Ο μικρός Πετρής στο χωριό της μάνας του – Κι όμως, υπάρχει θεός…
01/03/2024Το θυμάμαι σαν και τώρα εκείνο το παιδί. Πρωτοήρθε στην τάξη μας ένα γλυκό πρωινό της Άνοιξης με τον αέρα μυρωμένο απ’ τους λεμονανθούς και τη βαθύπνοη ανάσα του χαμομηλιού, που γέμιζε κίτρινο τα παρτέρια των σχολικών κήπων. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε τον νεοφερμένο που συνοδευόταν από τον κύριο διευθυντή. Τον έλεγαν Πετρή και ήρθε να μείνει στο χωριό της μάνας του, το δικό μας χωριό, μετά το θάνατο του πατέρα του στο Κολχικό, ένα γειτονοχώρι όπου πήγαινε μέχρι τότε σχολείο. Καρφώσαμε το βλέμμα μας πάνω του παρατηρώντας τον εξεταστικά. Περπάταγε παράξενα, ατσούμπαλα, πότε δω και πότε κει, σέρνοντας βαριά το δεξί του ”σακάτικο” πόδι. Τα χέρια στις παλάμες φουσκωτά, με τεντωμένα νευρωτικά τα μακριά του δάχτυλα. Ο λαιμός με ελαφριά ακαμψία στέριωνε ένα όμορφο κεφάλι με αδρά χαρακτηριστικά, όπου ξεχώριζαν δυο θαλασσιά μάτια, φουρτουνιασμένα και απόμακρα, γεμάτα θλίψη κι απαντοχή.
Του κάναμε χώρο να καθίσει στο μπροστινό θρανίο, μα ο Πετρής προτίμησε το τελευταίο (που ήταν και ελεύθερο), πολύ κοντά στο παράθυρο το οποίο κοίταζε ένα γύρο τα σχολικά δέντρα, ψηλόκορμα κι ασάλευτα σαν συνοριακοί φρουροί με τις ξύλινες λόγχες τους σε στάση προσοχής. Αυτή ήταν και η πρώτη εικόνα του παράξενου εκείνου παιδιού.
Σαν βγήκαμε διάλειμμα – θυμάμαι – στην πολύβουη σχολική αυλή, το είχαν κιόλας περικυκλώσει μικροί και μεγάλοι των άλλων τάξεων με ένα χαμόγελο περιέργειας και σκληράδας στο στόμα, για να χαζέψουνε μάλλον το διαφορετικό που ήταν συγχρόνως κι αφύσικο. Για να το πνίξουνε με ερωτήσεις παιδιάστικες σε ρυθμό καταιγιστικό.
Το ξένο αγόρι έστεκε μπροστά τους γερτό στον τοίχο, κατάχλωμο και ζαρωμένο, με τις βλεφαρίδες να πεταρίζουν ανήσυχες και το βλέμμα χαμηλωμένο να κοιτάζει τη γη φορτωμένο δάκρυα. Πού και πού απάνταγε βιαστικά και ντροπιασμένα ή κούναγε σαν αυτόματο το κεφάλι για το ”ναι” και το ”όχι” της στιγμής. Τις πιο πολλές φορές, όμως, έμενε σιωπηλό, καταπίνοντας τις απαντήσεις με μεγάλη προσπάθεια.
– Τι έχει, βρε, το πόδι σου και το σβαρνάς έτσι;
– Πότε το ‘παθες;
– Σε χτύπησ’ αυτοκίνητο;
– Γιατί το ’παθες;
– Θα γιάνει να παίξεις μαζί μας;
Κι άλλα πολλά τέτοια που σαῒτευαν την πονεμένη ψυχή. Μα ο Πετρής συνήθως δεν έβγαζε άχνα απ’ το στόμα του, λες και κατάπιε τη γλώσσα του και αδυνατούσε να μιλήσει. Πού να καθόταν ο δόλιος να εξηγεί πως δεν του έκαναν έγκαιρα το εμβόλιο οι δικοί του σε μια εποχή που θέριζε τα παιδιά η πολιομυελίτιδα και η διφθερίτιδα, οι οποίες απλώνονταν ύπουλα και ραγδαία στα απροστάτευτα χωριά της υπαίθρου.
Σ’ αυτά τα ξεχασμένα κι από τον Θεό μέρη κατέφθαναν πάντα αργοπορημένα απ’ τον έξω κόσμο τα σωτήρια φάρμακα. Και οι λίγοι αγροτικοί γιατροί που διορίζονταν στην επαρχία γίνονταν οι καημένοι χίλια κομμάτια, για να εξυπηρετήσουν τα τρία και τέσσερα χωριά τα οποία χρεώνονταν στον καθένα και να εμβολιάσουν τα παιδιά του κόσμου που καρτέραγε υπομονετικά να ξημερώσει και η δική του Ανάσταση.
Οι μέρες, στο μεταξύ, κυλούσαν για τον Πετρή ίδιες και απαράλλαχτες με την πρώτη και τα βάσανά του αυγάτευαν αντί να λιγοστεύουν. Ώσπου έφτασε ο καιρός που οι μαθητές συνήθισαν την εικόνα του και τον προσπέρναγαν βιαστικά χωρίς πειράγματα κι ερωτήσεις σαν τον έβλεπαν σκεπτικό και μαραμένο.
Άλλοτε πάλι τον πλησίαζαν επί τούτου για να τον ξελαφρώσουν – θέλοντας και μη – από τις δυο σάκες του αφήνοντάς του να κρατά τη δεύτερη μόνο, της χειροτεχνίας, με το μικρό πριόνι, το κοπίδι και τη λεπτή φορμάικα, όπου αποτυπωνόταν ζωγραφιστό το σχέδιο που θα ‘κοβε μέσα στην τάξη.
Τα μεσημέρια, μετά το σχόλασμα, έπαιρνε σιωπηλός το δρόμο της επιστροφής σέρνοντας με κόπο το αρρωστημένο του πόδι μέσα από τα σοκάκια της γειτονιάς, με συνοδεία τα αδέσποτα του χωριού που ψάχνανε λιμασμένα μια στάλα τροφής στους χωμάτινους δρόμους.
Περνώντας κοφτά απ’ τον στενημαχιώτικο μαχαλά, όπως πάντα, ξελάφρωνε στη σκέψη πως γύριζε στο σπίτι και τη μάνα του… Στις γύρω αυλές κακάριζαν ζωηρά δεκάδες κότες καλοθρεμμένες και πλουμιστές, που τίναζαν τους κόκκινους σκούφους τους περνώντας τα κεφαλάκια τους μεσ’ απ’ τα συρμάτινα δίχτυα.
Στα γέρικα πλατάνια του δρόμου, τα πουλιά που κούρνιαζαν στις φυλλωσιές τους έβγαζαν ένα κελαηδιστό γουργουρητό σαν τα τριζόνια του σχολικού πευκοδάσους πριν απ’ τον μεσημεριανό ύπνο τους. Ομορφιά και ευλογία Θεού παντού! Μα… πώς θα τα έβλεπε και θα τα άκουγε όλα αυτά μια κλειστή κι απροσπέλαστη ψυχή σαν εκείνη του μικρού Πετρή, που μάζευε πίκρα αβάσταχτη από εντυπώσεις, κρίσεις και συναισθήματα τα οποία ζητούσαν απεγνωσμένα διέξοδο για να ξεχειλίσουν;
Σαν έφτανε σπίτι, η μάνα του τον περίμενε ακουμπισμένη στο φράχτη με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, γιατί αργούσε πάντα να ‘ρθει. Πίσω της ο λαχανόκηπος με το σκιάχτρο, τα λίγα οπωροφόρα και μια αγριοκολοκυθιά που άπλωνε νωχελικά την πλατιά, χνουδωτή μάζα της στα παλούκια και τα συρματοπλέγματα.
