσεων. Η πρώτη εκτέλεση διαδραματίζεται στο Σαιντ Μόριτς στην Ελβετία κι όχι στο Μαρόκο. Στην εκτέλεση του 1934 το θύμα της απαγωγής είναι η κόρη του ζευγαριού ενώ σε εκείνη του 1956 θύμα είναι ο γιος. Η κλιμάκωση του τέλους της πρώτης ταινίας διαδραματίζεται στο Ιστ Εντ του Λονδίνου, ενώ το κλείσιμο της δεύτερης εκδοχής λαμβάνει χώρα στην πρεσβεία.
Εισπράξεις
Με προϋπολογισμό 1.200.000 δολαρίων, η ταινία είχε εμπορική επιτυχία κάνοντας εισπράξεις της τάξης με των 4.100.000 δολαρίων.
Βραβεία: Βραβεία Ακαδημίας Κινηματογράφου (Όσκαρ)
Βράβευση: Καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού – Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera)