Ο Τσιτσάνης στη Σαλονίκη – Η “Αρχόντισσα”, ο Μουσχουντής, το ΕΑΜ και τα χασίσια
20/11/2021Τέλη της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε μια προσπάθεια από τον αείμνηστο (απεβίωσε το 2012) καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ξενοφώντα Κοκκόλη, να συγκεντρωθούν, να καταγράφουν και να επανεκδοθούν σε δίσκους (σε νεώτερες εκτελέσεις) τα ρεμπέτικα τραγούδια της Θεσσαλονίκης. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας είχα επικοινωνία με τη συνεργάτιδά του, φιλόλογο Μιράντα Ζουρνατσίδου, η οποία σε κάποια στιγμή μου ανέφερε ότι το τραγούδι “Ο γάμος του Τσιτσάνη”, στην πρώτη του μορφή, αναφερόταν σε περιοχές της Θεσσαλονίκης, όπως της είχε αποκαλύψει ο κιθαρίστας, συνεργάτης του Βασίλη Τσιτσάνη στο πάλκο, Χρηστάκης Βάσιος.
Από τότε μου κόλλησε η έμμονη ιδέα να γνωρίσω αυτόν τον όμορφο (όπως μου τον παρουσίαζε) άνθρωπο και να μάθω απ’ αυτόν περισσότερα για τον Τσιτσάνη και για τους ρεμπέτες της Θεσσαλονίκης. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1993 άρπαξα την ευκαιρία μιας πρόσκλησης από ραδιοφωνικό σταθμό της Καβάλας* και στην επιστροφή μου, μέσω Θεσσαλονίκης, επικοινώνησα μαζί του και με προσκάλεσε στο σπίτι του. Εκεί επί δύο ώρες είχα την ευτυχία να ακούσω από αυτόν, τον πράγματι ωραίο και ευγενέστατο άνθρωπο, των περασμένων 70, ιστορίες άγνωστες στους πολλούς για τον Βασίλη Τσιτσάνη, για τη Σεβάς Χανούμ, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα, τον Γιώργο Χατζηνάσιο και άλλους μεγάλους του ελληνικού τραγουδιού.
Από την μαγνητοφωνημένη συζήτηση απομόνωσα, για τις ανάγκες αφιερώματος στα 10 χρόνια από τον θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη**, κάποια αποσπάσματα που δημοσιεύονται στη συνέχεια. Είναι γεγονότα από τη ζωή του στη Θεσσαλονίκη, που κάποια από αυτά ίσως σοκάρουν. Είναι, όμως, πέρα για πέρα αληθινά και αποδίδονται χωρίς υπερβολές, ωραιοποιήσεις ή αποκρύψεις, από έναν άνθρωπο, που έζησε και έπαιξε δίπλα στον μεγάλο δημιουργό. Η συνομιλία έχει ως εξής:
Παίζοντας με τον Τσιτσάνη
Τον Βασίλη τον γνώρισα από όταν ήτανε στρατιώτης το 1938 στο Τάγμα Τηλεγραφητών (σ.σ. στο Ντεπώ). Εγώ έπαιζα κιθάρα και εκεί στην οδός Αποστόλου Παύλου με Αγίου Δημητρίου, στη γωνία ήταν ένα κέντρο του Μπέκα-Μπέκας λέγονταν – και εκεί πηγαίναμε εμείς και πίναμε κανά κρασί. Είχε και ένα γραμμόφωνο. Εκεί γνώρισα το Βασίλη. Κι έπαιζα κιθάρα και τον είχα πάρει, ήταν στρατιώτης. Το πρώτο τραγούδι που είχε βγάλει (σ.σ. προφανώς εννοεί στη Θεσσαλονίκη) ήταν “Το Τάγμα Τηλεγραφητών”.
Είχε και άλλα τραγούδια εκείνο τον καιρό βγαλμένα, τα ξέρω όλα, ούτε βγήκανε σε δίσκους. Θεσσαλονικιώτικα τραγούδια, πολλά-πάρα πολλά. Και από κει συνέχισα, επειδή αυτός έπαιζε μπουζούκι, εγώ έπαιζα κιθάρα. Ήξερα κιθάρα, με έφτιαχνε μερικά πραγματάκια, ήταν σας είπα πιο προοδευμένος και διαβασμένος, με νότες, αυτά και τα ρέστα. Και μετά από κει έγινε συνεργασία. Παίξαμε στα “Κούτσουρα” του Δαλαμάγκα, που λέει και το τραγούδι: «Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη στη Βάρνα...»
