Ο λόγος ως μηχανισμός δημιουργίας συναισθημάτων
08/04/2024Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η μουσική και η ρυθμικότητα του λόγου προξενούν τέσσερα συγκεκριμένα συναισθήματα: χαρά, λύπη, αγωνία και θυμό. Πώς όμως; Η απάντηση φαίνεται ότι βρίσκεται σε μια αξιοθαύμαστη ικανότητα που έχει ο ανθρώπινος νους. Είναι η ικανότητά του να αναγνωρίζει μοτίβα (αναγνώριση προτύπων – pattern recognition).
Για να κατανοήσουμε αυτόν τον μηχανισμό, ας θεωρήσουμε ένα υπεραπλουστευμένο παράδειγμα: Ας φανταστούμε ότι ένας άνθρωπος (ένα παιδί πολύ μικρής ηλικίας) βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του π.χ μια μπάλα και ένα δένδρο. Αυτόματα ο εγκέφαλός του δημιουργεί δύο νοητικά μοντέλα (patterns): το μοντέλο “μπάλα” και το μοντέλο “δένδρο”. Τα δύο αυτά μοντέλα εμπεριέχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της πραγματικής μπάλας και του δένδρου που ο άνθρωπος μπόρεσε να παρατηρήσει (π.χ το σχήμα και τις διαστάσεις τους). Όταν αργότερα το παιδί αντικρίσει ένα αντικείμενο, αυτομάτως ο εγκέφαλος συγκρίνει τα χαρακτηριστικά του (σχήμα και διαστάσεις) με εκείνα των δύο μοντέλων που έχει καταχωρήσει στη μνήμη του και αποφασίζει με ποιο από τα δύο ταιριάζει.
Εάν για παράδειγμα το σχήμα και οι διαστάσεις του ταιριάζουν με εκείνα του μοντέλου “μπάλα” τότε αντιλαμβάνεται ότι το αντικείμενο είναι μια μπάλα. Εάν το αντικείμενο δεν ταιριάζει με κανένα από τα δύο μοντέλα (π.χ. είναι ένα ποτήρι), ο εγκέφαλος θα δημιουργήσει ένα καινούριο μοντέλο με τα χαρακτηριστικά του ποτηριού. Με αυτόν τον τρόπο, ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις του, δέχεται πληροφορίες από το περιβάλλον του, τις επεξεργάζεται και δημιουργεί σταδιακά μια πληθώρα μοντέλων που “χτίζουν” την αντίληψή του για τον κόσμο. Επιπλέον, όπως είδαμε πιο πάνω, μαθαίνει. Με αυτόν τον μηχανισμό αναπτύσσεται η νοημοσύνη του και η δημιουργικότητά του.
Ας αναφέρουμε εδώ ότι στην επιστήμη των υπολογιστών, η μηχανική μάθηση (machine learning), ένας κλάδος της τεχνητής νοημοσύνης, μιμείται τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μαθαίνει: οι υπολογιστικές μηχανές, με τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων και χρησιμοποιώντας τεχνικές που ολοένα βελτιώνονται τις τελευταίες δεκαετίες, μαθαίνουν να εντοπίζουν την ύπαρξη μοτίβων στα δεδομένα που τους δίνουμε (κείμενα, εικόνες, ήχους κ.λπ) και να βγάζουν συμπεράσματα. Η μηχανική μάθηση έχει στις μέρες μας μια πληθώρα εφαρμογών τόσο στην επιστημονική έρευνα όσο και στην τεχνολογία, όπως στη ρομποτική, στις μηχανές αναζήτησης, στην αναγνώριση ομιλίας, στην ιατρική απεικονιστική κ.λπ.