Έπεφτε ταλαιπωρημένος στην αγκαλιά της με αδάκρυτα μάτια κι ένα μουρμουρητό ακατάληπτο. Η συγκίνηση τον έπνιγε, μα καθόταν σαν κόμπος στο λαιμό του. Εκείνη τον αποτράβαγε ανήσυχα από πάνω της και, ψάχνοντας στα θαλασσιά του μάτια, ζήταγε να μάθει αυτό που της έλεγε το ένστικτό της.
Έτσι γινόταν κάθε φορά, και κάθε φορά έσκυβε και τον παρηγορούσε με τα ίδια σχεδόν λόγια λατρείας, προσπαθώντας μάταια να του απαλύνει τον πόνο και να του δείξει την ομορφιά της ζωής την οποία τ’ αγόρι αρνιόταν πεισματικά να κοιτάξει, μετά τον χαμό του πατέρα του…
Μία όμορφη συνάντηση
Ένα απόγευμα Σαββάτου, ήσυχο και ζεστό σαν όλα τ’ άλλα, ο Πετρής — καθισμένος σε αυτοσχέδια κούνια ανάμεσα σε δυο δέντρα, απέναντι απ’ το σκιάχτρο του λαχανόκηπου — κοίταζε αφηρημένα το βάθος του ορίζοντα απ’ όπου είχε σηκωθεί μια θολούρα από σκόνη που πλησίαζε στο χωριό.
Λίγο μετά ξεχώρισαν τα ζώα. Ήταν βουβάλια και αγελάδες τα οποία γυρνούσαν απ’ τη βοσκή και κατέβαιναν τρεχαλητά το δρόμο για τα μαντριά και τις στάνες τους, κάτω απ’ τις φωνές των βοσκών και τα γαβγίσματα των σκύλων που ακολουθούσαν λαχανιασμένα.
Για μια στιγμή έφεξε λίγο το αγέλαστο πρόσωπο του μικρού. Ανάμεσα στους γελαδάρηδες που πλησίαζαν αναγνώρισε το θείο του Επαμεινώνδα, αδερφό της μητέρας του. Σφύριζε με τα δάχτυλα στο στόμα, για να επιστρέψουν τα ζώα που είχαν ξεφύγει από το κοπάδι δεξιά κι αριστερά. Φόραγε ψάθινο καπέλο και είχε δέσει ένα γύρο στο γείσο του το άσπρο μαντήλι με το οποίο σκούπιζε τον ιδρώτα του και το ανέμιζε τώρα στον αέρα σα σημαία νίκης.
Τα πρώτα ζώα, εντωμεταξύ, είχαν φτάσει κιόλας έξω απ’ την αυλόπορτα του σπιτιού του Πετρή, μουγκρίζοντας και τρίβοντας το λαιμό τους στους φλοιούς των έξω δέντρων. Σαν είδε ο μεγάλος τον μικρό ολομόναχο, του φώναξε ανήσυχος κουνώντας για χαιρετισμό το πλατύγυρο καπέλο του:
– Πετρηή… Πετρή μου, είσαι καλά; Πού ’ναι η μάνα σου; Σπίτι;
– Καλά είμαι, θείε, είπε ο μικρός κάνοντας προσπάθεια να χαμογελάσει. Η μάνα πήγε να καθαρίσει την Κοινότητα. Δε θ’ αργήσει. Έτσι είπε…
Ο Επαμεινώνδας κόλλησε σχεδόν το πρόσωπό του στο συρμάτινο φράχτη μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά.
– Αύριο τέτοια ώρα, Πετρή, θα περάσω να σας δω για να τα πούμε. Θα φέρω και τη σούστα μου μαζί, για να πάμε περίπατο στο ποτάμι… Τι λες; Θα ‘ρθεις κι εσύ; Μπορεί να ψαρέψουμε κιόλας…
– Και… θα είμαστε μόνο οι δυο μας; ρώτησε ο μικρός δισταχτικά.