Είμαι από τους πρώτους που έπαιξα μαζί του. Και όταν ερχόταν εδώ, στη Θεσσαλονίκη, πάντα με είχε δεξί χέρι, δικό του. Ήμαν σιγόντο, έκανα στο όργανο, γιατί είναι δύσκολο να κάνεις σιγόντο, στο μπουζούκι. Κι όταν παίζαμε κι εδώ απάνω με τη Νίνου, με είχε πάντα κοντά. Εγώ έπαιζα από νωρίς από τις 9, απ’ τις 10. Αυτός ερχόταν ώρα 12, ώρα 1, πιάναμε μέχρι το πρωί.
Με τη Νίνου σε ποιο μαγαζί είχε έρθει;
Με τη Νίνου εδώ παίξαμε στο Καραμπουρνάκι, στου Παντελή, τότες είχε ένα κέντρο, το είχε κάποιος Παντελής. Μετά από κει παίξαμε στον Κήπο του Χαριλάου με το Βασίλη, με τη Σεβάς Χανούμ, μια τραγουδίστρια που δεν ξέρω αν την έχετε ακουστά.
Τη Σεβαστή Παπαδοπούλου.
Άντε μπράβο! Την έχω και φωτογραφία. Με τον Βασίλη εργάστηκα ακόμα λίγο στη “Σεβίλλη” και στου Κοκκώνη, ένα μαγαζί κοντά στη “Σεβίλλη”, οδός δε θυμάμαι… Βασιλίσσης Όλγας! Ναι!
Έχω ακούσει ότι το τραγούδι “Ο γάμος του Τσιτσάνη” έχει γραφεί με άλλα λόγια, με κάποια διαφορά, εδώ πέρα.
Ναι! Κοίταξε αυτό όπως έχω ακούσει και από το δίσκο, εγώ θυμάμαι όταν βγήκε το τραγούδι: “Βρήκα τη γυναίκα που γουστάρω” είναι για τη γυναίκα*** του Βασίλη του Τσιτσάνη. Το κάνανε μετατροπή, πως λέει μέσα, το κάνανε μετατροπή στην Αθήνα, έλεγε:
«Βρήκα κάποια φίνα και ωραία,
πού ‘χει πέντε σπίτια στην Περαία,
άλλα πέντε στη Θεσσαλονίκη
κι άλλα τόσα στο Μπαξέ Τσιφλίκι»
κι όχι όπως λέει:
«άλλα πέντε στο Θησείο
κι άλλα τόσα στο Μεταξουργείο».
Τώρα εάν οι Αθηναίοι το κάνανε μετατροπή για λόγους συμφέροντος δεν ξέρω. Εγώ όπως το άκουσα, το σωστό είναι αυτό. Είναι τραγούδι της γυναίκας του. Από δω είναι αυτή.
Η “Αρχόντισσα”
Στην Αγγελάκη υπήρχε ένα κέντρο. Η Αγγελάκη είναι ένα κεντρικό μέρος της Θεσσαλονίκης. Είναι από την έκθεση απέναντι και είχε ένα κέντρο “Περικλής”. Εκεί πηγαίνανε, ήταν μέσα πανσιόν, οίκος ανοχής, ο πιο ακριβός τότες και κει ήταν μια Αρχοντούλα. Πηγαίνανε εκεί λοιπόν στον “Περικλή” και γλεντούσανε οι μαντάμες, είχε λατέρνα μέσα, σιγά-σιγά, βέβαια, γιατί ήταν Κατοχή, μέχρι το πρωί.
Το βράδυ μπαμ μετά τις 12 η ώρα. 11 απαγορεύονταν να βγουν έξω. Κι εγώ ήμαν εκεί, έχω γυρίσει και στη Θεσσαλονίκη, ήμαν και Καμαριώτης, στην Αγγελάκη είχα σπίτι. Και εκεί ερχότανε αυτή η Αρχοντούλα, η λεγάμενη, πολύ ωραία γυναίκα, σ’ όλα της, και διοικητής, για, τότες ο κ. Μουσχουντής, του λέει του Βασίλη: «Κοίταξε, αυτή την Αρχοντούλα με τα βραχιόλια, με τα σκουλαρίκια εδώ πέρα, με τα αυτά», και λέει ο Βασίλης «θα κάνω ένα τραγούδι» και άρχισε και έφτιαξε την «Αρχόντισσα»:
«Κουράστηκα για να σε αποκτήσω,
αρχόντισσά μου μάγισσα τρελή.
Μπροστά στ’ αρχοντικά σου τα στολίδια
τρελάθηκαν για σένα ξένοι και Ρωμιοί».
Και από τότες πια η Αρχοντούλα εκεί, μαζί μας ερχόταν, εμείς φεύγαμε, καθόταν εκεί μέχρι το πρωί. Αυτή είναι η μικρή μας ιστορία.
