Ο γλύπτης Ιωάννης Βιτσάρης και “Η κόρη με το τριαντάφυλλο”
28/06/2022Εκατόν τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Αθηναίου γλύπτη Ιωάννη Βιτσάρη (1843-1892). «Φαντάζει σαν ένας μακρόλαιμος χιονάτος κύκνος που λέει το πρώτο και στερνό τραγούδι του», έγραφε ο λεπταίσθητος ποιητής Αναστάσιος Δρίβας (1899-1942) στο περιοδικό “Φραγκέλιο” του Νίκου Βέλμου (1890-1930) το 1927 για τη μαρμάρινη κόρη με το τριαντάφυλλο, τη Σοφία Χ. Χέλμη, έργο του γλύπτη.
Έφυγε από τη ζωή αρραβωνιασμένη στα είκοσι ένα της χρόνια! Από το 1884 στέκεται στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών. Ενταγμένη σε αετωματικό ναϊσκόμορφο μαρμάρινο πλαίσιο, μέσα από το οποίο κινείται προς το μέρος μας, η όρθια μπροστά σε τραπέζι κοπέλα αντανακλά στο πρόσωπο, στα χέρια και στο σώμα της την αττικήν αβρότητα των κλασικών επιτύμβιων στηλών. Μας προσκαλεί να μην την προσπεράσουμε βιαστικά. Θέλει να την κοιτάξουμε περισσότερο, πιο προσεκτικά – «αλλ’ εσίδεσθε»!
Θα μπορούσε να έχει ληφθεί υπόψη φωτογραφική εν ζωή απεικόνιση της κοπέλας. Η προβολή των όγκων στα επίπεδα της μορφής (το κεφάλι, το αριστερό χέρι, το αριστερό πόδι) αποδίδεται ήπια, ζωγραφικά, συνδυασμένη με την υποχώρηση του επίπλου που οριοθετεί το βάθος του χώρου και πάνω στο οποίο έχει αφεθεί τριαντάφυλλο, σύμβολο ερωτικού πάθους. Τον ζωγραφικό χαρακτήρα του έργου τον επιτείνει η επιλογή του γκρίζου μαρμάρου από τον Υμηττό, πλαισίου του έργου.
Πώς εξηγείται η ανάθεση της παραγγελίας αυτής στον απότομο και μονόχνοτο –όπως περιγράφεται– γλύπτη; Την παραγγελία εικάζουμε ότι θα την έδωσε στον Βιτσάρη ο αδελφός της άτυχης κοπέλας, αρχιτέκτων, απόφοιτος της παρισινής Êcole Spéciale d’Architecture Τάσος Χ. Χέλμης (1868-1928), που μάλλον σχεδίασε και το μνημείο με το μαρμάρινο περίζωμά του, μνημείο όπου έμελλε να ταφεί και ο ίδιος σε αυτό. Ο Χέλμης είναι ο αρχιτέκτων του Μεγάρου Μαξίμου το 1912 και εκείνος που ανέλαβε την τροποποίηση της πρόσοψης του δεύτερου κτηρίου του σημερινού Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών-Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία το 1913.
Τι απέγινε η μεγαλοφυΐα Βιτσάρης
Πληροφορίες για τη ζωή του Βιτσάρη αντλεί κανείς και από φάκελο εγγράφων που κατέθεσε η οικογένειά του στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος. Γόνος ονομαστής αθηναϊκής οικογένειας με το κακόηχο, δηλωτικό όμως του επαγγέλματος των κατασκευαστών ξύλινων βαρελιών για κρασί επώνυμο Μπουτζαράδες, που φρόντισαν να το μετατρέψουν επί το λογιότερον, σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας πλαστική από το 1861 έως το 1864 κοντά στο Γεώργιο Φυτάλη (1830-1880).