– Τι; Θέλεις να ‘ρθουν και οι φίλοι σου; Φέρ’ τους, ακόμα καλύτερα…
–Δεν έχω κανέναν φίλο εδώ, είπε ήσυχα το παιδί κοιτώντας τον μελαγχολικά με εκείνα τα θαλασσιά μάτια που θύμιζαν τον συγχωρεμένο πατέρα του.
Ο Επαμεινώνδας δεν κρατήθηκε. Σκούπισε ένα δάκρυ που του ξέφυγε και, σε μια προσπάθεια να κάνει ψύχραιμη τη φωνή του, φώναξε γελαστά:
– Ε, και τι μ’ αυτό; Είναι νωρίς ακόμα για φίλους. Πάνε δεν πάνε τρεις μήνες αφότου ήρθατε.Ύστερα είναι και το σχολείο, τα μαθήματα. Πού να προλάβεις…
Ο μικρός δεν απάντησε και ο θείος του γύρισε να φύγει με μια κίνηση αποχαιρετισμού.
– Άντε γεια, Πετρή· τα λέμε αύριο…
– Γεια σου, θείε…
Όλο το κοπάδι βρισκόταν κιόλας μπροστά απ’ τον Επαμεινώνδα κι αυτός το ακολουθούσε αναπνέοντας τη σκόνη που σήκωναν τα ζώα στο γρήγορο καλπασμό τους. Πίσω στο σπίτι ο Πετρής βαρέθηκε πια να κουνιέται ολομόναχος και πλησίασε στο παγκάκι που έβλεπε στο δρόμο απ’ όπου θα ερχόταν η μάνα του. Κάθισε με το σκιάχτρο κατάφατσα και τον αέρα στην πλάτη του να φυσά δροσερός και μυρωμένος, όπως πάντα. Αχ, και να ζούσε ο πατέρας του…
– Μπαμπά… σιγοψιθύρισε βραχνιασμένα. Μπαμπάκα μου…
Ο κόμπος στο λαιμό του υποχώρησε και πλήθος δάκρυα ανάκατα με θυμό κυλούσαν βροχή στο πρόσωπό του. Γιατί να φύγει; Γιατί έτσι; Γιατί ο δικός του; ΓΙΑΤΙ; Μήπως… μήπως δεν υπάρχει Θεός; Κι αν υπάρχει, τότε γιατί του τον στέρησε;
Κι έκλαιγε ο δόλιος – σαν τα σκεφτόταν όλ’ αυτά – με μαύρο δάκρυ. Ξεχείλιζε η ψυχή του από πόνο και παράπονο φοβερό. Μα η μάνα του δεν ήταν εκεί, για να τον παρηγορήσει. Η ώρα περνούσε κι αυτή δε φαινόταν πουθενά.Έτσι, κουρασμένος από το κλάμα, σηκώθηκε να πάει στο σπίτι σβαρνίζοντας το άρρωστο πόδι του. Δεν πρόλαβε όμως να κάνει ούτε δύο βήματα και… κοκάλωσε.
– Εεεπ! Τι έγινε μικρέ; Το παράκανες με τις κλάψες σήμερα. Δε νομίζεις; κάγχασε μια φωνή κοντά του.
Το αγόρι πετάχτηκε σαν να το χτύπησε ηλεκτρικό.
– Τι; Ποιος…, ψέλλισε μουδιασμένο τρομάζοντας ν’ αναγνωρίσει το γνώριμο ήχο…
Κοίταξε το σκιάχτρο απ’ όπου ερχόταν μάλλον η φωνή. Μήπως τρελαινόταν; Το χιλιοτρυπημένο ψαθάκι γυρόφερνε στο ασύμμετρο κεφάλι σπρωγμένο απ’ τον αέρα που δυνάμωνε. Τα μάτια του μαύρα και ζωγραφιστά, η μύτη ξύλινη και μεγάλη σαν του Πινόκιο στα παραμύθια.