Και μια φορά πάλι με το Βασίλη, Κατοχή ήτανε****, σ’ ένα κέντρο τότε είχαν έρθει εδώ πέρα οι αντάρτες. Είχαν πιάσει τότε τα πόστα, λοιπόν, και πιάσαν μερικά μαγαζιά, επιτάξαν το ’να τ’ άλλο. Ήρθαν και εγώ έπαιζα μαζί με το Βασίλη στο μπαρ το “Κοντινεντάλ”.
Έρχεται ένας στρατιώτης και μου λέει: «Ποιος είναι εδώ, ο Τσιτσάνης;», του λέω «ο κύριος από ‘δω πέρα». Μιλήσανε και μου λέει ο Βασίλης: «Χρηστάκη, κοίταξε να δεις. Θα πας να βρεις τον αδερφό μου, τον Κίτσο. Να του πεις, θα σου δώσω ένα σημείωμα…». Αυτοί του μιλήσανε, όπως άκουσα μετά ότι θα ‘ρθούνε αύριο να γλεντήσουνε, ο στρατός, ο αντάρτικος στρατός, ας τον πούμε. Και θα γλεντήσουν ορισμένοι αξιωματικοί, θα κάνουν ένα γλέντι μέχρι πρωίας.
Τότε δεν είχε αυτοκίνητα. Θυμάμαι είχε γκαζοζέν με διοξείδιο του άνθρακος, με κάρβουνα, ξυλοκάρβουνα, τα κουρδίζανε μέσα… Να μη στα πολυλογώ, πήγα και βρήκα τον Κίτσο. Αυτός είναι ο δημιουργός στα τραγούδια τα πιο πολλά του Βασίλη (σ.σ. προφανώς εννοεί εκείνη την εποχή). Ο Βασίλης είχε χέρι, αλλά από το πολύ το… τέλος πάντων λεπτομέρειες, δεν μπορούσε να…
Δηλαδή, γιατί να το κρύβουμε, ήταν του χασισιού ο Βασίλης;
Βεβαίως!
Λοιπόν το σημείωμα έγραφε: «Κίτσο να κάνεις ένα τραγούδι για το αντάρτικο». Φαίνεται, πληρώθηκε οπωσδήποτες. Πραγματικώς, περίμενα 4-5-6 ώρες, έγινε η δουλειά, φάγαμε το μεσημέρι, ήπιαμε με τον αδερφό του τον Κίτσο και ξανάρθα. Θυμάμαι έμεινα εκεί πέρα ένα βράδυ και την άλλη μέρα ήρθα. Ήρθαν λοιπόν εδώ πέρα αυτοί για να γλεντήσουνε και λέει:
«Τέσσερα χρονάκια στα βουνά,
σπάσαμε του Χάρου τα δεσμά,
δεν μας φοβίζει η βαρυχειμωνιά.
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.
Δόξα και τιμή στους τρεις μαζί, σε σας».
Το ‘χε κάνει χασάπικο. Έγινε ένα γλέντι εκεί μέσα, τι να σε πω. Μέχρι το πρωί.
Για τις ανάγκες του γλεντιού το γράψε ο Τσιτσάνης. Όχι γιατί ανακατευόταν στα πολιτικά.
Όχι. Του ‘πανε, δεν ξέρω αν πήρε και χρήματα οπωσδήποτες, θα κάνεις ένα αυτό και ‘μείς κάπως θα σε ανταμείψουμε για τη δουλειά. Όχι για πολιτικά φρονήματα. Όχι.
“Τα χασίσια”
Επειδή ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε τον Μουσχουντή κουμπάρο, αυτός τον στεφάνωσε –Διοικητής Ασφαλείας για– του λέγανε «ρε Βασίλη…» Αυτούς που πιάνανε, τα ’παιρνε η Ασφάλεια τα χασίσια, για, να τα δώσουν σε μια υπηρεσία, να πούμε. Το λέω υπεύθυνα επειδή γνωρίζω, το ξέρω. Και τι θα το κάνουν; Το πετάν; Έχει εκατομμύρια! Και ο Βασίλης είχε πάντα προμήθεια και πολλές φορές έδινε και μένα…
___________________________________________________________________________
Στην επάνω φωτογραφία είμαστε με τον Χρηστάκη Βάσιο στο σπίτι του, όπου μού έπαιζε τα τραγούδια, στα οποία αναφερόταν.
* Στο “Ράδιο Χρυσούπολη”.
** Το απόσπασμα της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στις 26 Ιανουαρίου 1994 στον “Παρατηρητή” Αργολίδας, αρ. φύλ. 22. Το αναδημοσιεύω χωρίς επεμβάσεις.
*** Παντρεύτηκε την Ζωή Σαμαρά.
**** Εδώ μπερδεύει λίγο τους χρόνους. Ήταν στο τέλος της Κατοχής, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών.