Ο Φρέντυ ανακαλύπτει τον αθλητισμό
11/08/2024Σαν έφτασε στο ξενοδοχείο η αρκουδοοικογένεια του Φρέντυ, ήταν πια απομεσήμερο. Η Ζουζού στην κουζίνα τούς είχε κρατήσει απ’ το μεσημέρι πίτες με βρούβες, λάπαθα και τσουκνίδες. Και για γλυκό ταρτάκια με φράουλες και μέλι.
Μα ο Φρέντυ δεν τα ’τρωγε όλ’ αυτά και γύρευε το γαλατάκι του. Η Σάλυ, όμως, κρίνοντας πως έφτασε πια η ώρα να τον αποκόψει, έκανε νόημα στις σερβιτόρες, τη Ζαχαρένια και τη Μελισσένια, να του φέρουν ένα πιάτο με στερεά τροφή κατάλληλη για παιδιά.
Σε λίγο ο μικρός αρκούδος δοκίμαζε για πρώτη φορά τους δημητριακούς καρπούς, τη χλόη, τα φύλλα και τα βλαστάρια των δέντρων γαρνιρισμένα με κάμπιες και μυρμήγκια. Μα ήταν τόσο αργός στο φαΐ του ο καημένος, που αυτά τα τελευταία πρόλαβαν στο πι και φι να ξεγλιστρήσουν απ’ το πιάτο και ν’ απομακρυνθούν χαχανίζοντας τρισευτυχισμένα.
Είχε περάσει πια η ώρα κι ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στα δωμάτια τους, όταν σε χαμηλή πτήση πάνω απ’ τα κεφάλια τους προσγειώθηκε η Αθηνά, η δασκάλα του Φρέντυ. Δεν μπορούσαν να την αποφύγουν, έπρεπε να της πουν την αλήθεια!
Άφησαν τις ντροπές κατά μέρος και της μίλησαν με κάθε ειλικρίνεια για ό,τι συνέβη. Η κουκουβάγια, αφού τους άκουσε προσεχτικά, τους συμβούλεψε να συνεχίσουν να τον στέλνουν στο σχολείο για να μη νιώσει ο μικρός απομονωμένος και πέσει σε μελαγχολία.
– Κι από γράμματα, ό,τι πάρει κέρδος θα είναι, κατέληξε η σοφή δασκάλα που λειτουργούσε και σαν ψυχολόγος των ζώων.
Κι αφού φίλησε σταυρωτά το Φρέντυ, τούς αποχαιρέτησε. Οι γονείς, παίρνοντας θάρρος απ’ τα λόγια της, ανέβηκαν στα δωμάτια των άλλων παιδιών για να τους πουν τα νέα. Τ’ αγόρια μόλις είχαν ξυπνήσει κι η Αντζέλικα έσιαζε τα κρεβάτια τους, κάνοντας τη νοικοκυρά. Με το που μπήκε ο αδελφός τους μέσα, έτρεξαν καταπάνω του και τον αγκάλιασαν με ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους την αγωνία.
– Τι έχει ο Φρέντυ, μπαμπά; ζήτησε να μάθει πρώτη η Αντζέλικα.
– Τι είπε ο γιατρός; Τι πρόβλημα έχει; ρώτησε ο Ντέμης με άσχημα προαισθήματα.
Μα απάντηση δεν πήρε και τον έζωσαν τα φίδια.
Ο Στρουμπουλός πλησίασε τον αδελφό του εμπιστευτικά.
– Σου ’δωσε και σιρόπι, Φρέντυ;
– Όχι.
– Τι έκανες εκεί;
– Ζωγράφιζα.
– Τι;
– Μουντζούρες.
– Μου… Μα τι λες; Μουντζούρες;
– Μουντζούρες, ξαναείπε ο Φρέντυ σα να ευχαριστιόταν με την επανάληψη και μόνο της λέξης αυτής.
– Ααα! Δεν καταλαβαίνω τι μου λες, είπε αγανακτισμένος ο Στρουμπουλός, και γύρισε να διαβάσει τα μαθήματά του για την επόμενη ημέρα.
Ο Φρέντυ έμεινε ξάφνου μόνος, κοιτώντας με θλιμμένα μάτια τ’ αδέλφια του που φαίνεται πως κουράστηκαν μαζί του και του γύρισαν τη πλάτη. Ένιωθε πως τους απογοήτευσε όλους, μα δεν καταλάβαινε το γιατί και μελαγχόλησε.
