Ο ψυχρός πόλεμος πίσω από τις μάχες της “Μουλάν”
04/10/2020Εντυπωσιακές μάχες, άφθονη δράση, αυτοκρατορικά τοπία και γυναικείος δυναμισμός διαχέουν τη live-action εκδοχή της κλασικής ταινίας κινουμένων σχεδίων του 1998, “Μουλάν”. Η Disney επένδυσε πολλά στη φετινή υπερπαραγωγή, για την ακρίβεια περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια, όμως φαίνεται ότι περνά δια πυρός και σιδήρου – σαν την ηρωίδα της ταινίας, την οποία υποδύεται η Γιφέι Λιού.
Η κυκλοφορία της “Μουλάν”, μέχρι τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, μέτρησε 65,8 εκατομμύρια δολάρια διεθνώς, εκ των οποίων τα 40 εκατ. ήταν στην Κίνα. Κι εδώ ακριβώς ξεκινάει το “αγκάθι” της Disney, η οποία έχει μεγάλες φιλοδοξίες για την κινεζική αγορά. Η πορεία της “Μουλάν” κινδύνευσε, αρχικά, από τις αναρτήσεις της Γιφέι Λιού στα social media, υπέρ της αστυνομίας του Χονγκ Κονγκ, όταν μαίνονταν οι διαμαρτυρίες.
Στη Δύση και κυρίως στις ΗΠΑ, η στάση της πρωταγωνίστριας είχε αρνητικό αντίκτυπο στην Disney, πόσο μάλλον όταν στο διαδίκτυο ξεκίνησε τάση με στόχο το μποϊκοτάζ της ταινίας (με το σχετικό hashtag #BoycottMulan). Η προσπάθεια της διοίκησης της Disney να αποστασιοποιηθεί από την υπόθεση δεν βοήθησε ιδιαίτερα στην κατάσβεση της οργής εκείνης της μερίδας του κόσμου.
Το ίδιο συνέβη όταν αμερικανικά ΜΜΕ παρατήρησαν πως, ορισμένα από τα γυρίσματα της “Μουλάν” πραγματοποιήθηκαν στην αυτόνομη περιοχή του Ζινζιάνγκ, στη βορειοδυτική Κίνα. Είναι ακριβώς η περιοχή όπου κατοικούν μέλη της μειονότητας των Ουιγούρων, για τη μαζική καταπίεση των οποίων έχει κατηγορηθεί επανειλημμένως το Πεκίνο. Και πάλι, η Disney δέχθηκε έντονη κριτική για τις ευχαριστίες που συμπεριέλαβε στο τέλος της ταινίας προς τις τοπικές Αρχές.
Επιμένει η Disney
Ήταν προφανές ότι για την αμερικανική πολυεθνική δεν ήταν τόσο απλό να κάνει πίσω στα σχέδιά της για τη “Μουλάν”. Είναι ενδεικτικό ότι, για τα γυρίσματα και τη διάθεση της ταινίας στη χώρα, πέρασε από έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας και “εποπτείας” από τις αρμόδιες κινεζικές υπηρεσίες. Εδώ και αρκετά χρόνια, όπως είναι γνωστό, το Πεκίνο εφαρμόζει αυστηρούς κανόνες στην προσπάθειά του να επηρεάσει τα προϊόντα της πολιτιστικής βιομηχανίας και ιδίως τις κινηματογραφικές ταινίες ξένων εταιρειών (κυρίως αμερικανικών).
Θεωρεί ότι αποτελούν μέρος της “ήπιας ισχύος” των ΗΠΑ και για αυτό επιδιώκει να έχει λόγο σε αυτά. Η “Μουλάν” δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, ιδίως όταν η Disney στοχεύει να αξιοποιήσει τη θεματολογία της ταινίας, που αφορά στην κινεζική παράδοση περί της οικογένειας, της τιμής και του καθήκοντος για την πατρίδα, προκειμένου να κερδίσει τις “καρδιές” των Κινέζων θεατών.
Κι έχει κάθε λόγο να θέλει να τους “κερδίσει” –όπως και όλο το Χόλιγουντ– αφού το box office της Κίνας πλησιάζει τα 10 δισ. δολάρια, έχοντας τριπλασιαστεί σε μόλις 15 χρόνια. Τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Disney με τη “Μουλάν”, όμως προμηνύουν ενδεχομένως τι θα συμβεί και με τις μελλοντικές παραγωγές της, για την επιτυχία των οποίων θα κληθεί να εξισορροπήσει τις προσδοκίες των θεατών, των κυβερνήσεων που εμπλέκονται (Ουάσιγκτον και Πεκίνο), ακόμα και διάφορων ακτιβιστών.
Η “μέση” λύση γίνεται δίκοπο μαχαίρι
Εν όψει της κατάστασης που διαμορφώνεται, γνώστες του χώρου του κινηματογράφου εκτιμούν ότι η Disney θα επιμείνει σε μια πολιτική ουδετερότητας ώστε να μη χάσει μερίδιο από την ασιατική “πίτα” θεατών. Ίσως ένα στοιχείο αυτής της μετριοπάθειας να αποτελεί και η επιλογή της να μη λανσάρει τη “Μουλάν” στις κινηματογραφικές αίθουσες αλλά να διατεθεί μέσω της υπηρεσίας streaming Disney+.
Κι αυτή της η επιλογή στάθηκε δίκοπο μαχαίρι, όμως, καθώς κινηματογραφόφιλοι και κριτικοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα. Οι εντυπωσιακές σκηνές δράσης, η φωτογραφία και τα εφέ στα οποία επενδύθηκαν ένα σωρό λεφτά, “χάνονται” ουσιαστικά στις μικρές οθόνες των τηλεοράσεων. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μη δει κανείς αυτήν την ταινία στο σινεμά, εξήγησαν.
Σε αυτή την απώλεια ήρθε να προστεθεί και η μόνιμη δυσαρέσκεια των παραδοσιακών θαυμαστών της Disney, αρκετοί από τους οποίους νιώθουν ότι οι live-action εκδοχές των κλασικών ταινιών της αφαιρούν τη “μαγεία” και τη μυθοπλασία που μόνο η Disney ήξερε να υφαίνει στις παραγωγές της.
Ταυτόχρονα, από τη Μουλάν που ενσαρκώνει η Γιφέι Λιού λείπει η συνοχή της “original” του 1998, και η επαναστατική της “σπιρτάδα”, όντας και ευθυγραμμισμένη με τον καθωσπρεπισμό και την πολιτική ορθότητα. Δεν είναι απίθανο, μάλιστα, αυτό να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην προσπάθεια της Disney να πάρει το “πράσινο” φως από το κινεζικό πολιτικό κατεστημένο, το οποίο δεν θα επέτρεπε κανένα ριζοσπαστισμό στο πρόσωπο της Μουλάν.
Ίσως αυτή η προσπάθεια να δικαιολογεί τη μειοδοσία των παραγωγών, που, εδώ, έπαιξαν εκ του ασφαλούς, με γνώμονα η ταινία να μη “σηκώσει” φρύδια ένθεν κακείθεν. Και έδωσαν ένα αποτέλεσμα όπου η δράση, η σοβαρότητα και η λιτότητα, με ολίγο προοδευτικό φεμινισμό, υπερτερούν εις βάρος του χιούμορ, της μαγείας και της μουσικότητας που προσέφερε η πρώτη ταινία.