Η μηχανική μάθηση εφαρμόζεται και στην ανάλυση συναισθημάτων (γνωστή ως εξόρυξη γνώμης ή τεχνική νοημοσύνη συναισθημάτων) η οποία χρησιμοποιείται σήμερα ευρέως από τις επιχειρήσεις στα πλαίσια του μάρκετινγκ. Η ανάλυση συναισθημάτων επεξεργάζεται κείμενα όπως κριτικές προϊόντων ή συζητήσεις στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και πληροφορεί τις επιχειρήσεις ποιο είναι το κοινωνικό συναίσθημα αναφορικά με τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα που προσφέρουν, προκειμένου να τα βελτιώσουν και να αυξήσουν το πελατολόγιό τους.
Ας επιστρέψουμε όμως στο ερώτημα πώς η μουσική και ο έρρυθμος λόγος δημιουργούν συναισθήματα. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες που βρίσκονται στο στάδιο της πειραματικής διερεύνησης, τα χαρακτηριστικά της μουσικής και του έρρυθμου λόγου είναι και αυτά μικρά μοντέλα τα οποία ασυνείδητα συγκρίνονται με μοντέλα συναισθημάτων που είναι ήδη καταχωρημένα στον ανθρώπινο νου. Συγκεκριμένα, επειδή ένας άνθρωπος που είναι λυπημένος μιλάει χαμηλόφωνα, κινείται αργά και συμπεριφέρεται σαν να πονάει, ο νους έχει δημιουργήσει το μοντέλο “λύπη = χαμηλός ήχος και αργός ρυθμός”.
Αντίθετα, επειδή ο χαρούμενος άνθρωπος μιλάει δυνατά και γρήγορα ο νους έχει δημιουργήσει το μοντέλο: “χαρά = δυνατός ήχος και γρήγορος ρυθμός”. Έτσι, όταν ο άνθρωπος ακούσει κάποιον ρυθμό, χρησιμοποιώντας τον μηχανισμό αναγνώρισης προτύπων, αυτομάτως τον συγκρίνει με κάθε ένα από τα δύο παραπάνω μοντέλα συναισθημάτων: εάν ακούσει έναν γρήγορο ρυθμό, διαπιστώνει ότι ταιριάζει με το μοντέλο “χαρά” ενώ εάν ο ρυθμός είναι αργός, ταιριάζει με το μοντέλο “θλίψη”.
Ο θαυμαστός λόγος στην τέχνη και στην κοινωνία
Όπως δείχνουν επιστημονικές μελέτες, ο ρυθμός, το μέτρο και η ρίμα του έντεχνου λόγου (η προσωδία) δημιουργούν (ανεξάρτητα από το νοηματικό του περιεχόμενο) τέσσερα βασικά συναισθήματα: χαρά, λύπη, αγωνία και θυμό. Είναι προφανές ότι στην ποίηση -για παράδειγμα- το νόημα ενός ποιήματος δημιουργεί συναισθήματα. Όταν τα συναισθήματα αυτά συνδυαστούν με εκείνα που δημιουργούνται από την προσωδία, το αποτέλεσμα είναι η ένταση και ο εμπλουτισμός των βασικών συναισθημάτων.
Οι άνθρωποι που εκτός από τη μουσικότητα συλλαμβάνουν και το νόημα της ποίησης, εκείνοι που χρησιμοποιούν τη γνώση και την κουλτούρα τους για να αξιολογήσουν την τεχνική, την ομορφιά του έντεχνου λόγου, βιώνουν σύνθετα συναισθήματα και δημιουργούν νέους στοχασμούς. Όπως επισημαίνει και ο Πωλ Βαλερύ, γίνονται μια δευτερογενής πηγή δημιουργίας: «ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να φροντίζει και τον ήχο και το νόημα. Το λειτούργημά του είναι να δημιουργεί ποιητική διάθεση. Να μεταμορφώνει τον αναγνώστη σε εμπνευσμένο».