Το 1865 έφυγε με υποτροφία της κυβερνήσεως στο Μόναχο, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη Βαυαρική Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών κοντά στον γλύπτη Max Ritter von Widnmann (1812-1895) και στον ζωγράφο Wilhelm von Kaulbach (1805-1874). Όμως τα χρήματα από την Ελλάδα κόπηκαν και αναγκάστηκε να συνεχίσει έως το 1870 τις σπουδές του στη ζωγραφική με δαπάνες της οικογένειάς του.
Διακρίθηκε για τις ικανότητές του ως σπουδαστής, σε σημείο που ο δάσκαλός του Kaulbach να πει ότι, αν τον βοηθούσε η πατρίδα του, θα κέρδιζε έναν εξαίρετο τεχνίτη, εφάμιλλο των αρχαίων. Και ο συμφοιτητής του Βιτσάρη Syrius Eberle (1844-1903) ρώτησε τον ομότεχνό του Θωμά Μ. Θωμόπουλο (1873/5-1937), ο οποίος έφτασε το 1898 στο Μόναχο, «τι γίνεται εκείνη η μεγαλοφυΐα;».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το 1871 ο Βιτσάρης άνοιξε το μαρμαρογλυφείο του στην οδό Ακαδημίας, απέναντι από τον ναό της Ζωοδόχου Πηγής, πολύ κοντά στο εργαστήριο των αδελφών Φυτάλη. Εκεί δούλευε κυρίως ταφικά μνημεία, προτομές, ελεύθερες συνθέσεις σε γύψινα προπλάσματα που τα κατέστρεφε απογοητευμένος. «Όσα έργα έφτιαχνε, τα χάλαγε, γιατ΄ είχε αηδιάσει να βαστάει πράματα που κανένας δεν τα εκτιμούσε», έγραφε ο Βέλμος στο “Φραγκέλιο” το 1927.
Μαραίνετ΄ ο Βιτσάρης
Εγκατέλειψε την κλασικιστική γραμμή που είχε διδαχθεί στα χρόνια του Μονάχου και υιοθέτησε τη φυσιοκρατική απόδοση των μορφών του. Το 1872 δούλεψε τον αποκρουσμένο σήμερα στα δάχτυλα των ποδιών μαρμάρινο Άγγελο στον τύπο του Πενθούντος Πνεύματος για τον οικογενειακό τάφο του αυτοδίδακτου Ανδριώτη μηχανικού Νικόλαου Κουμέλη (π. 1800-1879). Ο Κουμέλης ήταν συνεργάτης του Δανού αρχιτέκτονα Theophil von Hansen (1813-1891) και του Γερμανού, επίσης αρχιτέκτονα, Ernst Ziller (1837-1923) στα κτήρια του Πανεπιστημίου και της Ακαδημίας Αθηνών.
Θρηνωδός, με δυνατά φτερά και πολύ ανθρώπινο σώμα, καλεστικός στον έρωτα, περιγράφεται ο μαρμάρινος άγγελος από τον ποιητή Τάκη Παπατσώνη (1895-1976) στο “Φραγκέλιο” το 1927. Ως πρότυπο του Βιτσάρη μπορεί να εκληφθεί ο Μορφέας του Γάλλου γλύπτη Jean-Antoine Houdon (1741-1828), έργο του 1777. Τον ίδιο χρόνο, το 1872, η βασίλισσα Όλγα (1851-1926) ανέθεσε στον Βιτσάρη να μεταφέρει στο μάρμαρο το γύψινο σύμπλεγμα του Δαμαστή Θηρίου, που το ολοκλήρωσε το 1873 και βρισκόταν παλαιότερα στη συλλογή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ λανθάνει.
Η “Εφημερίς” το 1874 σημείωνε ότι μαρμάρινο σύμπλεγμα μεταφέρεται από το εργαστήριο του Βιτσάρη στα ανάκτορα, από όπου η βασίλισσα θα το έστελνε ως δώρο στην πατρίδα της τη Ρωσία. Μία ακόμα αγορά ανέμενε τον Βιτσάρη τον ίδιο χρόνο, το 1874: ο Γεώργιος Κωνσταντίνου αγόρασε από τον γλύπτη το ημιτελές άγαλμα Ελληνίδας χωρικής για να το αποστείλει στην Αμερική. Το 1875 η ανάθεση από την αρχαιολογική υπηρεσία στον Βιτσάρη της τοποθέτησης και της στερέωσης των αρχαίων γλυπτών της νεότευκτης ανατολικής πτέρυγας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου δεν ευοδώθηκε, λόγω της ιδιοτροπίας του γλύπτη.
Ο Χρήστος Αράπης
Τον ίδιο χρόνο, το 1875, ο Βιτσάρης εξέθεσε το γύψινο πρόπλασμα του Αράπη, με πρότυπο τον γραφικό Χρήστο Αράπη, που τον αποτύπωσαν σε έργα τους ο Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904), ο Νικόλας Γύζης (1842-1901) και ο Ιωάννης Οικονόμου (1860-1931). Ο αγνώστου προελεύσεως πλανόδιος, άστεγος και άφιλος Χρήστος βαφτίστηκε ορθόδοξος, ήθελε να ονομάζεται Μοναστηριώτης, αγαπούσε τα παιδιά, υπήρξε μοντέλο στο Σχολείο των Τεχνών και έφυγε από τη ζωή το 1886.
Το ρεαλιστικό έργο του Βιτσάρη το έψεξε ο καυστικός Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) στον “Ασμοδαίο” το 1875: «Όπως οι αρχαίοι Έλληνες παρίστων μεθύσους είλωτας εις τους νέους, ίνα αποστραφώσι την μέθην […], ούτω και υμείς στήσατε “βιτσαρείους” Άραβας εις τα παρθεναγωγεία προς εκδίωξιν του πειρασμού». Έπειτα από καιρό, ο ζωγράφος Βύρων Κοντόπουλος (1862-1941) το βρήκε πεταμένο στο Ζάππειο, το περιμάζεψε και το έδωσε στον γλύπτη Θωμόπουλο. Χάρη σε δωρεά, εκτίθεται σήμερα στην Εθνική Γλυπτοθήκη.
Τον Ιούλιο του 1875 ο Φλοξ (φιλολογικό ψευδώνυμο του Άγγελου Στ. Βλάχου, 1838-1920) τόνιζε σε ημιστίχιο ποιήματός του: «Μαραίνετ’ ο Βιτσάρης». Παρά την εκούσια απομόνωσή του, ο Βιτσάρης το 1878 συμμετέχει στον διαγωνισμό για τη φιλοτέχνηση του μαρμάρινου ανδριάντα του λόρδου Βύρωνος στο Μεσολόγγι. Το γύψινο πρόπλασμα του σοβαρού και σκεπτόμενου, πλούσια ντυμένου Άγγλου ποιητή, άνδρα του βορρά, δεν εγκρίθηκε, αποκείμενο στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Η Κοιμωμένη και άλλα έργα
Το 1885 είναι καλός χρόνος για τον Βιτσάρη. Έχοντας δεχθεί στο εργαστήριό του την επίσκεψη της βαρυπενθούσας μητέρας Ευρυδίκης Ιω. Δελιγιάννη (;-1919) που του ανέθεσε τη φιλοτέχνηση του μαρμάρινου μνημείου της κόρης της Μαρίας Ι. Δελιγιάννη, η οποία είχε αφήσει δεκαοχτάχρονη την τελευταία πνοή της στη Γαλλία το 1883, περάτωσε το μνημείο της. Έδωσε τη δική του Κοιμωμένη, μετά από τον Χαλεπά. Το άγαλμα της νεαρής κοπέλας το διακρίνει η ηρεμία του θανάτου που δεν τον τάραξε κανένας πόνος. Η άριστα αποδοσμένη κόρη, με το χαριτωμένο παιδικό πρόσωπο, μοιάζει να θέλει, από στιγμή σε στιγμή, να σηκωθεί, κρατώντας στο δεξί της χέρι σταυρό προσευχής πάνω στο στήθος της.
