Ο Τάσος Λουκίδης στην Πύλη του Ουρανού
30/06/2023Στις 22 Ιουνίου έγινε στο αμφιθέατρο του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη η παρουσίαση της εμπεριστατωμένης, όντως διεπιστημονικής έκδοσης “Η Πύλη του Ουρανού. Οι τοιχογραφίες του Τάσου Λουκίδη (1941) στο παρεκκλήσιο του Αγίου Σπυρίδωνος Σπάτων της οικογένειας Μανιά. Τεχνοϊστορική Προσέγγιση – Φυσικοχημική Τεκμηρίωση – Προληπτική και Επεμβατική Συντήρηση” (Σπηλιάνα ΑΒΕΕ, Αθήνα 2022).
Την έκδοση την παρουσίασαν η Ιωάννα Στουφή-Πουλημένου, καθηγήτρια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεώργιος Παναγιάρης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, Μαρία Μερτζάνη, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων και ο συντάκτης αυτού του κειμένου.
Συγγραφείς του βιβλίου είναι ο δρ Ιωάννης Βιταλιώτης, ερευνητής Β΄ Βαθμίδας στο Κέντρο Έρευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης της Ακαδημίας Αθηνών, Ιωάννης Βουρδαχάς, αγιογράφος και συντηρητής έργων τέχνης, δρ Χρήστος Καρύδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, δρ Ελένη Κουλουμπή, επιστήμων της Συντήρησης στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, και Ελευθέριος Παπαϊωάννου, συντηρητής Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης.
Οικογενειακό παρεκκλήσιο στην Κυψέλη
Λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο εύπορος επιχειρηματίας Σπήλιος Μανιάς αγόρασε οικόπεδο στη γωνία των οδών Αγίου Μελετίου 15 και Σποράδων, κοντά στη Φωκίωνος Νέγρη. Η οικογένεια Σπήλιου και Χρυσαυγής, ανιψιάς του λαϊκού ποιητή Σπύρου Ματσούκα (1873-1928), έχτισε εκεί τριώροφη κατοικία και εγκαταστάθηκε στον τρίτο όροφό της, όπου και μεγάλη υπαίθρια βεράντα. Απέναντι στο κτήριο αυτό, υπήρχε η επίσης τριώροφη κατοικία της οικογένειας Μοσχούτη, με ψηφιδωτά στην πρόσοψή της.
Το ζεύγος Μανιά διαμόρφωσε ευρύχωρο δωμάτιο σε παρεκκλήσιο και το αφιέρωσαν στον Άγιο Σπυρίδωνα, τιμώντας το όνομα του Σπήλιου. Την ιστόρηση του παρεκκλησίου την ανέλαβε και την ολοκλήρωσε το 1941 ο Τάσος Λουκίδης (1887-1971), στενός φίλος της οικογένειας και γείτονάς τους, ο οποίος είχε ήδη δώσει δείγματα της τέχνης του στους ναούς του Αγίου Κωνσταντίνου Ομονοίας (1927) και Ζωοδόχου Πηγής Ακαδημίας (1929).
Ο Τάσος Λουκίδης
Γεννημένος στον Κασαμπά (Μπασμαχανέ), έξω από τη Σμύρνη, ο Τάσος Λουκίδης σπούδασε από το 1903 έως το 1908 στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, κοντά στους Νικηφόρο Λύτρα (1832-1904), Αλέξανδρο Καλλούδη (1853-1923), Βικέντιο Μποκατσιάμπη (1856-1933), Δημήτριο Γερανιώτη (1871-1966) και Γεώργιο Ιακωβίδη (1853-1932). Στη συνέχεια έφυγε για το Παρίσι, όπου από το 1908 έως το 1914 στη Σχολή Καλών Τεχνών μαθήτευσε δίπλα στους Fernand Cormon (1845-1924) και Hubert-Denis Etcheverry (1867-1952), ανοίγοντας εργαστήριο στη rue Cardinal Lemoine, στο κεντρικό πέμπτο Διαμέρισμα, όπου και το Πανεπιστήμιο.
Ακολούθησαν, κατά το διάστημα 1910-12, τρεις κάθε φορά δίμηνες επισκέψεις του στην Ολλανδία. Δεν είναι τυχαίο ότι νυμφεύθηκε Ολλανδή δημοσιογράφο που έχασε τη ζωή της το 1918. Το 1911 τον βρίσκουμε σε μεγαλύτερο εργαστήριο στην avenue de Saxe, στη συνοικία Montparnasse και τότε εξέθεσε δύο έργα του στην Έκθεση των Γάλλων Καλλιτεχνών.