Έτσι τον βρήκε η μάνα του, που μόλις είχε τελειώσει με τις δουλειές του σπιτιού, και τον πήρε κοντά της να τον παρηγορήσει. Με τα χάδια και τα φιλιά της ηρέμησε κάπως, και πήγε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του Δεβαριέσαι, που έπαιζε πιο κει με την Αντζέλικα.
Πάνω στην ώρα ήρθε και ο μπαμπάς αρκούδος με μια πιατέλα αγριοφράουλες κι ένα ζεμπίλι βατόμουρα του δάσους. Η Σάλυ βρήκε την ευκαιρία και τους μάζεψε όλους γύρω απ’ το τραπέζι την ώρα που κοιμόταν ο μικρός.
Η αλήθεια γι’ αυτόν έγινε γνωστή, όσο κι αν κακοφάνηκε πολύ στα παιδιά η όλη κατάσταση. Συμφώνησαν, όμως, ν΄ ακολουθήσουν τις συμβουλές της δασκάλας, κι έτσι ο Φρέντυ ξαναπήγε σχολείο μ’ όλα του τα βιβλία και τα τετράδια. Τον πείραξαν μία, τον πείραξαν δύο, ώσπου στο τέλος τον συνήθισαν και έπαψαν να σχολιάζουν τη συμπεριφορά του.
Μέχρι το τέλος, βέβαια, εκείνου του χρόνου, όλοι οι ένοικοι γνώριζαν πάνω – κάτω το πρόβλημα του μικρού αρκούδου· πως ήταν δηλαδή “άγουρος στο μυαλό”, που πάει να πει δεν έπαιρνε τα γράμματα και άδικα το ταλαιπωρούσαν το παιδί.
Αυτή τους η ερμηνεία, ωστόσο, βόλευε τη Σάλυ και τους υπόλοιπους της αρκουδοοικογένειας, και γι’ αυτό ακριβώς δε φρόντισαν να τη διαψεύσουν, αφήνοντας να αιωρείται επίτηδες η δήθεν αδιαφορία του μικρού για το σχολείο και τις υποχρεώσεις του.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά περνούσε εν τω μεταξύ ο καιρός για το Φρέντυ, και το σώμα του μεγάλωνε και μεγάλωνε, ώσπου έγινε πια «σωστός άντρας», και οι φίλοι κι οι γνωστοί τον υπολόγιζαν τώρα περισσότερο, αφού κουτσά – στραβά έφτασε στην τελευταία τάξη και θα ’παιρνε το απολυτήριο.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως όλα αυτά τα χρόνια των δήθεν σπουδών του Φρέντυ, και τα ίδια μαθήματα ακόμη δεινοπάθησαν απ’ τις κακές επιδόσεις του μικρού, αφού έδειχνε να τ’ απεχθάνεται και να υποφέρει διαβάζοντάς τα.
Όλα, εκτός από ένα: αυτό της γυμναστικής, όπου –περιέργως– τα πήγαινε μια χαρά, γεμίζοντας ικανοποίηση το δάσκαλό του το λελέκι, που διέκρινε πρώτος ένα ξεχωριστό ταλέντο στο μικρό μαθητή.
Η συνήθεια που απέκτησε από την πρώτη κιόλας μέρα της γέννησής του, να στέκεται στα πίσω του πόδια χρησιμοποιώντας σα χέρια τα δυο μπροστινά, αποδείχθηκε τελικά ιδιαίτερα χρήσιμη για το Φρέντυ, ιδίως κατά την ώρα των αγωνισμάτων στο μικρό ξέφωτο, που εκτός των άλλων ήταν και χώρος άθλησης των μικρών μαθητών.
Ο Γυμναστής τον δοκίμασε αρχικά στην πάλη, όπου συνήθως διακρίνονταν οι αρκούδες, μα ο Φρέντυ δεν έδειχνε καθόλου μα καθόλου ευχαριστημένος, γιατί από μικρό ακόμα δεν του πήγαιναν αυτές οι βιαιότητες και τα πασπατέματα.
Ύστερα, τον δοκίμασε στη σφαίρα· όμως κι εκεί φάνηκε πως από το μεγάλο της βάρος δεν μπορούσε να την ελέγξει όπως θα ’πρεπε, κι έτσι λίγο έλειψε μια μέρα να ρίξει τη σιδερένια μπάλα πάνω στους συμμαθητές του που παρακολουθούσαν αμέριμνοι τις γυμναστικές επιδείξεις του σχολείου τους.
Τέλος, όταν πια έφτασε στο απροχώρητο, ο δάσκαλος, τού έδωσε να ρίξει ένα μικρό ακόντιο, γιατί ήτανε –λέει– και ελαφρύτερο απ’ τη σφαίρα και θα μπορούσε να το ελέγξει καλύτερα, πετώντας το μάλιστα πολύ μακριά με τη δύναμη που είχε.
Δεν έπεσε έξω. Προς μεγάλη έκπληξη όλων των θεατών που ήταν έτοιμοι να ξεφωνίσουν μια ακόμη αποτυχία του, ο Φρέντυ τα κατάφερε! Το ακόντιό του, διασχίζοντας με ορμή την απόσταση πάνω απ’ τα κεφάλια όλων, έφτασε σχεδόν μέχρι πάνω ψηλά στις κορυφογραμμές των δέντρων, που πύκνωναν πιο πέρα το μικρό δάσος. Ύστερα μπλέχτηκε στα κλαδιά και έπεσε κατρακυλώντας κάτω στη γη, αφήνοντας έναν κούφιο θόρυβο.
– Ζήτωωω! φώναξαν ενθουσιασμένοι οι μαθητές.
– Μπράβο! είπε στο Φρέντυ ο δάσκαλος, κι εκείνος πέταξε απ’ τη χαρά του.
Πόσο σπουδαίος και ευτυχισμένος ένιωθε για πρώτη φορά στη ζωή του! Τ’ άλλα παιδιά τον περιτριγύρισαν κοιτώντας τον με φανερό θαυμασμό. Έφτασαν και τ’ αδέλφια του, που είχαν από καιρό αποφοιτήσει. Τον αγκάλιασαν σφιχτά και τον φίλησαν.
– Τα κατάφερες, αδελφούλη! του φώναξε η Αντζέλικα.
– Είσαι και ο πρώτος μεγάλε! τον χαιρέτησε μπασκετικά ο Δεβαριέσαι.
– Τι λες; Πάμε για ψάρεμα οι δυο μας, όπως το σχεδιάζαμε; του ψιθύρισε στ’ αυτί ο Ντέμης χτυπώντας τον φιλικά στη πλάτη.
Σαν γύρισαν στο σπίτι κουρασμένα τα πέντε παιδιά, οι γονείς τους έπνιξαν στα φιλιά το Φρέντυ, και για επιβράβευση τού υποσχέθηκαν μια αθλητική φόρμα με κεντημένο τ’ όνομά του στην πλάτη, όπως συνηθίζεται στους αθλητές.
Το απόγευμα κιόλας ο μπαμπάς αρκούδος την αγόρασε απ’ το κατάστημα της Μόνα – Λίζα, της αγριόγατας, που βρίσκονταν πάνω ακριβώς στην κεντρική λεωφόρο. Χιλιόμετρα μακριά από κει, μέσα σε σύννεφο ομίχλης, άπλωνε νωχελικά την άγρια ομορφιά της η πολιτεία των ανθρώπων…
Την επόμενη μέρα ο μικρός αθλητής πετούσε στους επτά ουρανούς κι αρνούνταν να βγάλει τη στολή, ως και την ώρα του ύπνου του ακόμα.
– Αν τη φοράς όλη μέρα θα τη λερώσεις και δε θα μπορείς να τη φορέσεις αύριο στο σχολείο σου, τον συμβούλεψε η μαμά αρκούδα.
– Μα αύριο είναι Κυριακή, μαμά, δεν έχουμε σχολείο! είπε χαχανίζοντας ο Φρέντυ προς μεγάλη χαρά της μητέρας του, που σκεφτόταν πως ίσως άρχιζε να ωριμάζει το ”άγουρο” μυαλό του και γινόταν ένα φυσιολογικό παιδί σαν όλα τα άλλα. Δεν ήξερε –τέλος πάντων– τι να υποθέσει, μα ήλπιζε πάντα στο καλύτερο.
Και τα καλύτερα έρχονταν σιγά – σιγά για το Φρέντυ. Από την ημέρα που φόρεσε για πρώτη φορά την αθλητική του στολή και δέχτηκε τα πρώτα συγχαρητήρια του δασκάλου, των φίλων και συγγενών του, απέκτησε – ως εκ θαύματος – ψυχολογία αθλητή!