Τον ίδιο χρόνο, το 1885, επανέλαβε τον Άγγελο του τάφου Κουμέλη για τον τάφο της αδελφής του πλούσιου έμπορου δημητριακών, σταφίδας και λαδιού, επιχειρηματία, χρηματιστή, συμβούλου της Ιονικής Τραπέζης Διονύσιου Π. Στουπάθη (;-1911) Ελένης στο Νεκροταφείο Ζακύνθου. Ακολουθεί τον εικονογραφικό τύπο της Ελληνοπούλας, του μαρμάρινου αγάλματος για τον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη (1790-1823) στον Κήπο των Ηρώων, στο Μεσολόγγι, έργου του Γάλλου γλύπτη David d’Angers (1788-1856), από το 1827.
Το έργο, μετά από σύντονες ενέργειες του νομάρχη Ζακύνθου –και κατοπινού για μικρό διάστημα διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Ανδρέα Σ. Ιωάννου (1918-1972)– αγοράστηκε 50.000 δρχ. από τον γιο του Στουπάθη Παναγιώτη. Μεταφέρθηκε από το νεκροταφείο Ζακύνθου και τοποθετήθηκε γύρω στο 1971 σε κενοτάφιο του Ούγου Φώσκολου (1778-1827), το οποίο δημιουργήθηκε κοντά στο σπίτι του στη Ζάκυνθο, επί της οδού Φωσκόλου, απέναντι από τον ναό της Παναγίας Οδηγήτριας, με την ευκαιρία γιορτών προς τιμήν του. Ο Φώσκολος είχε μητέρα Ζακυνθινή και ο ίδιος ήταν γεννημένος στη Ζάκυνθο. Αφού αφαιρέθηκε το έργο από το νεκροταφείο, αποκαλύφθηκε η στατική μελέτη του: κάτω από τη βάση του είχε διαμορφωθεί θόλος με συνδετικό υλικό πορσελάνη, προκειμένου να εξουδετερώνει τις ωθήσεις του μαρμάρινου γλυπτού αλλά και της μαρμάρινης βάσης του.
Πάλι το 1885, ο Βιτσάρης φιλοτέχνησε το μαρμάρινο ανάγλυφο του πρώτου γιατρού καθηγητή της Ειδικής Νοσολογίας και Κλινικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, προσωπικού γιατρού του βασιλιά Όθωνα Ιωάννη Βούρου (1808-1885) στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών. Περίπου την ίδια εποχή φιλοτέχνησε τον γύψινο Εκατόγχειρα που έπεσε το 1910-20 από μέγαρο της οδού Ερμού.
Γύρω στο 1887 φιλοτέχνησε τη μαρμάρινη προτομή του αρεοπαγίτη, ευεργέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών Παύλου Ν. Παυλόπουλου (1818-1887), με προσωποποιημένη τη Δικαιοσύνη στο κάτω μέρος. Επίσης, φιλοτέχνησε τη μαρμάρινη προτομή του βουλευτή Καλαμών και διοικητή του Α΄ Συντάγματος Ιππικού Περικλή Α. Μαυρομιχάλη (1830-1886), μνημείο που τον έφερε σε φιλική σχέση με τον σχεδιαστή του, αρχιτέκτονα Ιωάννη Ευθ. Μούση.
Φαντασιώδη, αλλά πλήρη κάλλους, έργα
Το 1888 σχεδίασε την ανάγλυφη διακόσμηση εστίας (τζακιού) για την έπαυλη του Μούση στην Κηφισιά, με ανάγλυφη ζωφόρο συμβολικών παραστάσεων στο κάτω μέρος και με εκατέρωθεν δύο Καρυάτιδες, στα πόδια των οποίων εντάχθηκαν οι προσωποποιήσεις της Ζωγραφικής και της Γλυπτικής. Για τη διακόσμησή του αυτήν ο Βιτσάρης τιμήθηκε μετά θάνατον, το 1900, στην Παγκόσμια Έκθεση Παρισιού. Στην έπαυλη αυτή ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Α’ (1893-1920) γνώρισε την όμορφη κόρη του ιδιοκτήτη της, αξιωματικού του Ιππικού και αυλικού Πέτρου Μάνου (1871-1918) Ασπασία (1896-1972), την οποία και νυμφεύθηκε κρυφά το 1919.
