Ο Καποδίστριας του Σμαραγδή κι όσοι βιάστηκαν να κάνουν κριτική
24/10/2025
Αυτό που σε γενικές γραμμές εντοπίζω στις ταινίες του Γιάννη Σμαραγδή είναι μια μανιχαϊστική διάσταση την οποία προσέδωσε και στον “Ελ Γκρέκο” και στον “Καζαντζάκη”, μέσω της εξιδανίκευσης και της υπέρμετρης ηρωοποίησης του βιογραφούμενου προσώπου. Το κεντρικό πρόσωπο, απαλλαγμένο από αδυναμίες και λάθη, αντιπροσωπεύει το απόλυτο καλό, το “φως” που μάχεται το “σκοτάδι”, με επιπτώσεις που κάμπτουν την ιστορική αξιοπιστία και, ίσως, το αισθητικό αποτέλεσμα της ταινίας.
Βλέποντας το τρέιλερ της ταινίας για τον Ιωάννη Καποδίστρια που αναμένεται να κυκλοφορήσει στο επόμενο διάστημα, η αίσθησή μου είναι πως και αυτή κινείται στο ίδιο μοτίβο. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η κριτική που ασκήθηκε σε αυτό το τρέιλερ σε επιμέρους σημεία και φράσεις παρουσιάζει, επίσης, ιστορικές ανακρίβειες και απλοϊκές γενικεύσεις, οι οποίες την καθιστούν αναξιόπιστη.
Στο επίκεντρο της κριτικής τέθηκε η φράση που αναφέρεται από τον ηθοποιό που υποδύεται τον Ιωάννη Καποδίστρια, Αντώνη Μυριαγκό, ότι οι Έλληνες της εποχής της Ελληνικής Επανάστασης είναι «απόγονοι τριών πολιτισμών: του Μινωικού, του κλασσικού και του βυζαντινού». Στη Lifo ο Γιώργος Τσαγκόζης έθεσε ζήτημα αναχρονισμού καθώς «ο Καποδίστριας δεν θα μπορούσε να γνωρίζει για τον Μινωικό πολιτισμό, αφού η ύπαρξή του ανακαλύφθηκε σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατό του».
Μινωίτες και Βυζαντινοί
Σίγουρα ο Έβανς ανακάλυψε την Κνωσσό 70 περίπου χρόνια μετά. Εντούτοις, αναφορές στον μυθικό βασιλιά Μίνωα και την ύπαρξη αρχαίου πολιτισμού στην Κρήτη εντοπίζονται σε αρχαία κείμενα, στον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη κ.α., και είναι πολύ πιθανό να τα είχε υπόψη ένας άνθρωπος με κλασική παιδεία, όπως ο Καποδίστριας, ακόμα και αν η χρήση του όρου “μινωικός”, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα, ήταν περιορισμένη ή ανύπαρκτη.
Επιπλέον, όπως έδειξε ο Κωνσταντίνος Λερούνης στο frear, «ο μινωικός πολιτισμός ήταν ευρύτατα γνωστός μέσω κειμένων από τον 16ο αιώνα, όταν ο μέγας ποιητής και μεταφραστής της Αγγλικής Αναγέννησης George Chapman χρησιμοποιεί τον όρο “μινωική Κνωσός” στη μετάφραση των Ομηρικών ύμνων (George Chapman, The crowne of all Homers workes Batrachomyomachia or the battaile of frogs and mise. His hymn’s – and – epigrams translated according to ye. originall by George Chapman, London: Printed by Iohn Bill, his Maiesties printer, [1624?] σελ. 41)».
Ο Θ.Κ. στο Documento προέβαλε επίσης ζήτημα αναχρονισμού, καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, ο Καποδίστριας έζησε πριν από τα έργα του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου και του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, επομένως δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει το Βυζάντιο στο τριμερές σχήμα συνέχειας του ελληνικού έθνους (Αρχαιότητα-Βυζάντιο-Σύγχρονη Ελλάδα), αφού «το Βυζάντιο δεν αποτελεί στοιχείο του Ελληνισμού προεπαναστατικά ούτε στη διάρκεια του Αγώνα και ούτε οι Διαφωτιστές το αναφέρουν».
Σε αυτή τη θέση, ας μην αντιπαραβάλλουμε τα συντάγματα του Αγώνα που αναφέρονται στο Δίκαιο “των αειμνήστων ήμων αυτοκρατόρων” και ας αναφερθούμε στον ελληνικό Διαφωτισμό. Όπως έχει αναδείξει ο Γιάννης Κουμπουρλής, η ιδέα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού (ή ρωμαίικου) έθνους, με το τριμερές σχήμα, υπάρχει διατυπωμένη μέσα στον λεγόμενο ελληνικό Διαφωτισμό, και όχι απλώς ως ανεπεξέργαστη λαϊκή αίσθηση, ήδη από το 1783, δηλαδή 70-80 χρόνια πριν τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο, από τον Δημήτριο Καταρτζή:
«Ἀφ’ οὗ ἕνας Ρωμηός συλλογιστή μιά φορά πώς κατάγεται ἀπό τόν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καί ἄλλους παρόμοιους Ἕλληνες, ἤ ἀπτούς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βελισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ’ ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ἤ ἔλκει τό γένος του ἀπό κανέναν άγιο, ἤ ἀπό κανέναν του συγγενή, πῶς νά μήν ἀγαπᾶ τούς ἀπογόνους ἐκείνων κ’ αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων; Πῶς νά μή τό ‘χῃ χαρά του νά δυστυχή σέ τέτοια πολιτική κοινωνία πού συναπαρτίζουν αὐτοί;» (Δ. Καταρτζής, “Συμβουλή στους νέους πώς να ωφελιούνται και να μη βλάπτουνται απ’ τά βιβλία τα φράγκικα και τα τούρκικα..”., π. 1783, Δοκίμια, επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής Αθήνα, 1974).
Το βιβλίο του Καποδίστρια
Φυσικά, στον ελληνικό Διαφωτισμό υπήρχε έντονη η τάση παράβλεψης ή εναντίωσης απέναντι στο Βυζάντιο. Όμως με ποια κριτήρια κατατάσσεται ο Καποδίστριας σε αυτή; Εξάλλου, είναι πλέον γνωστή η προσπάθεια του τελευταίου ως κυβερνήτη της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον Ιακωβάκη Ρίζο Νερουλό και ίσως και με άλλους λογίους της εποχής, να συνταχθεί μια ιστορία της νεότερης Ελλάδας, από το 1300 και μετά, δηλαδή “από της πτώσεως της Αυτοκρατορίας μέχρι των ημερών μας”
Σύμφωνα με την Κωνσταντίνα Ζάνου, «τόσο ο Νερουλός, όσο και ο Καποδίστριας, ανάγουν σε κεντρικό θέμα της αφήγησής τους την ιδέα της “διατήρησης” του εθνικού χαρακτήρα των Ελλήνων επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το συμπέρασμα στο οποίο φαίνεται να καταλήγουν και οι δύο είναι πως η κατάκτηση των Ελλήνων από τους Οθωμανούς δεν ήταν ποτέ ουσιαστικά “ολοκληρωμένη”, επιτρέποντας έτσι στους Έλληνες να συνεχίσουν να υπάρχουν, αν όχι ακριβώς ως κράτος εν κράτει, τουλάχιστον ως ξεχωριστή πολιτικοκοινωνική οντότητα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Η ίδια καταλήγει στο ότι «αν θεωρήσουμε πως το βιβλίο του Νερουλού γεννήθηκε από τη σύμπραξη μιας ομάδας λογίων και διανοητών (Νερουλός, Καποδίστριας, Ιγνάτιος, Μουστοξύδης, Μόστρας κ.ά.), τότε ίσως τα συμπεράσματά μας να ξεπερνούν τα στενά όρια της βιογραφίας ή της ιστορίας της ιστοριογραφίας. Με άλλα λόγια, το βιβλίο του Νερουλού δεν πρέπει να θεωρείται ξένο προς το διανοητικό πλαίσιο που επέτρεψε τη γένεσή του. Αντίθετα, είναι ενδεικτικό των ιδεών που κυοφορούνταν μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο διανοητικό περιβάλλον της ελληνικής διασποράς κατά τις αρχές του 19ου αιώνα· ιδέες, που συγκρινόμενες ίσως με τη Διαφωτιστική σκέψη, βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στην αντίληψη περί συνολικής ιστορίας του ελληνικού έθνους όπως αυτή θα διαμορφωνόταν, υπό τη σκέπη του Ρομαντισμού, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής».
Με τα παραπάνω, λοιπόν, γίνεται σαφές ότι ο Καποδίστριας ήταν διαμορφωτής και κοινωνός του αφηγήματος εθνικής συνέχειας, το οποίο, όπως καταδείχθηκε, υπάρχει πολύ πριν την ιστοριογραφική κατασκευή του 19ου αιώνα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πρωτοστατεί, για πολιτικούς μάλλον λόγους, στην προσπάθεια ιστοριογραφικής αποτύπωσης αυτής της αντίληψης συνέχειας, με στόχο βέβαια όχι να πείσει για τον ελληνικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, αλλά για τη διατήρηση του ελληνικού έθνους μετά την πτώση του, προκειμένου να προβληθούν στις Δυνάμεις τα “ιστορικά δικαιώματα” της Ελληνικής Επανάστασης και της σύστασης αυτόνομης πολιτείας.
Μια παρατήρηση
Κλείνοντας, κατά τη γνώμη μου, με βάση το τρέιλερ της ταινίας, το ζήτημα της ιστορικής ακρίβειας δεν αφορά το αφήγημα συνέχειας, του οποίου ο Καποδίστριας ήταν ούτως ή άλλως θιασώτης. Τα σημεία στα οποία θα στεκόμουν είναι η παραδοχή του Καποδίστρια στον Τσάρο Αλέξανδρο ότι υποστηρίζει την Επανάσταση με τη φράση “Μεγαλιώτατε είμαι Έλληνας” (κάτι τέτοιο σαφώς δεν έγινε ποτέ), αλλά και η αναφορά ότι ο Καποδίστριας έχει στήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό χρηματοδότησης του Αγώνα.
Φυσικά, ο Κερκυραίος από την στιγμή της έναρξης της Επανάστασης προσπαθεί με κάθε διπλωματικό μέσο και επιρροή που διαθέτει να την στηρίξει και να την διασώσει από την όποια απειλή καταστολής της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε ποτέ πρωτοστάτης και παράγοντας της έναρξής της. Θεωρούσε, καλώς ή κακώς, άκαιρο το ξέσπασμά της και εναντιώθηκε με σφοδρότητα στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, όπως άλλωστε και άλλοι μετέπειτα πολιτικοί παράγοντες του Αγώνα. Συνεπώς, η “μυθολογία” που φαίνεται να ενισχύεται από το ήδη διαθέσιμο απόσπασμα της ταινίας σχετίζεται με τη θεώρηση του Καποδίστρια ως επαναστάτη, μυστικού αρχηγού της Επανάστασης κ.λπ., με αποτέλεσμα την επίρρωση ατεκμηρίωτων ιστορικών αφηγημάτων.
*Ο Μιχάλης Ρέττος είναι φιλόλογος, υποψήφιος διδάκτορας νεότερης και σύγχρονης ιστορίας.