Απ’ τη σχισμή του στόματος κρεμόταν σκαλωμένο ένα μακρόμισχο στάχυ που χόρευε ανάλαφρα στο λίκνισμα του ανέμου. Μια ριπή δυνατότερη τράνταξε τα καλαμένια και σε σχήμα σταυρού χέρια του σκιάχτρου και στράβωσε αστεία το μισάνοιχτο στόμα του. Ένα σμάρι πουλιών λοξοπέταξε από πάνω του, για να κουρνιάσει στις βελανιδιές του δρόμου.
Του Πετρή του ήρθε σύγκρυο. Προχώρησε κατευθείαν προς το μέρος του και το περιεργάστηκε ταραγμένος. Τα ρούχα στο σώμα του τού φάνηκαν γνώριμα, κι ας είχαν ξεθωριάσει με τον καιρό. Να, το κεφαλομάντηλο της μητέρας του. Κι αυτό εκεί, κομμάτι από τη φόρμα του πατέρα σαν πήγαινε στη δουλειά του.
Χάιδεψε με αγάπη το τελευταίο και γύρισε να μπει στο σπίτι με μικρό αναστεναγμό. Σουρούπωνε, πια, και ο ήλιος ακουμπούσε το τελευταίο του φως στους γύρω λόφους και στα βουνά που κύκλωναν το χωριό τους. Είχε αρχίσει να ανησυχεί για την τύχη της μάνας του. Ποτέ δεν είχε αργήσει τόσο…
”Μην έπαθε τίποτα και τη χάσω κι αυτήν;”, αναρωτιόταν με τρόμο, όταν άκουσε έναν κούφιο θόρυβο στην αυλή και γύρισε απότομα.
Το σκιάχτρο του μπαξέ είχε λυγίσει στ’ αριστερά, κι ακούμπαγε τώρα στη διπλανή συκομουριά που θρόιζε κορδωτή και νεροδεμένη. Πήγε να το σηκώσει όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε το πόδι του. Του έβαλε στήριγμα ένα κλαδί και το χάιδεψε με ανεξήγητη στοργή. Ύστερα, γύρισε να φύγει.
– Εεε… στάσου· μη φεύγεις μικρέ, μη μ’ αφήνεις έτσι… Δεν το βλέπεις; Παρασκούριασα. Άααχ…
”Τι; Τι στη ευχή τρίξιμο ήταν αυτό;” αναρωτήθηκε το παιδί καρδιοχτυπώντας. Δεν μπορεί, σίγουρα παραλογιζόταν. Ή μήπως…
Τα μάτια του γούρλωσαν σαν πιατάκια του καφέ, λες και έβλεπε φάντασμα μπροστά του. Κάπου κοντά ακούστηκαν γαβγίσματα σκύλων κι ένιωσε λιγότερο μόνος. Άναψαν και τα φώτα του δρόμου προς μεγάλη του ανακούφιση. Οι σκιές άρχισαν σιγά – σιγά να εξαφανίζονται. Αν ήταν τώρα ο πατέρας του, θα γέλαγε με τους παιδιάστικους φόβους του.
Τα ευτυχισμένα χρόνια
Τα ευτυχισμένα χρόνια στο Κολχικό, πριν αρρωστήσει, έπαιζε μαζί του. Τον έβαζε πάνω στην πλάτη του και τον γυρόφερνε εδώ κι εκεί κάνοντας το γαϊδουράκι του γείτονα ή το άλογο του Επαμεινώνδα, που ερχόταν τα Σαββατοκύριακα να τους δει με την καινούργια σούστα που είχε αγοράσει.