Ο θαυμαστός λόγος δεν διακρίνεται μόνο από τη ρυθμικότητά του η οποία είναι αποτέλεσμα μελέτης και άσκησης του δημιουργού. Κατά τον Λογγίνο, φιλόσοφο του 1ου μ.Χ αιώνα, ο υψηλός λόγος είναι «η επιβλητική και εξυψωμένη σύνθεση» της τεχνικής και των φυσικών χαρισμάτων του δημιουργού. Ως φυσικά χαρίσματα θεωρεί «την ικανότητά του να συλλαμβάνει υψηλά διανοήματα και το σφοδρό και εμπνευσμένο πάθος του».
Είναι γνωστό ότι στην εποχή μας ο λόγος μας έχει χάσει τη θαυμαστή του δύναμη. Γράφουμε λογοτεχνία, πρόζα, σενάριο, τραγούδια, μεταφράζουμε αρχαίο δράμα και λογοτεχνία, πόσα όμως από τα έργα μας μεταλαμπαδεύουν συναισθήματα, πόσα είναι σπινθήρες νέων ιδεών; Άραγε αφήνουν στους αποδέκτες τους έναν απόηχο που δεν σβήνει ποτέ;
Από την άλλη, όπως σωστά διαπιστώνει ο ποιητής και φιλόσοφος Πωλ Βαλερύ: «Μπορεί να μας δίδεται απλόχερα η σαγήνη ενός έργου αλλά να μην μπορούμε να τη συλλάβουμε και να τη μετουσιώσουμε». Δυστυχώς, όχι μόνο ως δημιουργοί αλλά και ως αποδέκτες της υψηλής δημιουργίας έχουμε φτωχύνει. Έχει φτωχύνει η κουλτούρα μας και η παιδεία μας. Δύσκολα μπορούμε να “ακούσουμε” τις συχνότητες που αντιστοιχούν στο μουσικό φάσμα του θαυμαστού λόγου. Ακριβώς όπως δεν μπορούμε ν’ ακούσουμε τους υπερήχους που εκπέμπουν τα δελφίνια και οι νυχτοπεταλούδες. Και όμως υπάρχουν πολλοί υπέροχοι “υπέρηχοι”! Πόσο κρίμα είναι να μην τους ακούμε! Να αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε τους θησαυρούς συναισθημάτων και ιδεών που μας προσφέρει η “μεγαλοφροσύνη” των αληθινών δημιουργών. Πόσο κρίμα είναι να αρκούμαστε στην πεζολογία, στον ευπώλητο, στον εύπεπτο, στον φτωχό λόγο.
Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο στον έντεχνο γραπτό λόγο. Ας θυμηθούμε τη δύναμη της ρητορικής τέχνης. Μια τέχνη που δεν διδασκόμαστε στο σχολείο, που σπανίως πια θα τη συναντήσουμε στην πολιτική, στη δημοσιογραφία, στην εκπαίδευση. Για παράδειγμα, εμείς οι παιδαγωγοί, στις σχολικές τάξεις και στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων, έχουμε άραγε αναρωτηθεί εάν ο προφορικός λόγος μας έχει τη δύναμη να συναρπάσει το εύπλαστο ακροατήριό μας, να το εμπνεύσει, να το κάνει δεκτικό στην αληθινή μάθηση, στην κριτική σκέψη;
Αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί. Γιατί την εποχή που ανθίζει η μηχανική μάθηση και η τεχνητή νοημοσύνη ανεχόμαστε την οπισθοδρόμηση της μάθησης και νοημοσύνης μας; Αξίζει ακόμα ν’ αναρωτηθούμε κατά πόσον θέλουμε να αντισταθούμε στη φτωχοποίηση των συναισθημάτων και των ιδεών ή μήπως -σε κάποιες περιπτώσεις- μας είναι βολική. Όλοι εμείς, όσοι έχουμε θέσεις ευθύνης στην πολιτεία και στην κοινωνία, όλοι, οι παιδαγωγοί, οι τεχνίτες του λόγου, οι δημοσιογράφοι, οι γονείς, καλούμαστε να συμβάλλουμε, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, στην ανατροπή της φθίνουσας πορείας της κουλτούρας μας.