Το 1913-14 έζησε στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, φιλοτεχνώντας τον Σάιλοκ από τον Έμπορο της Βενετιάς, με μοντέλο του τον Ολλανδό σαιξπηρικό ηθοποιό Louis Bouwmeester (1842-1925), πίνακα που τον αγόρασε το Μουσείο του Άμστερνταμ, ενώ εκτίθεται στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε τον Λουκίδη πάλι στην Ελλάδα, χωρίς να έχει ολοκληρώσει τις παρισινές σπουδές του, τις οποίες βρήκε την ευκαιρία να τις περαιώσει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Από το 1915 εντάχθηκε στον Σύνδεσμο Ελλήνων Καλλιτεχνών και πήρε μέρος στις εκθέσεις της. Από το 1918 έως το 1920 έζησε και δούλεψε στην Ολλανδία και το 1920 στη Γερμανία επί τετράμηνο. Από το 1920 έως το 1926 επέστρεψε στο παρισινό εργαστήριό του, όπου και κατοίκησε, με μικρά αθηναϊκά διαλείμματα. Προχώρησε τότε σε δεύτερο γάμο με τη μουσικολόγο Λουκία Φωτοπούλου (1895-1939).
Εργάστηκε επίσης ως τοιχογράφος σε ρωμαιοκαθολικούς ναούς. Το 1925 επιμελήθηκε το ελληνικό περίπτερο στην παρισινή Διεθνή Έκθεση Κοσμητικών Τεχνών, οριζόμενος και μέλος της ελλανοδίκου επιτροπής της. Το 1926 τιμήθηκε με το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής για την προσφορά του στη Διεθνή Έκθεση Κοσμητικών Τεχνών.
Στην Αθήνα πλέον
Κατέφυγε για ανάπαυση στην Κυανή Ακτή και κατόπιν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Το 1928 είχε το εργαστήριό του στην οδό Μακεδονίας 39α. Η σύζυγός του, με την οποία οι σχέσεις του είχαν ψυχρανθεί, τον παράτησε για τον Γιώργο Σεφέρη (1900-1971). Φημολογούμενη ανάθεση να διακοσμήσει ο Λουκίδης την αίθουσα τελετών του Δημαρχείου Αθηνών ματαιώθηκε, μετά και από την αντίδραση του ομοτέχνου του Κώστα Μαλέα (1879-1928) στον αθηναϊκό ημερήσιο Τύπο.
Το 1929 διορίστηκε καθηγητής και αργότερα διευθυντής της Σιβιτανιδείου Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων, από την οποία θα παραιτηθεί λόγω διαφωνιών, και έως το 1933 εργάστηκε για τις τοιχογραφίες του ναού της Ζωοδόχου Πηγής στην οδό Ακαδημίας, που τις χαιρέτισε θερμά ο ομότεχνός του Κωστής Παρθένης (1878-1967). Το 1937 η Λουκία Ζυγομαλά (1863-1947) τον κάλεσε να διαμορφώσει το μουσείο της στον Αυλώνα (Κακοσάλεσι), αρβανιτοχώρι της Αττικής.
Ως επιμελητής του μουσείου αυτού δημιούργησε το βιβλίο “Αττική. Ελληνικά Χωρικά Κεντήματα”, με σχέδιά του. Κόσμησε με τοιχογραφίες του και τον τρουλαίο οκταγωνικό ναό των Αγίων Αντωνίου και Ανδρέα στο χωριό, καθίδρυμα της Ζυγομαλά, όπως και την ταφική κρύπτη της. Το 1938 συνέταξε δακτυλογραφημένο αυτοβιογραφικό σημείωμα, ανταποκρινόμενος σε αίτημα του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, σημείωμα το οποίο απόκειται στο Αρχείο της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου.
Τα δύσκολα χρόνια του βιοπορισμού
Το 1944, με επιστολή του προς τον τμηματάρχη Καλλιτεχνικών Μελετών του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, εξέφρασε την έντονη διαμαρτυρία του για την περιφρόνησή του ως ζωγράφου ναών. Επιτροπή του Υπουργείου, αποτελούμενη από τους Αναστάσιο Κ. Ορλάνδο (1887-1979), ακαδημαϊκό και διευθυντή Βυζαντινών Αναστηλώσεων, Λεωνίδα Φιλιππίδη (1898-1973), διευθυντή Θρησκευμάτων, και Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου (1877-1940), ακαδημαϊκό και τέως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, είχε επιβάλει το 1938 με τον Αναγκαστικό Νόμο 1369 αποκλειστικά τη βυζαντινότροπη ζωγραφική στους ναούς, απορρίπτοντας οιαδήποτε άλλη πρόταση. Τον ίδιο χρόνο, στα Δεκεμβριανά, αντάρτες του ΕΛΑΣ δήωσαν το ημιυπόγειο εργαστήριο του Λουκίδη στην Κυψέλη, στην οδό Κεφαλληνίας 57, καταστρέφοντας έργα του.