Κι όταν κουραζόταν απ’ το πολύ τρεχαλητό, χτύπαγε – θυμάται – τα δόντια του, για να φανεί πως ήταν -τα κόκαλά του που σκούριασαν και έτριζαν απ’ την κούραση, σαν τις χρονίσιες μηχανές του σταθμαρχείου οι οποίες τρεις και λίγο ζητούσαν το λάδωμά τους για να ”περπατήσουν”…
Ξάφνου τρόμαξε απ’ τις ίδιες τις αναμνήσεις του. Αυτήν τη φράση ”Θέλω λάδωμα μικρέ… παρασκούριασα” την είχε ακούσει πολλές φορές να τη λέει ο πατέρας του… Έκανε πίσω τρέμοντας απ’ τη συγκίνηση και, κοιτάζοντας σα μαγεμένος το σκιάχτρο, ψιθύρισε:
– Μπαμπά… Μπαμπά μου…
– Τι; Πάλι βροχή έχουμε; Μπα σε καλό σου! Κι εγώ που νόμιζα πως άφησα άντρα στη θέση μου κι όχι νιάνιαρο να μυξοκλαίει…
– Μπαμπάκα ζεις; ρώτησε με λαχτάρα ο Πετρής γελώντας μέσα απ’ τα δάκρυα που μούσκευαν το πρόσωπό του.
– Αν ζω λέει… Και βέβαια, μικρέ, τι νόμιζες; Θα γλίτωνες τόσο εύκολα από μένα; Σε πληροφορώ, λοιπόν, πως κοιμάμαι κάθε βράδυ στο κρεβάτι σου, τρώω φαγητό απ’ το φαγητό σου, έρχομαι παρέα στο σχολείο σου. Εεε, νισάφι πια! Κουράστηκα να μοιράζομαι και τη μοναξιά σου… Βάλε κανέναν άλλο στο παιχνίδι, μικρέ! Με την παρέα γλεντάς καλύτερα και ξεχνάς ευκολότερα. Χθες κιόλας είπε ο δάσκαλος ότι ‟οι νέοι είναι το χαμόγελο της ζωής;” Ποιο χαμόγελο, καημένε, μου ήρθε να του πω βλέποντας εσένα. Εδώ ξεσπάμε τρεις και λίγο σε κλάματα… Χα, χα, χα!
Το γέλιο του μπαμπά του ξεχύθηκε στον κήπο σαν γάργαρο, κελαριστό νερό. Ο πατέρας του ζούσε, λοιπόν, δεν πέθανε. Ήταν ο φύλακας άγγελός του!
– Σ’ ευχαριστώ μπαμπά! ψέλλισε σουφρώνοντας τα χείλια του από τη συγκίνηση. Σ’ ευχαριστώ που είσαι κοντά μου…
– Καλά, καλά, άσε τις ευχαριστίες τώρα και κοίτα να σταθείς στο πλευρό της μάνας σου. Να της δώσεις λίγη χαρά, γιατί της δώσαμε κι οι δύο μας μεγάλη πίκρα, Πετρή μου;
– Θα το κάνω, μπαμπά! Στο υπόσχομαι!
– Το ξέρω, αγόρι μου, το ξέρω… Γι’ αυτό να έχεις την ευλογία μου και να μη χάσεις την ελπίδα για το καλύτερο στη ζωή σου…
Η φωνή έσβηνε σιγά – σιγά, μα ο αντίλαλός της πλανιόταν ακόμη στον αέρα σαν αύρα νυχτερινή που δρόσιζε την καρδιά του μικρού. Άκουσε ξάφνου πίσω του ένα σούρσιμο ποδιών. Γύρισε και είδε την αυλόπορτα να ανοίγει.
– Πετρή, Πετρή μου!…
– Επιτέλους, μαμά, γύρισες! Τι έπαθες;
Έπεσε με λαχτάρα στην αγκαλιά της. Εκείνη τον καθησύχασε γρήγορα. Λίγο γδάρθηκε, είπε, και την πήραν τα αίματα στο πόδι και τον αγκώνα.