Κατόπιν το κτήριο πέρασε στην ιδιοκτησία του δημοσιογράφου Θεολόγου Ι. Νικολούδη (1890-1946), ο οποίος έπρεπε ως υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού του μεταξικού καθεστώτος να βρίσκεται κοντά στη, μοιραία για την έκρηξη του πολέμου στην Ελλάδα, κατοικία του δικτάτορα. Μέσα στην Κατοχή το μέγαρο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, που το χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήριό τους για το αεροδρόμιο Τατοΐου. Το 1959 εδώ κινηματογραφήθηκαν σκηνές για την ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη (1923-2010) “Η Μουσίτσα”.
Το 1893 η μητέρα του Βιτσάρη υποχρεώθηκε να εκποιήσει γύψινα προπλάσματα έργων του για να του ανεγείρει μαρμάρινο ταφικό μνημείο που τελικά δεν έγινε. «Ανεπεξέργαστα, ατελή, φαντασιώδη, αλλά πλήρη κάλλους, πλήρη μυστηρίου, φαίνονται ως οι κατεσπαρμένοι εκείνοι στίχοι του Σολωμού, οι ευρισκόμενοι εν τη συλλογή του και των οποίων έκαστος είνε ωραιότερος τελείου ποιήματος», σχολίασε τότε αθηναϊκή εφημερίδα. Γύψινα προπλάσματά του απέκτησαν συνάδελφοί του, όπως ο ζωγράφος Γεώργιος Ν. Ροϊλός (1867-1927) τη “Μητρική Στοργή” και ο γλύπτης Μήτσος (Δημήτριος) Περάκης (1893-1965). Έργα του βρίσκονται στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών και στα κοιμητήρια Ζακύνθου, Λευκάδας, Κεφαλλονιάς, Χαλκίδας, Ναυπλίου, στην Εθνική Γλυπτοθήκη, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, στη Βουλή των Ελλήνων, στην Εθνική Τράπεζα.
Ιωάννης Βιτσάρης: Μύστης της ελληνικής τέχνης
Η καλλιτεχνική δημιουργία του Ιωάννη Βιτσάρη σηματοδοτεί για τη νεότερη ελληνική γλυπτική το μεταβατικό στάδιο από κλασικιστικές προς ρεαλιστικές επιδόσεις. Μελαγχολικός, ασυμβίβαστος και σεμνός, απέφευγε τον πάταγο και την επίδειξη. Κατέληξε να συχνάζει σε αθηναϊκά καπηλειά. Μακρά νόσος τον οδήγησε στον θάνατο από λευκωματουρία, πάνω στην ακμή του. «Η ελληνική τέχνη απόλλυσι δεξιόν και εμπνευσμένον μύστην», έγραψε αθηναϊκή εφημερίδα.
Τον ξαναθύμισε κατά τη δεκαετία του 1920 η νεορομαντική παρέα του Βέλμου: ο Δρίβας, ο Παπατσώνης, ο Κύπριος ποιητής Τεύκρος Ανθίας (Ανδρέας Παύλου 1903-1968), ο Μικρασιάτης πεζογράφος και εικαστικός Στρατής Δούκας (1895-1983), ο σκηνογράφος Αντώνης Φωκάς (1889-1986), που στις συχνές επισκέψεις τους στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών στέκονταν με δέος μπροστά από τα μνημεία του. Στις αρχές του 1929 ο Βέλμος οργάνωσε στο “Άσυλον Τέχνης” της οδού Νικοδήμου 21, στην Πλάκα, έκθεση φωτογραφιών του Κ. Μεταλλ[ε]ίδη με ταφικά μνημεία από το Α’ Κοιμητήριο Αθηνών, στα οποία περιλαμβάνονται και τρία έργα του Βιτσάρη: η “Αρραβωνιασμένη”, η “Κοιμωμένη” και ο “Ιωάννης Βούρος”.