Το 1948, στην πρώτη μεταπολεμική Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση, ο Λουκίδης είχε συμμετάσχει τόσο στο Τμήμα Ζωγραφικής με τρία έργα (“Το ανθρωπομάζωμα”, “Μέσα από τα ερείπια”, “Η φυγή”) όσο και στο Τμήμα Εκκλησιαστικής Τέχνης με δύο έργα (“Μείνατε εν εμοί”, “Το όνειρο του Ιωσήφ”), δεχόμενος την απαξιωτική κριτική του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνου Γ. Καλλιγά (1906-1985). Το 1950 έλαβε μέρος στην έκθεση αντιγράφων έργων γαλλικής τέχνης και έργων των μελών του Ελληνογαλλικού Συνδέσμου στο Ζάππειο.
Ταμίας του Τμήματος Ζωγραφικής του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος το 1953, δίδαξε από το 1959 έως το 1961 ιδιωτικά ζωγραφική, αναλαμβάνοντας να αποδώσει σε πίνακές του προσωπογραφίες γυναικών της καλής αθηναϊκής κοινωνίας. Τα τελευταία χρόνια του ήταν δύσκολα. Ακρωτηριασμός του ενός ή των δύο κάτω σκελών του τον περιόρισε στην κατοικία και εργαστήριό του.
Το ύφος των θρησκευτικών έργων του Λουκίδη
Τα θρησκευτικά έργα του Λουκίδη κινούνται σε δυτικότροπη, υστεροναζαρηνή κατεύθυνση, όπως την υπαγόρευε η Βίβλος με ξυλογραφίες σχεδιασμένες από τον Julius Schnorr von Carolsfeld (1794-1872), η οποία κυκλοφορήθηκε στη Λειψία το 1860 και έκτοτε γνώρισε αρκετές ανατυπώσεις σε όλον τον κόσμο.
Ορθά επισημαίνει ο Βιταλιώτης την τρίδυμη πηγή επιρροής – Νέα Τέχνη (Art Nouveau), Συμβολισμό, Ορθόδοξη Εικονογραφία – αλλά και τον ρόλο του φωτός στη ζωγραφική του Λουκίδη. Στον Άγιο Κωνσταντίνο της Ομόνοιας κυριαρχεί ο διακοσμητικός ρόλος του φωτός· στη Ζωοδόχο Πηγή της οδού Ακαδημίας δεσπόζει ο ενορατικός χαρακτήρας του.
Έχει ακόμα επισημανθεί από την ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη η συνάφεια των τοιχογραφιών της Ζωοδόχου Πηγής με το ψηφιδωτό της αψίδας στον ναό του Αγίου Λεοπόλδου στη Βιέννη (ναός στο Στάινχοφ), έργο του Koloman Moser (1868-1918) το 1904. Δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει επιρροές του από τον Henri (Henri-Jean-Guillaume) Martin (1860-1943) και από τις Κάτω Χώρες.
Το κλίμα της θρησκευτικής ζωγραφικής του Λουκίδη το ανιχνεύουμε και στον ναό του Αγίου Γεωργίου στον Πόρο, όπου δούλεψε ο Παρθένης το 1907, και στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Κάιρο, όπου εργάστηκε ο ίδιος ζωγράφος το 1908-09, αλλά και σε ναούς με τοιχογραφίες του Κωνσταντίνου Αρτέμη (1878-1972), του Διονύσιου Καρούσου (1903-1984), κ.ά.
Η τύχη των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου
Κατά τη δεκαετία του 1950 ο Σπήλιος Μανιάς, διαλυμένος επιχειρηματικά, άρχισε να πωλεί τα διαμερίσματα της κατοικίας του στη γωνία των Αγίου Μελετίου 15 και Σποράδων. Το ζεύγος Μανιά άφησε την ύστατη πνοή του στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου.
Τα φέρετρά τους λειτουργήθηκαν στο οικογενειακό παρεκκλήσιο. Ύστερα από την πώληση του διαμερίσματος στον τρίτο όροφο της κατοικίας, το μόνο δωμάτιο που απέμεινε στους απογόνους του ζεύγους Σπήλιου και Χρυσαυγής Μανιά ήταν το παρεκκλήσιο με τις τοιχογραφίες του Λουκίδη.
Το 1985 τον τοιχογραφικό διάκοσμο του διαμερίσματος στον τρίτο όροφο της κατοικίας Μανιά στην Κυψέλη τον αποτοίχισαν ο σπουδαίος συντηρητής, ζωγράφος Σταύρος Μπαλτογιάννης (1929-2019) και ο ομότεχνός του Μιχάλης Μιχαηλίδης και τον εντοίχισαν το 2005 στο νέο μεγαλύτερο οικογενειακό παρεκκλήσιο Μανιά στα Σπάτα. Δεν ήταν εύκολο το εγχείρημα της μεταφοράς των τοιχογραφιών, διότι όλες είχαν γίνει στην ίδια επιφάνεια τοίχου, ο οποίος έπρεπε να αποκοπεί σε πάχος 10 εκατοστών!