– Πού; Πού το ’παθες αυτό; επέμενε ο γιος της. Σε χτύπησε κανείς μήπως;
– Κανείς, κανείς δε με χτύπησε. Γλίστρησα απ’ τις σκάλες της Κοινότητας την ώρα που σφουγγάριζα. Αυτό είναι όλο. Μπα, σε καλό σου… Δε λες που ήμουνα τυχερή κι έτυχα στο δρόμο τον αγροτικό… Για δες! Δες πως με τύλιξε με τις γάζες! Με σένα όμως, τι έγινε όσο έλειπα; Σαν κάπως αλλιώτικο σε βλέπω…
Έλαμψε το πρόσωπο του μικρού απ’ την ανυπομονησία του να της μιλήσει. Μα συγκρατήθηκε.
– Αχ μαμά! Πόσο ανόητος ήμουν να τα βάζω με σένα για το πόδι μου. Σου υπόσχομαι πως δε θα σου παραπονεθώ ποτέ ξανά γι’ αυτό ούτε θα κλαίω τα βράδια για τον μπαμπά μου…
Έτρεμε ολόκληρος στα τελευταία λόγια και έστριψε ασυναίσθητα το κεφάλι προς τη μεριά του σκιάχτρου που τους έβλεπε. Ύστερα σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό. Ένιωθε να πλανιέται ψηλά στα σκοτεινά η μορφή του πατέρα του κι αυτό τον ηρεμούσε.
Η μάνα έμεινε άλαλη απ’ την ξαφνική συγκίνηση. Το παιδί της είχε αλλάξει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Μπήκαν μέσα οι δυο τους αγκαλιασμένοι κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. Λίγες ώρες μετά, ο Πετρής κοιμόταν στο κρεβάτι του ανάλαφρος σαν πουλάκι. Στον ύπνο του είδε τον πατέρα του. Ήρθε και άφησε στο ανθογυάλι του σαλονιού ένα άλικο τριαντάφυλλο, πριν να φύγει.
Το άλλο πρωί ο Πετρής άνοιξε το παράθυρο καρδιοχτυπώντας. Το μήνυμα του πατέρα του φαινόταν ξεκάθαρα στον ουρανό. Το λευκό μαντήλι του χαιρετισμού κυμάτιζε ακόμα… Ήταν το άσπρο σύννεφο που τον χαιρέταγε από ψηλά.
– Καλό ταξίδι, μπαμπά…, μουρμούρισε συγκινημένος.
Ένιωσε ήρεμος, ξαφνικά, κι ευτυχισμένος μετά από τόσο καιρό. Λαχτάρησε να βγει έξω και να χαρεί όσα δε χάρηκε στον παραδεισένιο αυτό τόπο. Άρχισε να ντύνεται βιαστικά για μια βόλτα στο πευκοδάσος του σχολείου, με την ελπίδα ότι θα έβρισκε κανένα συμμαθητή του στο δρόμο για να πάνε παρέα να σεργιανίσουν. Βγήκε απ’ την πόρτα χαμογελαστός, χωρίς να νοιάζεται πια για το πόδι που έσερνε ούτε για τις κοροϊδίες των άλλων.
Η μάνα, που μάντευε πιο πολλά απ’ όσα έλεγε, τον φίλησε βουρκωμένη στο μέτωπο. Κι όταν τον είδε να κλείνει με σιγουριά την πόρτα πίσω του σιγοψιθυρίζοντας ένα χαρούμενο σκοπό, πλημμύρισε από ευτυχία και περηφάνια για το μονάκριβο γιο της. Έκανε το σταυρό της και μπήκε στο σπίτι δακρυσμένη, για να ανάψει την καντήλα στο εικόνισμα. Κοίταξε την Παναγία στα μάτια μέσα απ’ την επιχρυσωμένη κορνίζα της και ψιθύρισε συγκινημένη με έναν αναστεναγμό:
– Κι όμως υπάρχει Θεός, Παναγία μου! Υπάρχει Θεός!